09 Φεβρουαρίου 2013

Η Ισλανδία, η ρέγγα και η λιτότητα

Του Daniel Gros
Η εμπειρία των μικρών χωρών γίνεται πολύ σημαντική όταν λαμβάνεται ως απόδειξη σε όλο τον κόσμο, ότι μια συγκεκριμένη προσέγγιση δουλεύει καλύτερα.Η Ελλάδα, οι χώρες της Βαλτικής και η Ισλανδία είναι παραδείγματα μικρών χωρών η περίπτωση των οποίων συχνά επικαλείται ως επιχείρημα υπέρ ή κατά της λιτότητας. Για παράδειγμα ο Paul Krugman υποστηρίζει ότι το γεγονός πως το ΑΕΠ της Λετονίας παραμένει χαμηλότερα σε σχέση με το προ-κρίσης υψηλό επίπεδο, σε ποσοστό περίπου 10%, αποδεικνύει ότι η προσέγγιση της λιτότητας στους μισθούς δεν έχει αποτελέσματα και ότι η Ισλανδία, η οποία δεν υπέκυψε στη λιτότητα των Βρυξελλών και υποτίμησε το νόμισμά της, φαίνεται να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Άλλοι έχουν επισημάνει ότι η Εσθονία απέφυγε μια κρίση καθώς προχώρησε σε πολιτική αυστηρής λιτότητας στον απόηχο της κρίσης, και τώρα αναπτύσσεται δυναμικά και πάλι, ενώ η Ελλάδα, η οποία καθυστέρησε για πολύ καιρό τη δημοσιονομική προσαρμογή, γνώρισε μια βαθιά κρίση και εξακολουθεί να είναι βυθισμένη στην ύφεση.Ωστόσο, και οι δύο πλευρές σε αυτές τις διαφωνίες, συνήθως αμελούν να αναφέρουν τα βασικά χαρακτηριστικά και τις ιδιοσυγκρυσιακές ειδικές συνθήκες που κάποιες φορές καθιστούν τις άμεσες συγκρίσεις, να μην έχουν νόημα.

Ένα πρώτο βασικό σημείο είναι ότι η Λετονία, όπως οι άλλες χώρες της Βαλτικής, είχε τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών όταν άρχισε η κρίση. Αυτό υποδηλώνει ότι το προ-κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ δεν ήταν βιώσιμο και απαιτούνταν εισροές κεφαλαίων άνω του 20% του ΑΕΠ για να χρηματοδοτηθεί η κατανάλωση και η άνθιση των κατασκευών. Ήταν συνεπώς αναπόφευκτο ότι το ΑΕΠ θα υποχωρούσε σε διψήφιο ποσοστό μόλις η ροή κεφαλαίων σταματούσε. Η παρατήρηση ότι το ΑΕΠ της Λετονίας είναι τώρα ακόμη περισσότερο από 10% πιο κάτω από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν πριν από την κρίση, είναι επομένως παραπλανητική εάν δεν προσθέσει κάποιος ότι στα υψηλά, η χώρα είχε έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 25% του ΑΕΠ, το οποίο δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα.

Οποιαδήποτε σύγκριση των χωρών της Βαλτικής με την Μεγάλη Ύφεση (ή με τις ΗΠΑ σήμερα), είναι επομένως χωρίς νόημα. Οι χώρες της Βαλτικής έπρεπε απλώς να προσαρμόσουν μια απότομη διακοπή της εξωτερικής χρηματοδότησης, η οποία δεν αποτελούσε πρόβλημα για τις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, ούτε και σήμερα.

Ένας καλύτερος τρόπος για να κριθούν οι μετά της κρίσης επιδόσεις είναι να εξετάσουμε το κενό παραγωγής, δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ σε σχέση με τη δυναμική του. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, το ΑΕΠ της Λετονίας ήταν σχεδόν 14% υψηλότερα από τη δυνητικό ποσοστό στο υψηλότερο επίπεδο ανόδου, και τότε υποχώρησε στο 10% χαμηλότερα από το δυνητικό ποσοστό όταν η άνθιση μετετράπη σε κατάρρευση. Η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους στη διάρκεια της κατάρρευσης για να διατηρήσει τα έσοδα περίπου σταθερά ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο προέκυψε ένα σημαντικά υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα από τη στιγμή που οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης, όπως τα επιδόματα ανεργία, αυξήθηκαν όταν κατέρρευσε η οικονομία. Με την ανάκαμψη τύπου σχεδόν V, οι δαπάνες αυτές υποχώρησαν ξανά, μειώνοντας απότομα το έλλειμμα. Η ανάκαμψη θα μπορούσε να είναι μόνο μερική καθώς το προηγούμενο επίπεδο παραγωγής δεν ήταν βιώσιμο, αλλά ήταν αρκετή για να επιτρέψει στην κυβέρνηση να ισορροπεί ξανά τα βιβλία της. Η Λετονία είναι έτσι σήμερα σε μια βιώσιμη δημοσιονομική θέση με την παραγωγή κοντά στη δυναμική της και να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Η λιτότητα θα μπορούσε να έχει προσωρινά επιδεινώσει την ύφεση στη Λετονία, αλλά είχε ως αποτέλεσμα μια βιώσιμη δημοσιονομική θέση χωρίς να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στην οικονομία. Αντιθέτως, το ΑΕΠ της Ελλάδας, η οποία άργησε να υιοθετήσει μέτρα λιτότητας, είναι ακόμη 12% χαμηλότερα από τη δυναμική της και συνεχίζει να υποχωρεί (Γράφημα 1).


Μήπως η Ισλανδία αποτελεί ένα αντίθετο παράδειγμα σε σχέση με τη Λετονία καθώς το ΑΕΠ της υποχώρησε πολύ λιγότερο αν και είχε παρόμοια ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πριν από την κρίση; Η Ισλανδία είχε πολύ μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα για μεγαλύτερη περίοδο και σε αντίθεση με τη Λετονία, επέτρεψε στο νόμισμά της (κορόνα) να υποτιμηθεί σημαντικά. Η υποτίμηση ήταν πολύ λιγότερο σημαντική από ό,τι εκτιμάται ευρέως. Οι ισλανδικές εξαγωγές πραγματικά τα πήγαν πολύ καλά αλλά πρόκειται για φυσικούς πόρους (ψάρια και αλουμίνιο), για τα οποία η ζήτηση διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο στη διάρκεια της κρίσης το 2008. Αυτό παρείχε ένα σημαντικό σταθεροποιητικό παράγοντα για την εγχώρια οικονομία, κάτι το οποίο δεν είχαν οι χώρες της Βαλτικής. Η καλύτερη επίδοση της ισλανδικής οικονομίας επομένως, δεν θα πρέπει να αποδοθεί στην υποτίμηση της ισλανδικής κορόνας (η οποία έκανε ελάχιστα για να προστατέψει τις εξαγωγές της, δεδομένου ότι πρόκειται για φυσικούς πόρους), αλλά μάλλον στην υπερθέρμανση του πλανήτη η οποία οδήγησε τα κοπάδια ρέγγας πιο ψηλά στο Βορρά, σε ύδατα της Ισλανδίας. Το δεύτερο γράφημα δείχνει επίσης ότι τόσο πριν όσο και μετά από την κρίση, οι εξαγωγές της Λετονίας αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι αυτές της Ισλανδίας. Η υποτίμηση επομένως, δεν έκανε μεγάλη διαφορά στην ικανότητα της Ισλανδίας να εξάγει (όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένης της φύσης των ισλανδικών εξαγωγών).


Ούτε είναι η Ισλανδία το παιδί-πρότυπο που θα αποδεικνύει τη θέση ότι «η αποφυγή της λιτότητας έχει αποτέλεσμα». Σε μικρές, ανοικτές οικονομίες, τα υψηλότερα ελλείμματα είναι σε κάθε περίπτωση, απίθανο να διατηρήσουν την εγχώρια παραγωγή καθώς οι περισσότερες επιπλέον δαπάνες πήγαιναν προς τις εισαγωγές. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη ότι παρά την μεγάλη υποτίμηση, η Ισλανδία έχει ακόμη υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, προσθέτοντας έτσι στο ήδη μεγάλο εξωτερικό χρέος.

Η συνέπειες από την αποφυγή της λιτότητας είναι το δημόσιο χρέος να βρεθεί στο 100% του ΑΕΠ σε σχέση με το μόλις 42% του ΑΕΠ για τη Λετονία. Φυσικά, εν μέρει η διαφορά αυτή οφείλεται στις διαφορές που υπήρχαν στις αρχικές συνθήκες και στο κόστος των τραπεζικών διασώσεων. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι διατηρώντας υπό έλεγχο τα ελλείμματα, τα δημοσιονομικά της Λετονίας είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση σήμερα, με το δημόσιο χρέος να μην αποτελεί πλέον πρόβλημα. Και οι δύο χώρες είχαν σχετικά χαμηλό επίπεδο χρέους πριν από την κρίση.  Το ίδιο συμβαίνει ακόμη στην περίπτωση της Λετονίας, το χρέος της οποίας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μικρότερο από το μισό του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, το επίπεδο χρέους της Ισλανδίας έχει γίνει τόσο υψηλό που είναι απίθανο να αποτελέσει έναν αρνητικό παράγοντα για τη μελλοντική ανάπτυξη.


Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν βγάζουμε γενικά συμπεράσματα από την εμπειρία μικρών χωρών που κάποιες φορές έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το μόνο συμπέρασμα που φαίνεται ότι μπορεί να κρατήσει κανείς γενικά είναι ότι η αποφυγή της λιτότητας δεν επιτρέπει να αποφύγει το πρόβλημα της επίτευξης τόσο δημοσιονομικής όσο και εξωτερικής βιωσιμότητας.


Πηγή:www.capital.gr
   Πηγή:www.capital.gr