Του Σπύρου Ασδραχά*
Ο φόβος έχει πολλές αφορμές και διαφορετικά αποτελέσματα. Δεν θα μιλήσω για τον φόβο που σου προκαλεί ο άλλος ή ένα φυσικό φαινόμενο, ένας σεισμός λόγου χάρη. Θα αναφερθώ στον φόβο εκείνον που κάποιος τον προκαλεί ο ίδιος, δηλαδή στην ανάγκη του φόβου. Αυτή η ανάγκη μπορεί να είναι αποτέλεσμα της διάθεσης σου να φύγεις από την αδράνεια και την χαύνωση.
Κάποτε ο Πιέρ Μπουρντιέ σ’ ένα του κείμενο είχε, απ’ όσο θυμάμαι, την φράση «κάνε μπου για να φοβηθώ».Πρόκειται για τον φόβο- αφύπνιση. Υπάρχει ωστόσο ο φόβος που αποσκοπεί στην αποφυγή της αφύπνισης.
Στο μέτρο όπου από ενστικτώδης γίνεται έλλογη κίνηση τότε ο φόβος μπορεί να υιοθετήσει το παράλογο, να γίνει υποδοχή της διαστρέβλωσης. Αυτή η μετάβαση από το έλλογο στο παράλογο συνιστά μια σχιζοφρένεια την οποία ζούμε στις μέρες μας σε διάφορα επίπεδα ένα από τα οποία είναι εκείνο που ορίζει την αντίθεση στο δημοψήφισμα.
Η άρση του όχι στην καθυπόταξη έχει ως ψυχολογική ανάγκη τον εσωτερικευμένο φόβο που σου προκαλεί ο άλλος. Με άλλα λόγια μια εσωτερική ανάγκη να μην αλλάξεις τους όρους στη ζωή σου διακινδυνεύοντας να υιοθετήσεις το καλύτερο, που το καθιστά καλύτερο εξ αντικειμένου η δυσφορία του πραγματικού. Με απλά λόγια αυτοί που θέλουν να φοβηθούν κι όχι εκείνοι που θέλουν να φοβίσουν έχουν εγκλωβιστεί στην άκριτη παραδοχή των όρων μιας ζωής που δεν τους ταιριάζει, δεν τους ωφελεί, δεν τους δίνει καμία διέξοδο. Είναι ο φόβος των «φρονήμων» που προτιμούν τον αργό θάνατο που ξεκινά από έναν υποφερτό πόνο με κατάληξη τον πόνο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο.
Σ’ αυτή την υποκειμενική ανάγκη του φόβου επενδύουν όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν στοιχειώδεις αντιστάσεις που διαθέτει ένας ζωντανός οργανισμός, στην περίπτωση μας μια καθιμαγμένη κοινωνία.
Το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν τα άτομα εκείνα που έχουν αποδεσμευτεί από την ανάγκη του φόβου και αντιμάχονται τους όρους της ανυπόφορης ζωής, διακινδυνεύοντας έστω και τη συντριβή τους, τη συντριβή εκείνη που γυμνός κάποιος προσπαθεί με το ακόντιο στο χέρι να αντιταχθεί στα πάντσερ του εισβολέα.
Μόνο που τα σημερινά πάντσερ δεν είναι μεταλλικά αλλά οικονομικά, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι δεν έχουν ερπύστριες. Το δημοψήφισμα ενδέχεται ,όπως εύχομαι ,να δείξει ότι και στις ερπύστριες της οικονομίας μπορεί να βρεθεί το αντίδοτο. Λένε ότι οι φαντάροι μας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία έριχναν στις ερπύστριες των τανκς κουβέρτες κι έτσι τα ακινητοποιούσαν.
Το ΟΧΙ της επόμενης Κυριακής ας ελπίσουμε ότι θα συντίθεται από διαφορετικούς λόγους, με κοινή ωστόσο αναγωγή εκείνη που υπερασπίζεται την ανεξαρτησία μίας χώρας που έχει συγκροτηθεί σε έθνος, όσο κι αν η τελευταία λέξη έχει παραμορφωθεί, ως αποτέλεσμα του λεγόμενου παραδόξου των εθνών, σύμφωνα με το οποίο ό,τι ένα έθνος θεωρεί ως δικό του συστατικό θεμελιώδες στοιχείο, δεν το αναγνωρίζει για τα άλλα έθνη.
Ας διεκδικήσουμε αυτό το συστατικό στοιχείο του δικού μας έθνους σήμερα, γνωρίζοντας το αντίστοιχο των άλλων εθνών -χωρίς τούτο να σημαίνει αποδοχή των επιθετικών οικονομικών ηγεμονιών- που παρά τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, διατηρεί και ενισχύει τα εδαφικά και εθνικά του χαρακτηριστικά.
* Ο Σπύρος Ασδραχάς είναι ιστορικός
Ο φόβος έχει πολλές αφορμές και διαφορετικά αποτελέσματα. Δεν θα μιλήσω για τον φόβο που σου προκαλεί ο άλλος ή ένα φυσικό φαινόμενο, ένας σεισμός λόγου χάρη. Θα αναφερθώ στον φόβο εκείνον που κάποιος τον προκαλεί ο ίδιος, δηλαδή στην ανάγκη του φόβου. Αυτή η ανάγκη μπορεί να είναι αποτέλεσμα της διάθεσης σου να φύγεις από την αδράνεια και την χαύνωση.
Κάποτε ο Πιέρ Μπουρντιέ σ’ ένα του κείμενο είχε, απ’ όσο θυμάμαι, την φράση «κάνε μπου για να φοβηθώ».Πρόκειται για τον φόβο- αφύπνιση. Υπάρχει ωστόσο ο φόβος που αποσκοπεί στην αποφυγή της αφύπνισης.
Στο μέτρο όπου από ενστικτώδης γίνεται έλλογη κίνηση τότε ο φόβος μπορεί να υιοθετήσει το παράλογο, να γίνει υποδοχή της διαστρέβλωσης. Αυτή η μετάβαση από το έλλογο στο παράλογο συνιστά μια σχιζοφρένεια την οποία ζούμε στις μέρες μας σε διάφορα επίπεδα ένα από τα οποία είναι εκείνο που ορίζει την αντίθεση στο δημοψήφισμα.
Η άρση του όχι στην καθυπόταξη έχει ως ψυχολογική ανάγκη τον εσωτερικευμένο φόβο που σου προκαλεί ο άλλος. Με άλλα λόγια μια εσωτερική ανάγκη να μην αλλάξεις τους όρους στη ζωή σου διακινδυνεύοντας να υιοθετήσεις το καλύτερο, που το καθιστά καλύτερο εξ αντικειμένου η δυσφορία του πραγματικού. Με απλά λόγια αυτοί που θέλουν να φοβηθούν κι όχι εκείνοι που θέλουν να φοβίσουν έχουν εγκλωβιστεί στην άκριτη παραδοχή των όρων μιας ζωής που δεν τους ταιριάζει, δεν τους ωφελεί, δεν τους δίνει καμία διέξοδο. Είναι ο φόβος των «φρονήμων» που προτιμούν τον αργό θάνατο που ξεκινά από έναν υποφερτό πόνο με κατάληξη τον πόνο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο.
Σ’ αυτή την υποκειμενική ανάγκη του φόβου επενδύουν όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν στοιχειώδεις αντιστάσεις που διαθέτει ένας ζωντανός οργανισμός, στην περίπτωση μας μια καθιμαγμένη κοινωνία.
Το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν τα άτομα εκείνα που έχουν αποδεσμευτεί από την ανάγκη του φόβου και αντιμάχονται τους όρους της ανυπόφορης ζωής, διακινδυνεύοντας έστω και τη συντριβή τους, τη συντριβή εκείνη που γυμνός κάποιος προσπαθεί με το ακόντιο στο χέρι να αντιταχθεί στα πάντσερ του εισβολέα.
Μόνο που τα σημερινά πάντσερ δεν είναι μεταλλικά αλλά οικονομικά, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι δεν έχουν ερπύστριες. Το δημοψήφισμα ενδέχεται ,όπως εύχομαι ,να δείξει ότι και στις ερπύστριες της οικονομίας μπορεί να βρεθεί το αντίδοτο. Λένε ότι οι φαντάροι μας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία έριχναν στις ερπύστριες των τανκς κουβέρτες κι έτσι τα ακινητοποιούσαν.
Το ΟΧΙ της επόμενης Κυριακής ας ελπίσουμε ότι θα συντίθεται από διαφορετικούς λόγους, με κοινή ωστόσο αναγωγή εκείνη που υπερασπίζεται την ανεξαρτησία μίας χώρας που έχει συγκροτηθεί σε έθνος, όσο κι αν η τελευταία λέξη έχει παραμορφωθεί, ως αποτέλεσμα του λεγόμενου παραδόξου των εθνών, σύμφωνα με το οποίο ό,τι ένα έθνος θεωρεί ως δικό του συστατικό θεμελιώδες στοιχείο, δεν το αναγνωρίζει για τα άλλα έθνη.
Ας διεκδικήσουμε αυτό το συστατικό στοιχείο του δικού μας έθνους σήμερα, γνωρίζοντας το αντίστοιχο των άλλων εθνών -χωρίς τούτο να σημαίνει αποδοχή των επιθετικών οικονομικών ηγεμονιών- που παρά τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, διατηρεί και ενισχύει τα εδαφικά και εθνικά του χαρακτηριστικά.
* Ο Σπύρος Ασδραχάς είναι ιστορικός