27 Ιουλίου 2015

Μια χούντα, μα ποια χούντα; Γράφουν: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς



Σε μία από τις δημοφιλέστερες αποστροφές κατά την πρόσφατη ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο (8.7.2015), ο πρωθυπουργός αναρωτήθηκε για το νόημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στα πιο αδύναμα κράτη-μέλη της ευρωζώνης: «Αν δεν είναι δικαίωμα μιας κυρίαρχης κυβέρνησης να επιλέξει με ποιον τρόπο θα βρει ισοδύναμα μέτρα για να καλύψει τους απαιτούμενους στόχους, τότε θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια αντίληψη ακραία και αντιδημοκρατική, ότι στις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα δεν θα πρέπει να γίνονται εκλογές, θα πρέπει να διορίζονται κυβερνήσεις, να διορίζονται τεχνοκράτες και αυτοί να αναλαμβάνουν την ευθύνη των αποφάσεων». Το ερώτημα ήταν, φυσικά, ρητορικό. Σε αντίθεση με την επώδυνη συμφωνία του Eurogroup, λίγες μέρες αργότερα, ειδική διάταξη της οποίας ξεκαθαρίζει πως η ελληνική κυβέρνηση από δω και μπρος θα «πρέπει να συμβουλεύεται και να συμφωνεί με τους Θεσμούς σε όλα τα σχέδια νομοθεσίας στους σχετικούς τομείς με επαρκή χρόνο πριν από τη δημόσια διαβούλευση ή το Κοινοβούλιο» –να παίρνει, με άλλα λόγια, το ΟΚ των κλιμακίων της τρόικας προτού λάβει το παραμικρό μέτρο.

Μπορεί οι ατομικές ελευθερίες να μην κινδυνεύουν σήμερα όπως το 1967, οι αντιπροσωπευτικοί όμως θεσμοί έχουν μπει πλέον για τα καλά στον γύψο. Ολοκληρώνοντας, έτσι, τη διαδικασία της σταδιακής εξαΰλωσής τους που ξεκίνησε με την εσπευσμένη επιβολή του πρώτου μνημονίου πριν από πέντε χρόνια και που η εκλογική νίκη της Αριστεράς δεν φάνηκε ικανή ν’ αντιστρέψει.
Οπως ήταν αναμενόμενο, τη φθορά αυτήν του κοινοβουλευτισμού ακολούθησε τα τελευταία χρόνια η δραστική επανεκτίμηση της δικτατορίας του 1967-1974 απ’ όλες τις συνιστώσες της εγχώριας εθνικοφροσύνης. Επανεκτίμηση άλλοτε θορυβώδης κι άλλοτε χαμηλόφωνη, πάντοτε όμως σε στενή συνάρτηση με τα τεκταινόμενα.

Το προπαγανδιστικό μπαράζ που συνόδευσε την επιβολή του πρώτου μνημονίου το 2010 στοχοποίησε, λ.χ., ασύστολα τον πολιτικό κόσμο «της μεταπολίτευσης» εξομοιώνοντας το δημοκρατικό άνοιγμα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 με τις οικονομικές επιλογές της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη και του Κωστάκη Καραμανλή, τοποθετώντας την απαρχή των δεινών του τόπου στο 1974 και αντιδιαστέλλοντας σιωπηρά τη χουντική περίοδο από τη μετέπειτα «σήψη». Εξυπακούεται πως αυτή η διαγραφή της νοερής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ δικτατορίας και δημοκρατίας διευκόλυνε την ανάδειξη, δύο χρόνια αργότερα, ενός ναζιστικού μορφώματος σε κόμμα με μαζική απήχηση και κοινοβουλευτική παρουσία.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που οι εξαγγελίες περί «τέλους της μεταπολίτευσης» οδηγούν στη ρητή ή υπόρρητη (θετική) ανασημασιοδότηση του χουντικού παρελθόντος.

Ηδη κατά τη δεκαετία του ’90 ήταν εμφανής μια προβληματική σχετικοποίηση αυτού του παρελθόντος, άλλοτε με τις καταχρηστικές αλληλοκατηγορίες μεταξύ πολιτικών αντιπάλων για «χουντικές» νοοτροπίες και πρακτικές κι άλλοτε με την απενοχοποιημένη αξιοποίηση «ειδημόνων» από τα χρόνια της «εθνοσωτηρίου»: ο τηλεανακριτής των συλληφθέντων στο Πολυτεχνείο του 1973 (Νίκος Μαστοράκης) συνέβαλε καθοριστικά στο στήσιμο του ΑΝΤ1, ένας ομογενής απολογητής της χούντας (Νίκολας Γκέιτζ) κι ο αντιπρόεδρος της παπαδοπουλικής «Συμβουλευτικής» (Νικόλαος Μέρτζος) διέπρεψαν ως σύμβουλοι του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο κεντρικός προπαγανδιστής της 21ης Απριλίου (Γεώργιος Γεωργαλάς) συνέγραφε τους λόγους και τα βιβλία του Πάνου Καμμένου κ.ο.κ.

Η ξαφνική ανάδειξη του Μακεδονικού στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης επέβαλε άλλωστε τη θετική επαναξιολόγηση ουκ ολίγων χαμηλόβαθμων χουντικών «διαφωτιστών» με ειδίκευση στον αντικομμουνισμό, τη σλαβοφαγία και τον ελληνοκεντρικό ρατσισμό: δυο μέρες μετά το εθνικιστικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης που οργάνωσε ο Μέρτζος, η φιλελεύθερη «Καθημερινή» δεν είχε έτσι κανένα πρόβλημα να διαφημίσει τον Κώστα Πλεύρη σαν έναν «διαπρεπή αναλυτή, σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο, ιστορικό, φιλόλογο και νομικό», που «παρουσιάζει κατά τρόπο μοναδικό τις αξίες της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς» (16.2.1992).

Τα τελικά αποτελέσματα αυτής της απενοχοποίησης δεν άργησαν να φανούν.
Ενώ το 1985 μόλις 5,7% των ερωτηθέντων σε έρευνα του ΕΚΚΕ είχε καλή γνώμη για τη χούντα, το 1997 σε αντίστοιχο γκάλοπ του ΚΠΕΕ το 15,4% θεωρούσε πως η δικτατορία «έκανε βασικά καλό στην Ελλάδα», ένα 39,3% τής αναγνώριζε κάποιες καλές πλευρές κι 6,7% απέφυγε ν’ αποφανθεί σχετικά («Ελευθεροτυπία», 11.3.1997). Εντυπωσιακή ήταν επίσης η υπερσυγκέντρωση φιλοχουντικών μεταξύ των οπαδών της Ν.Δ., που καταγράφηκε στην ίδια σφυγμομέτρηση: μόλις ένας στους πέντε απέρριπτε ρητά την «εθνοσωτήριο» (19,4%), ένας στους τέσσερις την έκρινε θετικά (25,3%) κι ένας στους δύο τής αναγνώριζε κάποιες θετικές όψεις (49,1%).

Στους μνημονιακούς καιρούς μας, πάλι, η αναθεώρηση του δικτατορικού παρελθόντος από τους προπαγανδιστές του «μεσαίου χώρου» παίρνει συνήθως δύο μορφές, συμπληρωματικές επί της ουσίας μεταξύ τους.

«Λαϊκιστές» και «παντομίμα»
Η εντυπωσιακότερη προβολή της πρώτης εκδοχής έγινε τον περασμένο Νοέμβριο, στο ιστορικό συνέδριο «Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας» που οργάνωσε το άκρως επίσημο «Ιδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία». Στην εναρκτήρια εισήγησή του, που έφερε τον τίτλο «Απαρχές και χαρακτήρας της δικτατορίας των συνταγματαρχών: μια επανεκτίμηση», ο πρόεδρος της επιστημονικής υπηρεσίας του Ιδρύματος της Βουλής, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στέλεχος του κομματικού think tank της Ν.Δ. (Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής), Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ισχυρίστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ πως οι πραξικοπηματίες του 1967 δεν συνδέονταν ούτε με τη μεταπολεμική δεξιά ούτε με τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά αποτελούσαν πολιτική έκφραση ενός περιθωριακού «αντιδυτικού», «λαϊκιστικού» και «τριτοκοσμικού» (δηλαδή αντιιμπεριαλιστικού) πνεύματος «με κύρια στοιχεία την εθνικιστική υστερία, μια ψευδοσοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική ρητορεία, μια απίθανα βίαιη εχθρότητα απέναντι στην “πλουτοκρατία” και το “σύστημα”» –επί λέξει, «συγκαταλέγονταν στους “αγανακτισμένους” εκείνης της εποχής», το δε καθεστώς τους υπήρξε «μια από τις επώδυνες κορυφώσεις (δυστυχώς όχι η μόνη) του ελληνικού λαϊκισμού και επαρχιωτισμού».
Μεγάλο μέρος της εισήγησης του κ. Χατζηβασιλείου εστιάστηκε στην προσπάθειά του ν’ αποσυνδέσει τη δικτατορία από τους πυλώνες του μετεμφυλιακού καθεστώτος – τον ΙΔΕΑ, τα ανάκτορα, την πολιτική ηγεσία της ΕΡΕ και, πάνω απ’ όλα, τις ΗΠΑ.
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
Ο Παπαδόπουλος το 1965 σε κυνήγι αγριογούρουνου με τους πράκτορες της CIA Τζον Φατσέα και Τζορτζ Στίβενς

  Αποφασισμένος να καταρρίψει το «ριζωμένο στερεότυπο», πως «η χούντα εξέφρασε τη δυτική πολιτική της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και υπήρξε η φυσική εξέλιξη του αντικομμουνισμού του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος», όχι μόνο ισχυρίστηκε με κάθε σοβαρότητα ότι «δεν υπάρχει ούτε ένα έργο, βασισμένο έστω και στοιχειωδώς σε αρχειακό υλικό, που να υποστηρίζει ότι η χούντα υπήρξε το αποτέλεσμα αμερικανικής επιβολής», αλλά και προχώρησε σε μια πρωτότυπη, προσωπική ερμηνεία για την «απουσία» κάθε δεσμού μεταξύ των πραξικοπηματιών και της CIA:

«Συναφής με τη θεωρία συνωμοσίας του ξένου δακτύλου είναι η προβολή κάποιου επιχειρήματος, ότι οι δικτάτορες είχαν εκπαιδευθεί σε υπηρεσίες πληροφοριών και επιχειρήσεις καταστολής απ’ τους Αμερικανούς και τη CIA και επομένως εξέφραζαν μία δυτική ψυχροπολεμική κοσμοθεωρία.
» Αλλά ακόμη και το επιχείρημα αυτό δεν είναι ακριβές. Το πρωί της 21ης Απριλίου γνωρίζουμε σήμερα ότι ακόμη και η CIA δεν ήξερε ποιοι ήταν οι άνθρωποι που είχαν πάρει την εξουσία στην Αθήνα. Είναι ακριβές βέβαια ότι ο ηγέτης της πρώτης χούντας, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, είχε υπηρετήσει στην ΚΥΠ, αλλά η φήμη ότι είχε εκπαιδευθεί από τη CIA δεν είναι ακριβής. Ο Παπαδόπουλος όπως και οι άλλοι δικτάτορες δεν μιλούσε αγγλικά, επομένως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα εκπαιδευόταν από τους Αμερικανούς, εκτός φυσικά εάν η σατανική CIA είχε επινοήσει νέες παιδαγωγικές μεθόδους που θα χρησιμοποιούσαν παντομίμα».
Πρόκειται, φυσικά, για επιχειρήματα τουλάχιστον αστεία.
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
Ο Παπαδόπουλος το 1972 με στελέχη του ΝΑΤΟ σε εκτόξευση πυραύλων στη Σούδα

  Κατ’ αρχάς, από τα (εν μέρει μόνο) αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία γνωρίζουμε πως η CIA είχε πλήρη γνώση ακόμη και της σύνθεσης του «επαναστατικού συμβουλίου» των μελλοντικών πραξικοπηματιών ήδη από τον Δεκέμβριο του 1966· το γεγονός δε ότι τα δημοσιευμένα σχετικά έγγραφα της υπηρεσίας «σταματούν» χρονικά σ’ αυτό το σημείο, μάλλον δικαιώνει παρά διαψεύδει τις «θεωρίες συνωμοσίας».

Το αποκορύφωμα της φαιδρότητας αποτελεί ωστόσο το θεώρημα του πανεπιστημιακού καθηγητή περί «παντομίμας»: αν μη τι άλλο, είναι γνωστό και πολλαπλά τεκμηριωμένο ότι το κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα επανδρωνόταν σε μεγάλο βαθμό από Ελληνοαμερικανούς πράκτορες με μητρική γλώσσα τα ελληνικά (Τζον Φατσέας, Γκας Αβρακότος κ.ά.), τα οποία μιλούσαν επίσης αρκετά καλά και ουκ ολίγοι άλλοι συνάδελφοί τους, όπως ο μακαρίτης Ρίτσαρντ Γουέλτς.

Το εξήγησε λίγο αργότερα στο ίδιο συνέδριο ο Αλέξης Παπαχελάς, αναλύοντας την εικόνα που έχει αποκομίσει από τη μελέτη των αμερικανικών αρχείων: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποιοι ήταν, πριν γίνουν δικτάτορες, αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν το πραξικόπημα. Ηταν ουσιαστικά οι “τεχνικοί”, αν θέλετε, του αντικομμουνιστικού αγώνα, ο οποίος γινόταν όλη εκείνη την περίοδο.


» Ηταν άνθρωποι οι οποίοι είχαν πάρα πολύ στενές σχέσεις με το κλιμάκιο εδώ της CIA, πάρα πολλά χρόνια, και ειδικώς είχανε πάρα πολλές σχέσεις με μια πολύ κλειστή, στιβαρή ομάδα Ελληνοαμερικανών πρακτόρων» που «ήταν φανατικοί αντικομμουνιστές και βεβαίως είχαν τη δική τους ψύχωση με τον Ανδρέα, για τον οποίο θεωρούσαν ότι θα έκανε μια συμμαχία με την ΕΔΑ μετά τις εκλογές του Μαΐου και ότι θ’ ακολουθούσε και μια αντιδυτική πολιτική».

Αποκαλυπτικότατη, τέλος, η διάκριση των Ελλήνων δικτατόρων του εικοστού αιώνα από τον κ. Χατζηβασιλείου σε καλούς και κακούς, αναλόγως του βαθμού διασύνδεσής τους με τα ηγετικά κλιμάκια του ελληνικού αστισμού: «Υπάρχει», τόνισε, «μια καταλυτική διαφορά μεταξύ της 21ης Απριλίου και όλων των άλλων στρατιωτικών κινημάτων στην ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα. Εκείνα τα προγενέστερα επιχειρήθηκαν από ανώτατους αξιωματικούς, τους αρχηγούς του στρατού, που ενεργούσαν σε στενή συνεργασία με τμήματα της πολιτικής ηγεσίας, βενιζελικής ή αντιβενιζελικής.
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
Για τον ημιεπίσημο ιστορικό της Ν.Δ. και πρόεδρο της επιστημονικής επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής, Ευάνθη Χατζηβασιλείου, η σχέση της χούντας με τις ΗΠΑ συνιστά ατεκμηρίωτο «στερεότυπο»...
  Μια χούντα, μα ποια χούντα;
    Παρά τη δεδομένα αντιδημοκρατική φύση ενός στρατιωτικού κινήματος, εκείνα έφερναν στην εξουσία μέλη της στρατιωτικής ή της πολιτικής ηγεσίας, ανθρώπους που συνήθως ήταν ικανοί να αντιληφθούν τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης.

Αντίθετα, οι δικτάτορες του 1967 ανήκαν σε μια άλλη κατηγορία. Το 1967 ο συνταγματάρχης ήταν ανώτερος, όχι ανώτατος αξιωματικός, και δεν είχε λάβει την απαιτούμενη εκπαίδευση για να ασκήσει ηγεσία». Φως φανάρι ότι απέχουμε πλέον έτη φωτός από τις δημόσιες αυτοκριτικές της ελληνικής κοινοβουλευτικής δεξιάς των μεταπολιτευτικών χρόνων, για «εθελοτυφλία» που επέδειξε το 1967 απέναντι στην προετοιμαζόμενη εκτροπή. Για τον υπ’ αριθμόν ένα επιστήμονα ιστορικό της σημερινής Ν.Δ., το πρόβλημα είναι πως οι πραξικοπηματίες (σε αντίθεση, προφανώς, με τους ανακτορικούς στρατηγούς που σχεδίαζαν τη δική τους μετεκλογική εκτροπή) είχαν πλημμελώς προετοιμαστεί «για να ασκήσουν εξουσία»!
Από τους ταγματασφαλίτες στον Παττακό
Λιγότερο κραυγαλέος, ένας άλλος οργανικός διανοούμενος της σημερινής δεξιάς αποφάσισε κι αυτός, μέρες που ’ναι, να συμβάλει στην απομυθοποίηση των κυρίαρχων στερεοτύπων για τη χούντα. Ο λόγος για τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Γέιλ και μόνιμο αρθρογράφο της «Καθημερινής», Στάθη Καλύβα, ευρύτερα γνωστό ως έναν από τους πρωτεργάτες της «μεταναθεωρητικής» απόπειρας της περασμένης δεκαετίας για πολιτική αποκατάσταση του ένοπλου δωσιλογισμού της Κατοχής (βλ. «Ιός» 5.12.2004).

Στο εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο που εξέδωσε τον περασμένο μήνα, απευθυνόμενος σ’ «ένα κοινό το οποίο γνωρίζει λίγα πράγματα για την [νεότερη] ελληνική ιστορία και επιθυμεί να διευρύνει τις γνώσεις του», ο Καλύβας δεν διστάζει να επικαλεστεί την περιορισμένη μαζικότητα της αντιδικτατορικής αντίστασης σαν απόδειξη υποστήριξης του καθεστώτος από τον πληθυσμό: «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ήταν ακριβώς η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη δικτατορία, αλλά η απουσία ουσιαστικής αντιστασιακής δράσης και η συνεχιζόμενη άνθιση της οικονομίας υποδεικνύουν μια επιφανειακή μεν αλλά γενικευμένη διάθεση αποδοχής.

Εννοείται πως το καθεστώς δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει μεθόδους καταστολής, υποβάλλοντας τους λίγους εκείνους που αντιδρούσαν σε φυλακίσεις, εκτοπίσεις και βασανιστήρια» («Καταστροφές και θρίαμβοι. Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας», Αθήνα 2015, σ. 171-2).
Παρά το σοβαροφανές ύφος και την πρόταξη της άγνοιας ως διαύλου για την τελική απόφανση βάσει ενδείξεων, εντυπωσιακή είναι εδώ η εξαφάνιση κάθε απόχρωσης πέραν του διπόλου ενεργητική αντίσταση / αποδοχή, από έναν συγγραφέα που σε άλλες περιπτώσεις προτιμά να εστιάζει την προσοχή του στις ενδιάμεσες «γκρίζες ζώνες». Η δρακόντεια καταστολή κάθε απόκλισης από τη διατεταγμένη ορθοδοξία της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» υποβαθμίζεται έτσι συνειδητά, διά του περιορισμού της στους «λίγους που αντιδρούσαν»· κυρίως όμως αποσιωπάται η ευρύτερη διάσταση του καταναγκασμού, που αφορούσε εκατομμύρια πολίτες (ακόμη κι εθνικόφρονες, αλλά όχι χουντικούς), διάσταση που ένα στοιχειωδώς εξασκημένο μάτι μπορεί ν’ αντιληφθεί μ’ ένα απλό ξεφύλλισμα των εφημερίδων της εποχής.
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
Μαζικές αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, όπως η συμμετοχή στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου το 1968, απλώς παραβλέπονται
  Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου, που είχε εξαγγελθεί για το απόγευμα της 30ής Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε εν κρυπτώ ένα δίωρο πριν από την προγραμματισμένη ώρα, προκειμένου οι ομιλητές και οι θαμώνες να συμμετάσχουν στο συλλαλητήριο της ίδιας μέρας υπέρ του «Ναι». Δεν μπορέσαμε έτσι να διαπιστώσουμε σε ποιο βαθμό οι εισηγητές (Νίκος Αλιβιζάτος, Κώστας Κωστής, Βάσω Κιντή, Πέτρος Τατσόπουλος) συμμερίζονται αυτή την εκτίμηση περί «γενικευμένης αποδοχής» της χούντας από τον ελληνικό λαό. Τα σύντομα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της επομένης δεν μας διαφωτίζουν ιδιαίτερα επ’ αυτού. Καταγράφουν όμως τη δεδηλωμένη ευγνωμοσύνη συγγραφέα και παρισταμένων για τις ξένες επεμβάσεις που, όπως τονίζεται στον επίλογο του εγχειριδίου (σ. 298-302), «έσωσαν» επανειλημμένα την Ελλάδα από τις καταστροφές που της επιφύλασσε η αλόγιστη φιλοδοξία των ηγετών της και η απροθυμία των πολιτών να επωμιστούν τις δέουσες ευθύνες. Σύμφωνα με τη διατύπωση της πανεπιστημιακού Βάσως Κιντή, που διέσωσε ο «Ελεύθερος Τύπος» (1.7), «πάντα ερχόταν το ιππικό να μας σώσει!»
Για την ιστορία, πάντως, πρέπει να υποσημειωθεί πως ο Στάθης Κλαύβας δεν ήταν ο πρώτος πανεπιστημιακός της δεξιάς που προέβη σε παρόμοια διάγνωση. Στο δικό τους αγγλόγλωσσο εγχειρίδιο για τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, οι καθηγητές Γιάννης Κολιόπουλος και Θάνος Βερέμης έχουν επίσης αποφανθεί, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, πως η χούντα «εξασφάλισε παρατεταμένη συγκατάθεση [acquiescence] από τον λαό» («Greece: the Modern Sequel», Λονδίνο 2002, εκδ. Hurst, σ. 102). Υπενθυμίζουμε πως ο Κολιόπουλος είναι -με ανάθεση της κυβέρνησης Καραμανλή- ο βασικός συγγραφέας των σχολικών εγχειριδίων Νεότερης Ιστορίας που διδάσκονται σήμερα στη Στ' Δημοτικού και τη Γ' Λυκείου.

Η «χαμένη ευκαιρία» του Μαρκεζίνη
Αυτά όσον αφορά τη συνολική αποτίμηση της χούντας. Στη βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων συναντάμε, ωστόσο, και μιαν άλλη απόχρωση: τη μελαγχολική αναζήτηση των αιτίων για την αποτυχία της απόπειρας του 1973 για μια διατεταγμένη «φιλελευθεροποίηση» με δοτό πρωθυπουργό τον παλαίμαχο Σπύρο Μαρκεζίνη και τον δικτάτορα Παπαδόπουλο θεσμικά πανίσχυρο «πρόεδρο της Δημοκρατίας».

Η κατηγορηματικότερη επεξεργασία του είδους υπογράφεται από κάποιον Ιωάννη Τζώρτζη που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, φέρει τον τίτλο «Η μεταπολίτευση που δεν έγινε - μια επανεκτίμηση του “πειράματος Μαρκεζίνη”» και κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ως εισήγηση σε συμπόσιο του London School of Economics (2003)· μεταγενέστερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε τελικά το 2012 στο αγγλόγλωσσο περιοδικό Southeast European and Black Sea Studies, που στην πιάτσα θεωρείται άτυπο όργανο του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ.
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
Η επίκληση του «σιδερένιου χεριού» των δικτατόρων δεν περιορίζεται στα έντυπα της ακροδεξιάς
  Διαφωνώντας ρητά με τον γενικευμένο χαρακτηρισμό του εγχειρήματος Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη ως «φάρσας που απέβλεπε στη διατήρηση του καθεστώτος με κοινοβουλευτικό προσωπείο», ο συγγραφέας θεωρεί ότι το 1973 «χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα δίχως να καταβληθεί βαρύ τίμημα»· ως τέτοιο «τίμημα», που καταβλήθηκε το 1974, μνημονεύει τον «τραυματισμό της ελληνικής πολιτικής τάξης» από την κυπριακή τραγωδία και «το αυτοεκπληρούμενο επιχείρημα μιας πανταχού παρούσας και καθοριστικής αμερικανικής ανάμιξης στην ελληνική πολιτική» – διατυπώσεις που παραπέμπουν, εμμέσως πλην σαφώς, στον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό και τον τελικό παραγκωνισμό των προδικτατορικών και χουντικών «ελίτ».

Ο Μαρκεζίνης, αποφαίνεται ο Τζώρτζης, «ήταν γνωστός για την ανεξαρτησία του έναντι των συμφερόντων των ΗΠΑ» και «δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής στην πρόθεσή του να βγάλει την Ελλάδα απ’ το αδιέξοδο», προδόθηκε όμως στην πορεία από τους συναδέλφους του πολιτικούς για καθαρά ιδιοτελείς λόγους: «Ο Παπαδόπουλος ήταν αφερέγγυος στα μάτια τόσο της κοινωνίας των πολιτών όσο και των πολιτικών ελίτ. Οι διαβεβαιώσεις του Μαρκεζίνη δεν επαρκούσαν. Το γεγονός όμως πως κατήγγειλαν το άνοιγμα δίχως να δεχτούν πρώτα να συζητήσουν, προκάλεσε κατηγορίες πως είχαν κατά νου τα προσωπικά συμφέροντά τους και συγκεκριμένα ότι φοβόντουσαν μια πρόωρη συνταξιοδότηση, έτσι ο Μαρκεζίνης προχωρούσε σ’ εκλογές στις οποίες θα μετείχαν πολλοί από την οργανωμένη βάση τους, ενώ οι ίδιοι θ’ απείχαν».
Μια χούντα, μα ποια χούντα;
«Γενικευμένη διάθεση αποδοχής» της χούντας απ' τον ελληνικό λαό, διαπιστώνει ο καθηγητής του Γέιλ, Στάθης Καλύβας (εδώ, σε επίσημη συνάντηση με τον Πρόεδρο -τότε- της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια)
  Οσο για τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου, στέλνονται στο πυρ το εξώτερον, σαν αθέλητα ενεργούμενα που «έπαιξαν το παιχνίδι του Ιωαννίδη», αντί ν’ αποδεχθούν -όπως έγινε λίγο αργότερα στην Ισπανία- «έναν δυσάρεστο αλλά αναγκαίο συμβιβασμό» με το καθεστώς «προς όφελος των δημοκρατικών δυνάμεων».

Παρά τη μερική επιστράτευση κάποιων μεταγενέστερων αφηγήσεων, ο δημιουργός αυτού του «επιστημονικού» πονήματος ανακυκλώνει επί της ουσίας τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του ίδιου του Μαρκεζίνη και του στενού συνεργάτη του Σπύρου Ζουρνατζή, κυρίως όμως το περιεχόμενο του βιβλίου «Η ελληνική αναστάτωση» που εξέδωσε το 1976 στο Λονδίνο ο εφοπλιστής Τάκης Θεοδωρακόπουλος – γιος του μαικήνα σύμπασας της μεταπολιτευτικής ακροδεξιάς και υποστηρικτής ο ίδιος σήμερα της Χρυσής Αυγής.

Πού ’σαι Παπαδόπουλε;
Μέχρι εδώ, θα μπορούσε κανείς να μείνει με την εντύπωση πως οι παραπάνω θετικές επαναξιολογήσεις της δικτατορίας του 1967-1974 παραμένουν υπόθεση μιας ζύμωσης δεξιόστροφης μεν, αλλά περιορισμένης στα ακαδημαϊκά γκέτο. Οπως είπαμε, ωστόσο, και στην αρχή του κειμένου, στους μνημονιακούς καιρούς μας τα θεωρητικά αυτά σχήματα συμβαδίζουν χρονικά με την πραγματική απαξίωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών αλλά και με συγκεκριμένες εισηγήσεις για τη δυναμική «υπέρβαση» αυτών των τελευταίων.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στους κύκλους της επίσημης ακροδεξιάς, που εδώ και μία πενταετία επικαλείται όλο και πιο ανοιχτά το φάντασμα του Παπαδόπουλου. Δύο παραδείγματα από τον «μεσαίο χώρο» είναι, νομίζουμε, αρκετά αποκαλυπτικά:

 Στις 28 Απριλίου 2010, εν όψει της θέσπισης του πρώτου μνημονίου, ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου εισηγήθηκε από τις στήλες του ιστότοπου protagon.gr του Σταύρου Θεοδωράκη την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας προκειμένου να κατασταλούν αποτελεσματικά οι κοινωνικές αντιστάσεις στη νέα κυβερνητική πολιτική: «Το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση για τα μέτρα που θα ανακοινωθούν. Να κάνουμε εκλογές; Δεν είμαστε αυτόχειρες. Αρα τι μένει;

» Μια κυβέρνηση σαν κι εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974, από όλους τους πολιτικούς χώρους. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να έχει έκτακτες εξουσίες, για να το πω πιο απλά η χώρα είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία αλλά ορισμένα άρθρα του συντάγματος πρέπει να βγουν “εκτός” ή να ερμηνευτούν ανάλογα. Εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά πρέπει να δίνεται η δυνατότητα [να] κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτόφωρου, πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς. […] Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο κάθε λαός έχει τη δημοκρατία που του αξίζει».

► Στις 21 Οκτωβρίου 2011, αμέσως μετά τη διήμερη γενική απεργία που οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο αρθρογράφος του «Βήματος» Γιώργος Μαλούχος καλούσε ανοιχτά τον πρωθυπουργό να κηρύξει τον στρατιωτικό νόμο: «Η εθνική κυριαρχία χάνεται, η απειλή είναι συνολική για την ύπαρξη της Ελλάδας, το χάος ενεδρεύει πλέον σε όλα τα επίπεδα. Αφού η κυβέρνηση δεν βλέπει άλλη λύση από αυτό που κάνει για να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά, [...] ας πάρει την ευθύνη να ζητήσει από τη Βουλή εφαρμογή του άρθρου 48 του Συντάγματος, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται. Γιατί, καλά, έστω και με τους κυβερνητικούς βουλευτές να ψηφίζουν χθες κατά δήλωση πολλών εξ αυτών ενάντια στη συνείδησή τους, η εφαρμογή πώς θα γίνει; Ή η ψήφιση και των επόμενων –βέβαιων– μέτρων;»
Διαβάστε
► Στάθης Καλύβας, Καταστροφές και θρίαμβοι. 
Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας (Αθήνα 2015, εκδ. Παπαδόπουλος). Η νεότερη ιστορία της Ελλάδας ως αέναη πορεία μετ’ εμποδίων προς τον δυτικό παράδεισο, με διαρκείς εκτροχιασμούς και ισάριθμες σωτήριες επεμβάσεις του ξένου «ιππικού». Διακριτική αποκατάσταση της χούντας, ως αυταρχικού αλλά δημοφιλούς κατά βάση καθεστώτος.
► Ioannis Tzortzis, «The Metapolitefsi that Never Was: a Re-evaluation of the “Markezinis Experiment”» (http://goo.gl/KBlHCv). 
Προσπάθεια ερμηνείας της αποτυχίας του «πειράματος Μαρκεζίνη», από τη σκοπιά (και με βάση την επιχειρηματολογία) του ίδιου του «δοτού» πρωθυπουργού.
► Αλέξης Παπαχελάς, «Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας. 
Ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967» (Αθήνα 1997, εκδ. Εστία). Η εικόνα της αμερικανικής εμπλοκής στο πραξικόπημα του 1967 όπως αποτυπώνεται στα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA.
Συνδεθείτε
► Τηλεοπτικός Σταθμός της Βουλής των Ελλήνων, «Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας» (http://goo.gl/H8dzbL). 
Η εισήγηση του Ευάνθη Χατζηβασιλείου για τη δικτατορία του 1967 ως πρώιμη εκδοχή του κινήματος των «αγανακτισμένων».
- See more at: http://left.gr/news/mia-hoynta-ma-poia-hoynta#sthash.e1pRaGv8.dpuf