22 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανία: Τα στρατηγικά συμφέροντα και οι κάλπες

Τι κρίνεται στις γερμανικές κάλπες. Τα στρατηγικά συμφέροντα του Βερολίνου και ο «ομφάλιος λώρος» με την Ευρώπη. Ποιο είναι το μεγάλο δίλημμα στο εσωτερικό. Ποια στρατηγική θα ακολουθήσει στις διασώσεις. Ο γαλλογερμανικός άξονας.

Γερμανία: Τα στρατηγικά συμφέροντα και οι κάλπεςΗ οικονομική απόδοση της Γερμανίας είναι συνδεδεμένη στενά με εξωτερικούς παράγοντες, λόγω της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές. Σύμφωνα με τη Eurostat οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 52% του ΑΕΠ της Γερμανίας το 2012. Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της Γερμανίας, οπότε η γερμανική οικονομία εξαρτάται από την ισχύ της ευρωπαϊκής καταναλωτικής βάσης. Η πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Γερμανίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόσβαση τις στις ξένες αγορές, κάτι που εξηγεί την ακλόνητη στήριξη της στην ευρωζώνη και την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην Ευρώπη.

Μέχρι σήμερα, οι γερμανικές εξαγωγές έχουν επιβιώσει την αναταραχή της ευρωπαϊκής κρίσης. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν καταφέρει να βρουν νέες αγορές για τις εξαγωγές τους. Από το 2007, οι εξαγωγές στην Ευρώπη και την ευρωζώνη έχουν υποχωρήσει προς χάρη άλλων αγορών, κυρίως των ΗΠΑ και ασιατικών χωρών. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός για τα γερμανικά αγαθά. Το 2012, περίπου το 30% όλων των ευρωπαϊκών αγαθών που εξάχθηκαν στις ΗΠΑ προήρθε από τη Γερμανία. Την ίδια ώρα περίπου το 16% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνθηκε στην Ασία, με την Κίνα να είναι η τέταρτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας.

Ωστόσο, η κρίση έχει επιφέρει κάποια πλήγματα στην γερμανική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη της Γερμανίας έχει επιβραδυνθεί. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ΑΕΠ της Γερμανίας αυξήθηκε μόλις κατά 0,9% το 2012, χαμηλότερα από το 4% το 2010. Το 2013, το ΔΝΤ αναμένει ότι το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί μόνο κατά 0,3%. Η ανεργία αναμένεται να επηρεαστεί από την επιβράδυνση και οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα πιέσουν το Βερολίνο να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες, κάτι που οι Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν ζητήσει από τις άλλες χώρες να αποφύγουν.

Το δίλημμα της Γερμανίας

Αυτός είναι ο πυρήνας του διλήμματος της Γερμανίας. Η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, μέσω της αύξησης των μισθών για παράδειγμα, θα περιορίσει την έκθεση της στα εξωτερικά ρίσκα, αλλά επίσης θα κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές τις γερμανικές εξαγωγές. Η γερμανική ζήτηση είναι σχετικά ισχυρή παρά την ευρωπαϊκή κρίση. Το σχετικά φθηνό κόστος δανεισμού έχει διευκολύνει την εγχώρια κατανάλωση, όπως και το χαμηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο βρισκόταν στο 5,3% τον Ιούλιο του 2013, σύμφωνα με την Eurostat. Αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας από τότε που ξεκίνησε την καταγραφή η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1991.

H σταθερή εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας έχει βοηθήσει τις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης ειδικότερα να αποφύγουν μια βαθύτερη οικονομική συρρίκνωση, αλλά το Βερολίνο πιέζεται να τονώσει ακόμα περισσότερο τη ζήτηση. Αναμένουμε ότι η Γερμανία θα συζητήσει πως μπορεί να το κάνει, μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές.

Μια από τις επιλογές που εξετάζεται είναι η εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού. Το κόστος εργασίας στην Γερμανία έχει αυξηθεί με ήπιο ρυθμό τα τελευταία οικονομικά τρίμηνα. Στα 30 ευρώ την ώρα, το μέσο κόστος εργασίας της Γερμανίας, είναι ελάχιστα πάνω από το μέσο όρο στην ευρωζώνη. Ο βιομηχανικός τομέας θα αντισταθεί σε ένα τέτοιο μέτρο, εκφράζοντας φόβους για απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Το Βερολίνο θα αντιμετωπίσει και το ζήτημα της μετανάστευσης. Με ένα πληθυσμό που γερνάει και συρρικνώνεται, η Γερμανία αναζητά τρόπους για να προσελκύσει ξένους που μπορούν να τονώσουν το εργατικό της δυναμικό. H Γερμανία έχει γνωρίσει μια άνοδο στους μετανάστες τα τελευταία χρόνια λόγω της αντοχής της στην κρίση, αλλά ιστορικά έχει πρόβλημα να τους συγκρατήσει. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να εισάγει πολιτικές για τη συγκράτηση των μεταναστών και να καθησυχάσει τις ανησυχίες για την κατάχρηση του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Μια τρίτη προτεραιότητα για τη νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι η επαναξιολόγηση της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας. Το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω της μετάβασης της χώρας προς την ανανεώσιμη ενέργεια. Η μετάβαση έχει αποδειχθεί πιο ακριβή από ότι αναμενόταν και έχει δημιουργήσει ανησυχίες για μείωση της ανταγωνιστικότητας. Δεδομένων των πόρων που έχουν δεσμευτεί και των έργων που βρίσκονται υπό εξέλιξη, η Γερμανία δεν μπορεί απλά να εγκαταλείψει την τρέχουσα στρατηγική, αλλά οι στόχοι της πιθανότατα θα αναθεωρηθούν και θα εξεταστούν εναλλακτικοί στόχοι όπως το σχιστολιθικό αέριο.

Επειδή η Γερμανία έχει λίγες εγχώριες πηγές ενέργειας, η ενεργειακή στρατηγική της χώρας αποτελεί τμήμα της εξωτερικής της πολιτικής. Η ενοποίηση υποδομών με άλλες χώρες είναι σημαντική για τις εισαγωγές ενέργειας της Γερμανίας, όπως και οι διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, τον βασικό προμηθευτή πετρελαίου και φυσικού αερίου της Γερμανίας. Η διασφάλιση της πρόσβασης στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας, θα παραμείνει προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής, αν και οι σχέσεις με τη Μόσχα θα διαταράσσονται από τον στόχο της Γερμανίας για ενοποίηση της Ευρώπης.

Η στήριξη της Ευρώπης

H δυνατότητα της Γερμανίας να ενοποιήσει την Ευρώπη θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία της να βοηθήσει άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά αυτές στην ευρωζώνη. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας κατανοούν ότι η παροχή επιπρόσθετης βοήθειας από τη Γερμανία αποτελεί βασικό συστατικό της εθνικής στρατηγικής της Γερμανίας για τη διασφάλιση της συνοχής στην Ευρώπη και τη διατήρηση της νομισματικής ένωσης.

Ως εκ τούτου η Γερμανία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχίσει τη χρηματοδότηση. Το Βερολίνο έχει ήδη συνεισφέρει μεγάλα ποσά για τη διάσωση κρατών. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η άμεση έκθεση στην ευρωπαϊκή κρίση φτάνει μέχρι σήμερα τα 95 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σε θέση να διακινδυνεύσει ούτε το ξέσπασμα μιας νέας οικονομικής κρίσης, ούτε τη διάλυση της ευρωζώνης. Το γερμανικό think tank Ιfo υπολογίζει ότι αν διαλυθεί η ευρωζώνη και τα πέντε κράτη που έλαβαν βοήθεια χρεοκοπήσουν, η Γερμανία θα χάσει περίπου 530 δισ. ευρώ. Το πραγματικό κόστος θα είναι πολύ υψηλότερο αν αναλογιστεί κανείς τις οικονομικές συνέπειες που θα είχε η διάλυση του ευρώ πέρα από τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία θα αλλάξει ξαφνικά στρατηγική και θα αρχίσει να χρηματοδοτεί προγράμματα τόνωσης για υπερχρεωμένες χώρες. Η γερμανική βοήθεια θα συνεχίσει να έρχεται μόνο ως αντίδραση στις πιέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και την πολιτική αστάθεια σε μεμονωμένες χώρες που απειλούν την σταθερότητα της ευρωζώνης. Ωστόσο, ενδέχεται η Γερμανία να παραχωρεί περισσότερο χρόνο στις χώρες που έχουν ζητήσει στήριξη για να αποπληρώσουν το χρέος τους. Επιπλέον, μπορεί να μειώσει το κόστος αυτών των αποπληρωμών και να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρέμβει στις αγορές ομολόγων, αν χρειαστεί.
Νομικά και θεσμικά εμπόδια θα περιορίσουν τη δυνατότητα του Βερολίνου να κινηθεί πιο δραστικά για την βοήθεια άλλων κρατών. Ακόμα και αν υπήρχε μεγαλύτερη συναίνεση στην πολιτική ελίτ για μια πιο εκτεταμένη παροχή βοήθειας από τη Γερμανία, μικρές αντιπολιτευτικές ομάδες μπορούν να καθυστερήσουν και να αμφισβητήσουν σχετικά εύκολα τα σχέδια αυτά. Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο κλήθηκε ήδη να ελέγξει τη νομιμότητα των γερμανικών παροχών στα μέτρα στήριξης της ΕΕ (ως τώρα το δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει ότι οι προσπάθειες αυτές παραβίασαν το σύνταγμα). Μέσα στο επόμενο έτος, το δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει αν η συγχώρεση χρέους σε άλλες χώρες, μια επιλογή που εξετάζεται για την Ελλάδα, παραβιάζει το γερμανικό σύνταγμα.

Η σχέση με τους Γάλλους

Για να διασφαλίσει την επιβίωση της ευρωζώνης, η Γερμανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει την γαλλογερμανική συμμαχία.

Ιστορικά, η ευρωπαϊκή ενοποίηση σήμαινε την ενίσχυση της γερμανικής οικονομικής ισχύς και της γαλλικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά η ευρωπαϊκή κρίση έχει δυσχεραίνει τη σχέση. Η πίεση που θα αντιμετωπίσει το Βερολίνο να ενδώσει στις απαιτήσεις της Γαλλίας, όπως να επιτρέψει περισσότερες κυβερνητικές δαπάνες και να αλλάξει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να δέχεται υψηλότερο πληθωρισμό και παρεμβάσεις στις αγορές ομολόγων ή την αμοιβαιοποίηση του χρέους, θα εξαρτηθεί από το πόσο θα αποκλίνει η οικονομική απόδοση μεταξύ των δύο χωρών.
Καθώς η κρίση θα επιμένει και θα εφαρμόζονται περαιτέρω μέτρα λιτότητας, η πρόκληση για το Βερολίνο θα είναι να πείσει, όχι μόνο τους Γερμανούς ψηφοφόρους, αλλά και μικρότερες χώρες στην Βόρεια Ευρώπη για τη σημασία της συμμετοχής σε κοινές προσπάθειες στήριξης για την αποφυγή περαιτέρω αποσύνθεσης της ευρωζώνης. Οι χώρες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ολλανδία, η Φινλανδία ή η Αυστρία, είναι συνήθως σκεπτικές για την παροχή βοήθειας σε πληγείσες χώρες, όπως είναι και η Γερμανία.

Η Γερμανία παρουσιάζεται συχνά ως η ηγετική δύναμη της Ευρώπης, η χώρα που μπορεί να καθορίσει το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στην αντίληψη αυτή, αλλά στην πραγματικότητα οι δράσεις του Βερολίνου καθοδηγούνται από την ισχύ της εξωτερικής δύναμης και την ανάγκη να διατηρηθεί η συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
http://www.euro2day.gr