Του Κώστα Ράπτη Ήδη πριν από την Πρωτοχρονιά μπορούσε κανείς να γνωρίζει ότι το 2016 θα είναι για τη Σαουδική Αραβία
μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Το πετρελαιοπαραγωγό βασίλειο, το οποίο
για δεκαετίες αποτελούσε στα μάτια της Δύσης τον πυλώνα της σταθερότητας
για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, βρίσκεται οικονομικά πιεσμένο,
διπλωματικά απομονωμένο και στρατιωτικά παγιδευμένο σε αδιέξοδες
περιπέτειες. Το ότι επέλεξε σε αυτή τη συγκυρία να ρίξει και άλλο λάδι
στη φωτιά, προκαλώντας το σιιτικό στοιχείο εντός και εκτός των συνόρων
του με την εκτέλεση του κληρικού Nimr al-Nimr, καταδικασμένου σε θάνατο
για τις ειρηνικές διαδηλώσεις του 2011-2012, καταδεικνύει τον πανικό του
Οίκου των Σαούντ και την αδυναμία του για ορθολογικό σχεδιασμό.
Η πτώση της τιμής του πετρελαίου, σε
συνδυασμό με απρόβλεπτες δαπάνες όπως ο πόλεμος στην Υεμένη (που
κοστίζει 6 δισ. δολάρια μηνιαίως) είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του
ελλείμματος του προϋπολογισμού στο επίπεδο-ρεκόρ του 16% του ΑΕΠ.
Πρόκειται για ποσοστό χαμηλότερο μεν από το 20% που ανέμεναν οι αναλυτές
(και που, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις του ΔΝΤ θα σήμαινε ότι τα
συναλλαγματικά αποθέματα του βασιλείου θα εξαντλούνταν εντός
πενταετίας), ωστόσο δεν παύει να σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Το Ριάντ θα πρέπει να επιλέξει είτε μια
ριζική στροφή στην πετρελαϊκή του πολιτική, ώστε να ενισχύσει τις τιμές
(κίνηση που όμως θα ξανάβαζε στο παιχνίδι ποικίλους ανταγωνιστές, από το
Ιράν
έως τον αμερικανικό κλάδο σχιστολιθικού πετρελαίου), είτε μιαν
αποσύνδεση, μετά από τρεις δεκαετίες, του ριάλ από το δολάριο, σε μιαν
"αντιγραφή” της ραγδαίας υποτίμησης του ρουβλίου (με τον κίνδυνο ωστόσο
αποσταθεροποιητικής απώλειας αξιοπιστίας στις αγορές), είτε την εισαγωγή
μέτρων λιτότητας.
Προτιμήθηκε ήδη η τρίτη επιλογή, καθώς
οι γενναίες επιδοτήσεις των καυσίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος και του
νερού για τα νοικοκυριά μόλις περικόπηκαν, με τις αυξήσεις να αγγίζουν
κατά περιπτώσεις το 40%. Το να προστίθεται σε αυτό το μείγμα ο
ξεσηκωμός, μετά την εκτέλεση του al-Nimr, των καταπιεσμένων σιιτών της
πετρελαιοπαραγωγού ανατολικής επαρχίας της Σαουδικής Αραβίας, δείχνει
υπερτίμηση των δυνατοτήτων της καταστολής στην εξασφάλιση μιας
κοινωνικής συνοχής που πλέον δεν "λιπαίνεται” από παροχές.
Εκτός των συνόρων, οτιδήποτε μπορούσε να πάει στραβά, πήγε. Η Σαουδική Αραβία
βλέπει τους εκλεκτούς της στη Συρία, όπως η "Στρατιά της Κατάκτησης” να
υποχωρούν υπό το βάρος των ρωσικών επιχειρήσεων, τους Τούρκους
συμμάχους της να παγιδεύονται στην αναζωπύρωση του κουρδικού αντάρτικου,
το Ισλαμικό Κράτος να απειλεί με "απελευθέρωση” της Μέκκας
(πραγματοποίησε άλλωστε το 2015 δύο πολύνεκρες επιθέσεις επί
σαουδαραβικού εδάφους εναντίον της σιιτικής μειονότητας) και τους σιίτες
αντάρτες Χούθι της Υεμένης να αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικοί
απέναντι στην εισβολή του υπό την ηγεσία του Ριάντ συνασπισμού, παρά την
ανθρωπιστική καταστροφή που έχει φέρει ο αποκλεισμός ολόκληρης της
χώρας τους.
Σημειώνεται ότι η εισβολή στην Υεμένη
τον περασμένο Μάρτιο αποτελούσε και την δοκιμασία που θα καθιέρωνε στο
στερέωμα των Σαούντ, τον αγαπημένο υιό και διάδοχο του νέου βασιλιά
Σαλμάν, Μοχάμαντ, επικεφαλής του υπουργείου Άμυνας. Ωστόσο, κατέληξε σε
αδιέξοδο, με τους Χούθι να πραγματοποιούν και εισβολές στη Σαουδαραβική
επικράτεια, την αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου να καλύπτει το κενό
αποκτώντας τον έλεγχο της νότιας Υεμένης και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
να αποσύρονται διακριτικά από τον συνασπισμό, αφήνοντας στη θέση τους
μισθοφόρους από την Κολομβία...
Επιπλέον, ο έτερος συνασπισμός 34
(σουνιτικών) κρατών τον οποίο εξήγγειλε η Σαουδική Αραβία τον Δεκέμβριο
ότι συγκροτεί με διακηρυγμένο στόχο την καταπολέμηση του Ισλαμικού
Κράτους, αλλά πραγματική επιδίωξη την διαιώνιση του κατακερματισμού της
Συρίας και την ανάσχεση της ιρανικής επιρροής, εξελίσσεται σε φάρσα,
καθώς κράτη του Περσικού Κόλπου όπως το Ομάν (που προσβλέπει σε έναν
ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης) ή του ευρύτερου αραβικού
κόσμου, όπως η Αλγερία (που βέβαια έχει μακρά πικρή πείρα καταπολέμησης
του ένοπλου ισλαμισμού) αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, ενώ η Μαλαισία
γνωστοποίησε ότι πληροφορήθηκε την "συμμετοχή” της από τα δελτία
ειδήσεων.
Και το κυριότερο: το Πακιστάν, που σε
πλείστες περιπτώσεις στο παρελθόν λειτούργησε ως ο "πεζικάριος” των
Σαούντ φρονίμως επιφυλάσσεται, όπως έπραξε και στην εκστρατεία κατά της
Υεμένης. Μάλιστα η προγραμματισμένη επίσκεψη του Σαουδάραβα υπουργού
Εξωτερικών στο Ισλαμαμπάντ, για να δελεασθεί η πακιστανική κυβέρνηση να
συμμετάσχει, ακυρώθηκε λόγω της διπλωματικής θύελλας που ξεσήκωσε η
εκτέλεση του Nimr al-Nimr.
Ο Οίκος των Σαούντ έχει πλέον απέναντί
του όχι μόνο τη Ρωσία, αλλά ουσιαστικά και την Κίνα - η οποία ανησυχεί
για την διείσδυση του τζιχαντισμού, με σαουδαραβική διευκόλυνση, στις
μουσουλμανικές δυτικές επαρχίες της, τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων
μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης και, κυρίως, αναπροσαρμόζει εις βάρος του
βασιλείου τις ροές ενεργειακής τροφοδοσίας της, τετραπλασιάζοντας από το
2010 τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Όσο για τις σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής
Αραβίας σκιάζονται από την αμοιβαία καχυποψία, με τους Σαούντ να μην
συγχωρούν στον Obama την ανοχή του προς την "Αραβική Άνοιξη”, και δη την
πτώση του Hosni Mubarak στην Αίγυπτο, την υπογραφή συμφωνίας με το Ιράν
για το πυρηνικό του πρόγραμμα, καθώς και την απροθυμία ανάληψης
ευρύτερης αμερικανικής επιχείρησης για την προώθηση της "αλλαγής
καθεστώτος” στη Δαμασκό.
Ακόμη και το ευρωπαϊκά κράτη που
"δωροδοκούνται” από τα θηριώδη εξοπλιστικά συμβόλαια της Σαουδικής
Αραβίας αισθάνονται πλέον υποχρεωμένα να πάρουν δημοσίως τις αποστάσεις
τους μετά την εκτέλεση του Nimr al-Nimr, η οποία, όπως φανερώνουν ήδη οι
αντιδράσεις του Ιράν, του Ιράκ και της Χεζμπολλάχ, αποτέλεσε μια
ηθελημένη "φυγή προς τα εμπρός” των Σαούντ, ώστε να παροξυνθούν, εν
είδει "αυτοεκπληρούμενης προφητείας”, οι εντάσεις μεταξύ σουνιτών και
σιιτών σε όλη την περιοχή.
Διαβάστε ακόμη: