Του Αθανασιου Ελλις
Στις ενέργειες των ισχυρών μελών και των θεσμών της Ευρώπης τα τελευταία τρία χρόνια δεν διακρίνει κανείς διορατικότητα, ευφυή σχεδιασμό, συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα δεν εκπλήσσει η τελευταία απόφασή τους για την Κύπρο, η οποία αν και εμπεριέχει στοιχεία δικαιοσύνης, μετεξελίχθηκε σε ουσιαστικό και επικοινωνιακό κόλαφο. Ενα τόσο σοβαρό και ευαίσθητο ζήτημα έτυχε ατυχούς διαχείρισης και οδήγησε σε επικίνδυνη αβεβαιότητα και το αδιέξοδο των τελευταίων εικοσιτετραώρων.
Με ευθύνη τόσο των Ευρωπαίων εταίρων όσο και της κυπριακής κυβέρνησης, η συμφωνία δεν περιορίσθηκε στη φορολόγηση των καταθέσεων άνω των εκατό χιλιάδων ευρώ, κίνηση που θα εξασφάλιζε ευρύτερη λαϊκή στήριξη, και θα μπορούσε να προβληθεί εντός και εκτός Κύπρου ως απόπειρα ταχείας επίλυσης του προβλήματος με δίκαιη κατανομή του κόστους. Αντίθετα, στο «πακέτο» συμπεριλήφθηκαν και οι μικροκαταθέτες, με αποτέλεσμα να ανατραπεί η θεσμοθετημένη εγγύηση των καταθέσεων έως εκατό χιλιάδες ευρώ και να υπάρξει λαϊκός ξεσηκωμός.
Οι εταίροι και πιθανοί πιστωτές της Κύπρου εξεπλάγησαν από την υπεράσπιση που επέλεξαν να παράσχουν στους μεγαλοκαταθέτες τα κυπριακά κόμματα τα οποία, από την πλευρά τους, προφανώς φοβήθηκαν τις συνέπειες που θα είχε η επιβολή υψηλού φόρου στο μεγάλο κεφάλαιο για το καθεστώς της Κύπρου ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Πάντως, εάν ληφθεί υπόψη ότι πολλές από τις μεγάλες καταθέσεις βρίσκονται στην Κύπρο λόγω του πιο «φιλικού» φορολογικού καθεστώτος και των υψηλών επιτοκίων που προσφέρονται, ένα «κούρεμα» των ποσών άνω των εκατό χιλιάδων ευρώ σε ποσοστό 15% έως 20% θα είχε ουσιαστικά ως αποτέλεσμα οι συγκεκριμένοι καταθέτες να απολέσουν τα κέρδη που είχαν αποκομίσει από τα πολύ υψηλά επιτόκια που ελάμβαναν την τελευταία τετραετία.
Το εγχείρημα ερμηνεύθηκε ως απόπειρα εκβιασμού της Κύπρου από τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό Βορρά και, τελικά, όχι μόνο κατέρρευσε η συγκεκριμένη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup, πλήττοντας για άλλη μια φορά την αξιοπιστία της Ευρωζώνης, αλλά δημιουργήθηκε και γεωπολιτική αβεβαιότητα με τη στροφή που εξετάζει η Λευκωσία προς τη Μόσχα.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι συνέπειες είναι αρνητικές σε πολλά μέτωπα. Από την αβεβαιότητα για τις τρεις κυπριακές τράπεζες που λειτουργούν εντός της ελληνικής επικράτειας και το μέλλον των πέντε χιλιάδων απασχολούμενων σε αυτές, μέχρι το επικοινωνιακό πλήγμα που δέχεται η τρικομματική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται να συνεργάζεται με την τρόικα και να εφαρμόζει επώδυνα μέτρα, ενώ η Κύπρος έχει το «θάρρος» να συγκρουσθεί με τους εταίρους.
Τη στιγμή που ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας επιδεικνύοντας τον αναγκαίο ρεαλισμό και προσπαθώντας να διασφαλίσει τη συνέχιση της χρηματοδοτικής αιμοδοσίας που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, το «όχι» των Κυπρίων δυσχεραίνει το έργο του, επιτρέποντας σε κάποιους λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, που παραπλανούν τον κόσμο υποσχόμενοι εύκολες λύσεις, να τον επικρίνουν για υποχωρητικότητα. Αναρωτιέται κανείς τι θα πράξουν στην απευκταία περίπτωση που η Κύπρος αυτοεγκλωβιστεί και οδηγηθεί στη χρεοκοπία.
Ταυτόχρονα, την ώρα που ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει, ορθώς, επενδύσει στην ενεργειακή διάσταση, προβάλλοντας με όλο και πιο ηχηρό τρόπο το τελευταίο διάστημα, προς τη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως τους Ευρωπαίους εταίρους, το επιχείρημα ότι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κύπρου και αυτά που ελπίζεται να εντοπισθούν στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο αποτελούν ευρωπαϊκές πηγές ενέργειας, η αξιοποίηση των οποίων θα περιορίσει την εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ρωσία, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ανάληψης από τη Μόσχα πρωταγωνιστικού ρόλου στο κυπριακό ενεργειακό παζλ.
Οι επόμενες ώρες και ημέρες είναι κρίσιμες όχι μόνο για την πορεία της κυπριακής οικονομίας και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Μεγαλονήσου, αλλά και για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Στις ενέργειες των ισχυρών μελών και των θεσμών της Ευρώπης τα τελευταία τρία χρόνια δεν διακρίνει κανείς διορατικότητα, ευφυή σχεδιασμό, συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα δεν εκπλήσσει η τελευταία απόφασή τους για την Κύπρο, η οποία αν και εμπεριέχει στοιχεία δικαιοσύνης, μετεξελίχθηκε σε ουσιαστικό και επικοινωνιακό κόλαφο. Ενα τόσο σοβαρό και ευαίσθητο ζήτημα έτυχε ατυχούς διαχείρισης και οδήγησε σε επικίνδυνη αβεβαιότητα και το αδιέξοδο των τελευταίων εικοσιτετραώρων.
Με ευθύνη τόσο των Ευρωπαίων εταίρων όσο και της κυπριακής κυβέρνησης, η συμφωνία δεν περιορίσθηκε στη φορολόγηση των καταθέσεων άνω των εκατό χιλιάδων ευρώ, κίνηση που θα εξασφάλιζε ευρύτερη λαϊκή στήριξη, και θα μπορούσε να προβληθεί εντός και εκτός Κύπρου ως απόπειρα ταχείας επίλυσης του προβλήματος με δίκαιη κατανομή του κόστους. Αντίθετα, στο «πακέτο» συμπεριλήφθηκαν και οι μικροκαταθέτες, με αποτέλεσμα να ανατραπεί η θεσμοθετημένη εγγύηση των καταθέσεων έως εκατό χιλιάδες ευρώ και να υπάρξει λαϊκός ξεσηκωμός.
Οι εταίροι και πιθανοί πιστωτές της Κύπρου εξεπλάγησαν από την υπεράσπιση που επέλεξαν να παράσχουν στους μεγαλοκαταθέτες τα κυπριακά κόμματα τα οποία, από την πλευρά τους, προφανώς φοβήθηκαν τις συνέπειες που θα είχε η επιβολή υψηλού φόρου στο μεγάλο κεφάλαιο για το καθεστώς της Κύπρου ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Πάντως, εάν ληφθεί υπόψη ότι πολλές από τις μεγάλες καταθέσεις βρίσκονται στην Κύπρο λόγω του πιο «φιλικού» φορολογικού καθεστώτος και των υψηλών επιτοκίων που προσφέρονται, ένα «κούρεμα» των ποσών άνω των εκατό χιλιάδων ευρώ σε ποσοστό 15% έως 20% θα είχε ουσιαστικά ως αποτέλεσμα οι συγκεκριμένοι καταθέτες να απολέσουν τα κέρδη που είχαν αποκομίσει από τα πολύ υψηλά επιτόκια που ελάμβαναν την τελευταία τετραετία.
Το εγχείρημα ερμηνεύθηκε ως απόπειρα εκβιασμού της Κύπρου από τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό Βορρά και, τελικά, όχι μόνο κατέρρευσε η συγκεκριμένη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup, πλήττοντας για άλλη μια φορά την αξιοπιστία της Ευρωζώνης, αλλά δημιουργήθηκε και γεωπολιτική αβεβαιότητα με τη στροφή που εξετάζει η Λευκωσία προς τη Μόσχα.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι συνέπειες είναι αρνητικές σε πολλά μέτωπα. Από την αβεβαιότητα για τις τρεις κυπριακές τράπεζες που λειτουργούν εντός της ελληνικής επικράτειας και το μέλλον των πέντε χιλιάδων απασχολούμενων σε αυτές, μέχρι το επικοινωνιακό πλήγμα που δέχεται η τρικομματική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται να συνεργάζεται με την τρόικα και να εφαρμόζει επώδυνα μέτρα, ενώ η Κύπρος έχει το «θάρρος» να συγκρουσθεί με τους εταίρους.
Τη στιγμή που ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας επιδεικνύοντας τον αναγκαίο ρεαλισμό και προσπαθώντας να διασφαλίσει τη συνέχιση της χρηματοδοτικής αιμοδοσίας που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, το «όχι» των Κυπρίων δυσχεραίνει το έργο του, επιτρέποντας σε κάποιους λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, που παραπλανούν τον κόσμο υποσχόμενοι εύκολες λύσεις, να τον επικρίνουν για υποχωρητικότητα. Αναρωτιέται κανείς τι θα πράξουν στην απευκταία περίπτωση που η Κύπρος αυτοεγκλωβιστεί και οδηγηθεί στη χρεοκοπία.
Ταυτόχρονα, την ώρα που ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει, ορθώς, επενδύσει στην ενεργειακή διάσταση, προβάλλοντας με όλο και πιο ηχηρό τρόπο το τελευταίο διάστημα, προς τη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως τους Ευρωπαίους εταίρους, το επιχείρημα ότι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κύπρου και αυτά που ελπίζεται να εντοπισθούν στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο αποτελούν ευρωπαϊκές πηγές ενέργειας, η αξιοποίηση των οποίων θα περιορίσει την εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ρωσία, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ανάληψης από τη Μόσχα πρωταγωνιστικού ρόλου στο κυπριακό ενεργειακό παζλ.
Οι επόμενες ώρες και ημέρες είναι κρίσιμες όχι μόνο για την πορεία της κυπριακής οικονομίας και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Μεγαλονήσου, αλλά και για την κυβέρνηση Σαμαρά.