24 Σεπτεμβρίου 2015

Δημοκρατική αποσύνθεση a la turca


 Wiltse Evren Celik  -Πώς ο «ουδέτερος» πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ακόμη και μετά τις εκλογικές απώλειες του κόμματός του επιχειρεί να νομιμοποιήσει τις de facto προεδρικές υπερεξουσίες του
Αυτό που επιδιώκει o Ερντογάν με τον αυταρχισμό του είναι η καθεστωτική αλλαγή με ένα εντελώς νέο σύνταγμα και έναν σκοπό: να νομιμοποιήσει τις προεδρικές υπερεξουσίες του
Για τους εξωτερικούς παρατηρητές η Τουρκία μπορεί να μοιάζει με μια παράλογα πολωμένη χώρα όπου ο μισός πληθυσμός λατρεύει έναν χαρισματικό ηγέτη ενώ ο άλλος μισός τον απεχθάνεται. Αντί να συμβάλω σε αυτή τη μάταιη συζήτηση, θα προσπαθήσω να εξηγήσω την κρίση με ένα δημοκρατικό μέτρο σύγκρισης. Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τις δημοκρατικές παραβιάσεις του πρώτου λαϊκά εκλεγμένου προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρόεδρος Ερντογάν δικαιολογεί την κάθε του κίνηση με το 52% της λαϊκής υποστήριξης που έλαβε στις προεδρικές εκλογές το 2014. Ωστόσο ο υπόλοιπος πληθυσμός αυτό το θεωρεί χοντροκομμένο πλειοψηφισμό. Του ασκείται συστηματική κριτική ότι επιβάλλει τη θέληση του 52% στους υπόλοιπους. Είναι λοιπόν ο Ερντογάν ένα προπύργιο της δημοκρατίας και της λαϊκής βούλησης; Είναι ένα αουσάιντερ με ταπεινές ρίζες, που στάθηκε ενάντια στους ελιτιστές θεματοφύλακες του τουρκικού κράτους;

Καταιγισμός νομικών και συνταγματικών παραβιάσεων
Πρόκειται για ερωτήματα με έντονο πολιτικό και συναισθηματικό φορτίο. Ωστόσο αντανακλούν την οπτική τού πυρήνα των υποστηρικτών του Ερντογάν: των ψηφοφόρων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Ευτυχώς οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν ανακαλύψει συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια για να αξιολογούν τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των πολιτικών ηγετών. Ενα τέτοιο κριτήριο είναι το κράτος δικαίου. Αυτό υποχρεώνει τους πολιτικούς δρώντες να συνδέονται με το υπάρχον νομικό πλαίσιο της χώρας (το σύνταγμα, τους νόμους, τις δικαστικές αποφάσεις κ.τ.λ.). Για να το θέσουμε απλά, αν ισχυρίζεσαι ότι είσαι δημοκρατία, από τη στιγμή που θεσπίζονται οι νόμοι πορεύεσαι με αυτούς και κανένας δεν είναι πάνω από αυτούς.

Αν και έχει διακοπεί από πολλαπλά στρατιωτικά πραξικοπήματα (το 1960, το 1971, το 1980 και το 1998), η Τουρκία διαθέτει μια κοινοβουλευτική παράδοση από τη δεκαετία του 1920. Επομένως ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο έχουν την εκτελεστική εξουσία, ενώ ο θεσμός του προέδρου είναι περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα. Το 2007, όταν η Τουρκία βίωσε ένα αδιέξοδο στην εκλογή του προέδρου με ένα Κοινοβούλιο κυριαρχούμενο από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το πολιτικά έμπειρο AKP έσπευσε να επέμβει. Οχι μόνο προκήρυξε πρόωρες εκλογές, αλλά έκανε δημοψήφισμα για να εκλέγεται ο πρόεδρος με τη λαϊκή ψήφο. Στο δημοψήφισμα το φθινόπωρο του 2007 το 68% των Τούρκων συμφώνησε με αυτό.

Επίσης συμφώνησε να τροποποιηθεί το άρθρο 101 του συντάγματος. Οποιος εκλεγόταν πρόεδρος θα υποχρεωνόταν να διακόψει τους δεσμούς με το πολιτικό του κόμμα. Αυτό ήταν το νομικό πλαίσιο όταν εξελέγη ο Ερντογάν, τον Αύγουστο του 2014. Επιπροσθέτως ο όρκος του προέδρου περιλαμβάνει ρητές δηλώσεις για πολιτική και κομματική ουδετερότητα. Δυστυχώς ένας καταιγισμός νομικών και συνταγματικών παραβιάσεων ακολούθησε από τη στιγμή που ο Ερντογάν εξελέγη. Σε αντίθεση με τη συνταγματική τροποποίηση που το κόμμα του επεδίωξε, ο Ερντογάν δεν διέκοψε τους δεσμούς του με το AKP όταν ανέλαβε το αξίωμα. Στην πραγματικότητα περιχαρακώθηκε ακόμη περισσότερο στην κομματική πολιτική, επιλέγοντας ο ίδιος τον διάδοχό του, τον Αχμέτ Νταβούτογλου, αντί να επιτρέψει στα μέλη του κόμματός του να επιλέξουν τον αρχηγό τους.

Σουλτάνος με 1.100 δωμάτια στη «Φάρμα του Ατατούρκ»
Η δεύτερη μεγάλη αντιπαράθεση προέκυψε με το «Παλάτι». Οταν ο Ερντογάν ήταν ακόμη πρωθυπουργός, ένα μεγάλο συγκρότημα κατασκευάστηκε στη μοναδική πράσινη έκταση που είχε απομείνει στην καρδιά της Αγκυρας για να στεγάσει τα γραφεία του πρωθυπουργού. Με όνομα «Φάρμα του Ατατούρκ» αυτή ήταν ένα κομμάτι γης που είχε παραχωρήσει αποκλειστικά ο ιδρυτής της Τουρκίας για αγροτικούς σκοπούς. Πολλές ρήτρες στον τίτλο αλλά και στη διαθήκη του Ατατούρκ απαγόρευαν αυστηρά τη χρήση αυτής της έκτασης για άλλον σκοπό. Αυτό ως τη στιγμή που ο Ερντογάν έβαλε στόχο να υλοποιήσει τα σχέδιά του.

Παρά τις πολλαπλές δικαστικές αποφάσεις για να σταματήσει η κατασκευή, τελικά χτίστηκε ένα τεράστιο συγκρότημα για τον πρωθυπουργό στη Φάρμα. Από τη στιγμή που ο Ερντογάν εξελέγη πρόεδρος, άλλαξαν οι τίτλοι, και έγινε το Προεδρικό Παλάτι με τα 1.100 δωμάτια. Αποφάσεις του δικαστηρίου που καταδίκαζαν αυτό το έργο συνέχισαν να βγαίνουν, αλλά o Ερντογάν αδιαφόρησε. Αμφισβήτησε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο την επόμενη ημέρα: «Ας το γκρεμίσουν αν έχουν τη δύναμη!». Η ωμή αδιαφορία προς τους νόμους και τους κανόνες της δημοκρατίας συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της προεδρίας του. Ενώ ως πρόεδρος ορκίστηκε να είναι «ουδέτερος», ξεκίνησε προεκλογικές εκστρατείες με δημόσιο χρήμα σε σχεδόν κάθε πόλη πριν από τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Ζήτησε ξεκάθαρα 400 έδρες για το κόμμα του. Οι ψηφοφόροι απάντησαν διατυπώνοντας μια σοβαρή προειδοποίηση προς το κόμμα του στις εκλογές.

Ωστόσο, δεδομένων των προηγούμενων ενεργειών του, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο Ερντογάν εξακολουθεί να περιφρονεί τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, ακόμη και μετά τις εκλογικές απώλειες του κόμματός του. Στις εκλογές του Ιουνίου το εκλογικό σώμα δεν έδωσε στον Ερντογάν την πλειοψηφία για να κυβερνήσει. Υπό αυτές τις συνθήκες, το δικαίωμα δημιουργίας συνασπισμού περνά από το μεγαλύτερο στο μικρότερο κόμμα με ένα χρονικό περιθώριο 45 ημερών. Ο πρόεδρος έδωσε σκοπίμως αυτό το δικαίωμα μόνο στο AKP και περίμενε ώσπου να περάσει αυτό το διάστημα. Ετσι ο Ερντογάν αποστέρησε από τα υπόλοιπα κόμματα την ευκαιρία να σχηματίσουν συνασπισμό, ακόμη και αν μαζί συγκεντρώνουν τις 292 από τις 500 έδρες στο Κοινοβούλιο.

Η τουρκική πολιτική θα παραμείνει ένα περιβάλλον ασφυκτικό για τους υπερμάχους της δημοκρατίας, καθώς ο «ουδέτερος» πρόεδρος συνεχίζει την προεκλογική εκστρατεία του σε όλη τη χώρα. Αλλά αυτή τη φορά 400 βουλευτές για το κόμμα του δεν είναι αρκετοί. Αυτό που θέλει είναι η καθεστωτική αλλαγή με ένα εντελώς νέο σύνταγμα και έναν σκοπό: να νομιμοποιήσει τις de facto προεδρικές υπερεξουσίες του.

Το άρθρο έγραψε αποκλειστικά για «To Βήμα» η Evren Celik Wiltse, βοηθός καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νότιας Ντακότα στις Ηνωμένες Πολιτείες.