Του Ν. Γ. Δρόσου
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!Από τον Ιούνιο του 2008 έως σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Έλληνες
βρέθηκαν στην ανεργία. Τον Ιούνιο του 2008 ο αριθμός των ανέργων
διαμορφωνόταν στις 361.482 και εφέτος τον Ιούνιο έφθασε το 1.403.698
ανθρώπους.Τα τρία τελευταία χρόνια, δε, από το 2010 έως σήμερα, βρέθηκαν στην ανεργία συνολικά 787.129 συμπολίτες μας.
Δίχως απολύτως καμία αμφιβολία, η πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, χαμηλής ρευστότητας και υπερφορολόγησης, που χαρακτήρισε την πορεία της οικονομίας τα τρία τελευταία χρόνια, επιτάχυνε τον ρυθμό αύξησης της ανεργίας στην Ελλάδα, οδηγώντας τελικά το ποσοστό της στο επίπεδο του 27,9%.
Όμως, άνθρωποι έχαναν τη δουλειά τους, και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς, και το ποσοστό της ανεργίας αυξανόταν, στη διάρκεια και της διετίας που προηγήθηκε της εφαρμογής του μνημονίου. Από το 2008 έως το 2010 ο αριθμός των ανέργων σχεδόν διπλασιάστηκε φθάνοντας στους 616.569 ανθρώπους, καθώς 255.087 εξ αυτών βρέθηκαν στην ανεργία κατά την περίοδο αυτή.
Το μνημόνιο μπορεί να έδωσε τη σπρωξιά ώστε να γκρεμιστεί η οικονομία στο βάραθρο, όμως αυτή ήδη βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, αφού από το 2008 είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση και ο λόγος γι' αυτό δεν ήταν μόνον η παγκόσμια πιστωτική κρίση που σταδιακά ξεσπούσε.
Ο λόγος αφορούσε κυριότερα στα δομικά προβλήματα με τα οποία εξακολουθεί να είναι και σήμερα αντιμέτωπη η χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό. Ο υπερτροφικός και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας, η γραφειοκρατία, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η απουσία όρων ανταγωνισμού στις αγορές, τα κωλύματα εισόδου σε επαγγέλματα, η ύπαρξη καρτέλ και συντεχνιών που διατηρούν τεχνητά τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, η απουσία στοιχειώδους οργάνωσης κτηματολογίου και τόσα άλλα που έχουν επανειλημμένως καταγραφεί σταδιακά στέρησαν την ανάπτυξη από αυτήν τη χώρα.
Ο πακτωλός κοινοτικής χρηματοδότησης, ο άκρατος κρατικός δανεισμός και η τερατώδης πιστωτική επέκταση των προηγούμενων ετών δεν αρκούσαν πλέον ώστε να συντηρηθεί η επίπλαστη ευμάρεια της χώρας μας, κατά τα έτη προ του 2008.
Ούτως ή άλλως, οι κάνουλες αυτές στέρεψαν με την αρχή της κρίσης.Αν σήμερα η χώρα μας διατρέχει έναν κίνδυνο, αυτός αφορά στο ενδεχόμενο να εξέλθει της κρίσης δίχως να έχει φτιάξει «τα του οίκου της».
Όσα πρωτογενή πλεονάσματα κι αν κατορθώσει να έχει ο προϋπολογισμός, εάν δεν αρθούν τα βασικά αίτια που οδήγησαν την Ελλάδα σε ύφεση, στερώντας της σχεδόν το ένα τέταρτο του προϊόντος που παράγει σε ετήσια βάση, τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του και μαζί με αυτό και την όποια σταθερότητα έχει ακόμη ο τόπος μας.
Ακόμη και εάν, ονομαστικά, εξασφαλίσουμε αύξηση του ΑΕΠ το 2014, όπως μας υπόσχεται η κυβέρνηση, ας μην περιμένουμε ότι αυτό θα αντικατοπτριστεί άμεσα στην οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας αυτής.
Όπως πολύ σωστά είπε χθες ο Γκίκας Χαρδούβελης, στη διάρκεια ομιλίας του στο ΚΕΠΕ, «με το να σταματήσει η ύφεση, δεν σημαίνει ότι σταματά και η φτώχεια μας».Αν δεν αποκατασταθεί η ρευστότητα στην αγορά, εάν δεν σταθεροποιηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και εάν δεν μπει ένα τέλος στην πολιτική της υπερφορολόγησης, η πραγματική οικονομία θα αργήσει να ανακάμψει.Αντίστοιχα, εάν επιτέλους δεν προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος ώστε να απελευθερωθεί η οικονομία από τα δεσμά του κράτους, των καρτέλ και των συντεχνιών, ελάχιστες ελπίδες έχουμε να βγούμε από τα σημερινά δεινά μας.
Όταν «ο κουμπαράς του τίμιου Έλληνα καταρρέει και το βιοτικό του επίπεδο φθάνει στα όρια της αντοχής και της ευπρέπειάς του», όπως είπε χθες ο φίλτατος καθηγητής, πολλά μπορούν να συμβούν.
Ας μην απορεί, λοιπόν, η κυβέρνηση για τη στροφή των πολιτών στα άκρα…Αν δεν αρχίσει να κάνει όσα πρέπει να κάνει για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία και να βρει ο κόσμος δουλειές, ο δρόμος που θα ακολουθήσει η χώρα είναι προδιαγεγραμμένος…
Δίχως απολύτως καμία αμφιβολία, η πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, χαμηλής ρευστότητας και υπερφορολόγησης, που χαρακτήρισε την πορεία της οικονομίας τα τρία τελευταία χρόνια, επιτάχυνε τον ρυθμό αύξησης της ανεργίας στην Ελλάδα, οδηγώντας τελικά το ποσοστό της στο επίπεδο του 27,9%.
Όμως, άνθρωποι έχαναν τη δουλειά τους, και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς, και το ποσοστό της ανεργίας αυξανόταν, στη διάρκεια και της διετίας που προηγήθηκε της εφαρμογής του μνημονίου. Από το 2008 έως το 2010 ο αριθμός των ανέργων σχεδόν διπλασιάστηκε φθάνοντας στους 616.569 ανθρώπους, καθώς 255.087 εξ αυτών βρέθηκαν στην ανεργία κατά την περίοδο αυτή.
Το μνημόνιο μπορεί να έδωσε τη σπρωξιά ώστε να γκρεμιστεί η οικονομία στο βάραθρο, όμως αυτή ήδη βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, αφού από το 2008 είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση και ο λόγος γι' αυτό δεν ήταν μόνον η παγκόσμια πιστωτική κρίση που σταδιακά ξεσπούσε.
Ο λόγος αφορούσε κυριότερα στα δομικά προβλήματα με τα οποία εξακολουθεί να είναι και σήμερα αντιμέτωπη η χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό. Ο υπερτροφικός και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας, η γραφειοκρατία, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η απουσία όρων ανταγωνισμού στις αγορές, τα κωλύματα εισόδου σε επαγγέλματα, η ύπαρξη καρτέλ και συντεχνιών που διατηρούν τεχνητά τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, η απουσία στοιχειώδους οργάνωσης κτηματολογίου και τόσα άλλα που έχουν επανειλημμένως καταγραφεί σταδιακά στέρησαν την ανάπτυξη από αυτήν τη χώρα.
Ο πακτωλός κοινοτικής χρηματοδότησης, ο άκρατος κρατικός δανεισμός και η τερατώδης πιστωτική επέκταση των προηγούμενων ετών δεν αρκούσαν πλέον ώστε να συντηρηθεί η επίπλαστη ευμάρεια της χώρας μας, κατά τα έτη προ του 2008.
Ούτως ή άλλως, οι κάνουλες αυτές στέρεψαν με την αρχή της κρίσης.Αν σήμερα η χώρα μας διατρέχει έναν κίνδυνο, αυτός αφορά στο ενδεχόμενο να εξέλθει της κρίσης δίχως να έχει φτιάξει «τα του οίκου της».
Όσα πρωτογενή πλεονάσματα κι αν κατορθώσει να έχει ο προϋπολογισμός, εάν δεν αρθούν τα βασικά αίτια που οδήγησαν την Ελλάδα σε ύφεση, στερώντας της σχεδόν το ένα τέταρτο του προϊόντος που παράγει σε ετήσια βάση, τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του και μαζί με αυτό και την όποια σταθερότητα έχει ακόμη ο τόπος μας.
Ακόμη και εάν, ονομαστικά, εξασφαλίσουμε αύξηση του ΑΕΠ το 2014, όπως μας υπόσχεται η κυβέρνηση, ας μην περιμένουμε ότι αυτό θα αντικατοπτριστεί άμεσα στην οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας αυτής.
Όπως πολύ σωστά είπε χθες ο Γκίκας Χαρδούβελης, στη διάρκεια ομιλίας του στο ΚΕΠΕ, «με το να σταματήσει η ύφεση, δεν σημαίνει ότι σταματά και η φτώχεια μας».Αν δεν αποκατασταθεί η ρευστότητα στην αγορά, εάν δεν σταθεροποιηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και εάν δεν μπει ένα τέλος στην πολιτική της υπερφορολόγησης, η πραγματική οικονομία θα αργήσει να ανακάμψει.Αντίστοιχα, εάν επιτέλους δεν προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος ώστε να απελευθερωθεί η οικονομία από τα δεσμά του κράτους, των καρτέλ και των συντεχνιών, ελάχιστες ελπίδες έχουμε να βγούμε από τα σημερινά δεινά μας.
Όταν «ο κουμπαράς του τίμιου Έλληνα καταρρέει και το βιοτικό του επίπεδο φθάνει στα όρια της αντοχής και της ευπρέπειάς του», όπως είπε χθες ο φίλτατος καθηγητής, πολλά μπορούν να συμβούν.
Ας μην απορεί, λοιπόν, η κυβέρνηση για τη στροφή των πολιτών στα άκρα…Αν δεν αρχίσει να κάνει όσα πρέπει να κάνει για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία και να βρει ο κόσμος δουλειές, ο δρόμος που θα ακολουθήσει η χώρα είναι προδιαγεγραμμένος…