Στέλιος Ελληνιάδης Όταν
πρωτογνώρισα τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ
που είχε φτάσει ψηλά στην κομματική ιεραρχία, η υπόθεση του
μικρασιατικού πολιτισμού ήταν εκτός συζήτησης στο δημόσιο χώρο. Μόνο το
σμυρνέικο τραγούδι είχε επανέλθει στο προσκήνιο μέσα από την αναβίωση
του ρεμπέτικου και τη μεγάλη επιτυχία που είχαν οι νεότερες εκτελέσεις
μερικών υπέροχων τραγουδιών από τη Γλυκερία με τη συμβολή του
αριστοτέχνη του σαντουριού Αριστείδη Μόσχου. Και η δική μας παρέα, γύρω
από το περιοδικό «ντέφι», που πρόβαλε τον πολιτισμό της Ανατολής, είχε
κατηγορηθεί για εθνικιστική απόκλιση!
Ο Χαραλαμπίδης τόνιζε ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, αφού η νεότερη, του μικρασιατικού, θρακικού και ποντιακού, δεν διδασκόταν στα σχολεία. Και σ’ αυτό έβρισκα ενδιαφέρουσα την προσπάθειά του να επαναφέρει στο προσκήνιο τη λησμονημένη ιστορία, σε συνδυασμό με τις απόψεις του για μια εναλλακτική παραγωγική ανασυγκρότηση. Σταδιακά, όμως, όλο αυτό το «σχέδιο» απορροφήθηκε από τη μεγάλη απήχηση που βρήκε η πτυχή της «ποντιακής γενοκτονίας» που γρήγορα αυτονομήθηκε και το θέμα της αναγνώρισής της έγινε ο αποκλειστικός στόχος όλων των εμπλεκομένων που συνεχώς αυξάνονταν. Στη δεκαετία του 1980, δημιουργήθηκαν δυνατότητες αναθεώρησης της καθεστηκυίας ιστορίας. Ήταν η εποχή που οξύνονταν οι εθνικές αντιθέσεις στα Βαλκάνια και ιδιαιτέρως στη Γιουγκοσλαβία όπου ο θάνατος του Τίτο, το 1980, ακολουθήθηκε από διαλυτικές τάσεις στο πολυεθνικό κράτος, από την ομόσπονδη Κροατία ως την ομόσπονδη Μακεδονία. Η εποχή που, λίγο αργότερα, λόγω της κατάρρευσης και διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισαν να συρρέουν στην Ελλάδα κατά δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες από τη Γεωργία, το Καζαχστάν και τη νότια Ρωσία. Την εποχή του μεγάλου συλλαλητηρίου για το όνομα της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, το 1992. Ξεκληρισμένοι, με ελάχιστα υπάρχοντα που τα πουλούσαν κομμάτι-κομμάτι στις λαϊκές αγορές, διασκορπίζονταν στη χώρα, φτωχοί και άμαθοι στον καπιταλισμό, μιλώντας μόνο ρώσικα, τούρκικα ή ποντιακά. Στην Ελλάδα δεν θεωρούνταν γνήσιοι Έλληνες, όπως ένιωθαν, αλλά Ρώσοι ή Ρωσοπόντιοι όπως αποκαλούνταν από τους γηγενείς. Σ’ αυτό το «έδαφος», η σπίθα του Χαραλαμπίδη έπιασε και φούντωσε. Η επίκληση της ρίζας τους, της μικρασιατικής καταγωγής των γονιών και των παππούδων τους, προσφερόταν για την αποκατάσταση της εθνικής τους ταυτότητας στα μάτια των Ελλαδιτών που την λοιδορούσαν. Και η αναμόχλευση των τραγωδιών, των διωγμών και κατατρεγμών, έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσπάθεια ενσωμάτωσής τους σε πιο ισότιμη βάση. Η «γενοκτονία» προσφερόταν σαν ενοποιητικό στοιχείο ενός κόσμου που είχε χάσει τα πάντα και είχε βρεθεί στο χαμηλό στάτους του ξένου μετανάστη.
Ρουμ και Γκρεκ
Στη Σοβιετική Ένωση, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αυτόχθονες, μετανάστες και πρόσφυγες, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναμοχλεύσουν τη μικρασιατική καταστροφή, γιατί ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εθνική τους καταγωγή. Αντιθέτως, ήταν τόσο βεβαιωμένη που τους δημιούργησε προβλήματα με το καθεστώς σε κάποιες φάσης της ιστορίας. Στη Σοβιετική Ένωση, όλοι οι Έλληνες, της Μικράς Ασίας, της Κριμαίας, της Μαριούπολης ή της Οδησσού, ήταν «γκρεκ» και έτσι καταγράφονταν στις απογραφές του πληθυσμού. Όπως ήταν «ρουμ» στην Τουρκία. Μόνο στην Ελλάδα, η ταυτότητά τους αμφισβητήθηκε. Και πάνω σ’ αυτή την αμφισβήτηση, αναπτύχθηκε σαν κοινό τους στοιχείο το ζήτημα της «γενοκτονίας», που γεφύρωνε το χάσμα με τους εντόπιους και τους διαχώριζε από τους ξένους. Είχε αλήθεια, είχε ταυτότητα, είχε μαχητικότητα, είχε προσφυγιά, είχε και συντριβή. Γύρω, όμως, από τη γενοκτονία στήθηκε μεθοδικά ένα ολόκληρο οικοδόμημα που δεν ήταν καθόλου αθώο.
Από τον ερχομό τους στην Ελλάδα, οι Έλληνες του Πόντου, όπως τους αποκαλεί ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στις 900 σελίδες του ιστορικού του έργου «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», έγιναν υποχρεωτικά «Πόντιοι». Από Ρωμιοί και Έλληνες, ρουμ και γκρεκ, όπως οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν επί αιώνες ανάλογα με τη γλώσσα που μιλούσαν, όπως και οι Έλληνες της Πόλης, της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας κ.λπ., μετονομάσθηκαν από τους ντόπιους ιθύνοντες σε σκέτο «Πόντιοι». Έτσι, όχι μόνο αποκόπηκαν από το σώμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αλλά και από τους Έλληνες των Βαλκανίων, της ανατολικής Θράκης και της Ελλάδας. Αναγορεύτηκαν σε άλλο σώμα, γύρω από το οποίο χτίστηκε μια ξεχωριστή εθνική αφήγηση που εξυπηρετούσε τη χειραγώγηση αυτού του σημαντικού κομματιού του Ελληνισμού, το οποίο ως νιόφερτο ήταν πιο ευάλωτο.
Ιδρύθηκαν εκατοντάδες νέοι σύλλογοι που, μαζί με τους παλιότερους που είχαν ιδρυθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, δημιούργησαν ένα κίνημα μέσα από το οποίο ξεπήδησαν αμέτρητα χορευτικά και μουσικά συγκροτήματα, κυρίως από νεολαίους, που εμπλούτισαν με πλούσιο και όμορφο υλικό το καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας και ανέδειξαν την παρουσία των Ελλήνων του Πόντου. Αλλά όλα αυτά τέθηκαν στην υπηρεσία της «γενοκτονίας».
Το ζήτημα της «γενοκτονίας» έγινε γρήγορα αποδεκτό από παλιούς και νέους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, σοσιαλιστές και εθνικιστές, φτωχούς και επιχειρηματίες, εργάτες και πανεπιστημιακούς, πολιτικούς, απόστρατους στρατιωτικούς και παπάδες. Ένωνε και προσανατόλιζε, ενώ ταυτόχρονα αποσπούσε την προσοχή από τρέχοντα πιεστικά προβλήματα που βασάνιζαν τους ανθρώπους παραμένοντας άλυτα.
Η Συνέχεια ΕΔΩ- See more at: http://www.e-dromos.gr/oi-ellines-tou-pontou-kai-i-viotexnia-tis-genoktonias/#sthash.hqf2bHb7.dpuf
Ο Χαραλαμπίδης τόνιζε ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, αφού η νεότερη, του μικρασιατικού, θρακικού και ποντιακού, δεν διδασκόταν στα σχολεία. Και σ’ αυτό έβρισκα ενδιαφέρουσα την προσπάθειά του να επαναφέρει στο προσκήνιο τη λησμονημένη ιστορία, σε συνδυασμό με τις απόψεις του για μια εναλλακτική παραγωγική ανασυγκρότηση. Σταδιακά, όμως, όλο αυτό το «σχέδιο» απορροφήθηκε από τη μεγάλη απήχηση που βρήκε η πτυχή της «ποντιακής γενοκτονίας» που γρήγορα αυτονομήθηκε και το θέμα της αναγνώρισής της έγινε ο αποκλειστικός στόχος όλων των εμπλεκομένων που συνεχώς αυξάνονταν. Στη δεκαετία του 1980, δημιουργήθηκαν δυνατότητες αναθεώρησης της καθεστηκυίας ιστορίας. Ήταν η εποχή που οξύνονταν οι εθνικές αντιθέσεις στα Βαλκάνια και ιδιαιτέρως στη Γιουγκοσλαβία όπου ο θάνατος του Τίτο, το 1980, ακολουθήθηκε από διαλυτικές τάσεις στο πολυεθνικό κράτος, από την ομόσπονδη Κροατία ως την ομόσπονδη Μακεδονία. Η εποχή που, λίγο αργότερα, λόγω της κατάρρευσης και διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισαν να συρρέουν στην Ελλάδα κατά δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες από τη Γεωργία, το Καζαχστάν και τη νότια Ρωσία. Την εποχή του μεγάλου συλλαλητηρίου για το όνομα της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, το 1992. Ξεκληρισμένοι, με ελάχιστα υπάρχοντα που τα πουλούσαν κομμάτι-κομμάτι στις λαϊκές αγορές, διασκορπίζονταν στη χώρα, φτωχοί και άμαθοι στον καπιταλισμό, μιλώντας μόνο ρώσικα, τούρκικα ή ποντιακά. Στην Ελλάδα δεν θεωρούνταν γνήσιοι Έλληνες, όπως ένιωθαν, αλλά Ρώσοι ή Ρωσοπόντιοι όπως αποκαλούνταν από τους γηγενείς. Σ’ αυτό το «έδαφος», η σπίθα του Χαραλαμπίδη έπιασε και φούντωσε. Η επίκληση της ρίζας τους, της μικρασιατικής καταγωγής των γονιών και των παππούδων τους, προσφερόταν για την αποκατάσταση της εθνικής τους ταυτότητας στα μάτια των Ελλαδιτών που την λοιδορούσαν. Και η αναμόχλευση των τραγωδιών, των διωγμών και κατατρεγμών, έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσπάθεια ενσωμάτωσής τους σε πιο ισότιμη βάση. Η «γενοκτονία» προσφερόταν σαν ενοποιητικό στοιχείο ενός κόσμου που είχε χάσει τα πάντα και είχε βρεθεί στο χαμηλό στάτους του ξένου μετανάστη.
Ρουμ και Γκρεκ
Στη Σοβιετική Ένωση, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αυτόχθονες, μετανάστες και πρόσφυγες, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναμοχλεύσουν τη μικρασιατική καταστροφή, γιατί ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εθνική τους καταγωγή. Αντιθέτως, ήταν τόσο βεβαιωμένη που τους δημιούργησε προβλήματα με το καθεστώς σε κάποιες φάσης της ιστορίας. Στη Σοβιετική Ένωση, όλοι οι Έλληνες, της Μικράς Ασίας, της Κριμαίας, της Μαριούπολης ή της Οδησσού, ήταν «γκρεκ» και έτσι καταγράφονταν στις απογραφές του πληθυσμού. Όπως ήταν «ρουμ» στην Τουρκία. Μόνο στην Ελλάδα, η ταυτότητά τους αμφισβητήθηκε. Και πάνω σ’ αυτή την αμφισβήτηση, αναπτύχθηκε σαν κοινό τους στοιχείο το ζήτημα της «γενοκτονίας», που γεφύρωνε το χάσμα με τους εντόπιους και τους διαχώριζε από τους ξένους. Είχε αλήθεια, είχε ταυτότητα, είχε μαχητικότητα, είχε προσφυγιά, είχε και συντριβή. Γύρω, όμως, από τη γενοκτονία στήθηκε μεθοδικά ένα ολόκληρο οικοδόμημα που δεν ήταν καθόλου αθώο.
Από τον ερχομό τους στην Ελλάδα, οι Έλληνες του Πόντου, όπως τους αποκαλεί ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στις 900 σελίδες του ιστορικού του έργου «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», έγιναν υποχρεωτικά «Πόντιοι». Από Ρωμιοί και Έλληνες, ρουμ και γκρεκ, όπως οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν επί αιώνες ανάλογα με τη γλώσσα που μιλούσαν, όπως και οι Έλληνες της Πόλης, της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας κ.λπ., μετονομάσθηκαν από τους ντόπιους ιθύνοντες σε σκέτο «Πόντιοι». Έτσι, όχι μόνο αποκόπηκαν από το σώμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αλλά και από τους Έλληνες των Βαλκανίων, της ανατολικής Θράκης και της Ελλάδας. Αναγορεύτηκαν σε άλλο σώμα, γύρω από το οποίο χτίστηκε μια ξεχωριστή εθνική αφήγηση που εξυπηρετούσε τη χειραγώγηση αυτού του σημαντικού κομματιού του Ελληνισμού, το οποίο ως νιόφερτο ήταν πιο ευάλωτο.
Ιδρύθηκαν εκατοντάδες νέοι σύλλογοι που, μαζί με τους παλιότερους που είχαν ιδρυθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, δημιούργησαν ένα κίνημα μέσα από το οποίο ξεπήδησαν αμέτρητα χορευτικά και μουσικά συγκροτήματα, κυρίως από νεολαίους, που εμπλούτισαν με πλούσιο και όμορφο υλικό το καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας και ανέδειξαν την παρουσία των Ελλήνων του Πόντου. Αλλά όλα αυτά τέθηκαν στην υπηρεσία της «γενοκτονίας».
Το ζήτημα της «γενοκτονίας» έγινε γρήγορα αποδεκτό από παλιούς και νέους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, σοσιαλιστές και εθνικιστές, φτωχούς και επιχειρηματίες, εργάτες και πανεπιστημιακούς, πολιτικούς, απόστρατους στρατιωτικούς και παπάδες. Ένωνε και προσανατόλιζε, ενώ ταυτόχρονα αποσπούσε την προσοχή από τρέχοντα πιεστικά προβλήματα που βασάνιζαν τους ανθρώπους παραμένοντας άλυτα.
Η Συνέχεια ΕΔΩ- See more at: http://www.e-dromos.gr/oi-ellines-tou-pontou-kai-i-viotexnia-tis-genoktonias/#sthash.hqf2bHb7.dpuf