Ο «Γκόρμπι» ζητάει άρση των κυρώσεων στη Ρωσία κι επιστροφή στον διάλογο
Με το τέλος του 2014, γίνεται σαφές ότι οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς πολιτικές δομές που είναι σε ισχύ από το 1989 απέτυχαν στη δοκιμασία του χρόνου. Πράγματι, ο κόσμος έχει να βιώσει τόσο τεταμένο περιβάλλον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Αιματοχυσία στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, την ώρα που το πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων καταρρέει. Ο κόσμος φαίνεται να βρίσκεται στο χείλος του Δεύτερου Ψυχρού Πολέμου. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι έχει ήδη αρχίσει.
Στο μεταξύ, ο βασικός διεθνής οργανισμός στον κόσμο - το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών - μόλις και μετά βίας παίζει κάποιο ρόλο ή λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για να σταματήσει τις εχθροπραξίες και τους σκοτωμούς. Γιατί δεν ενήργησε με αποφασιστικότητα για να αξιολογήσει την κατάσταση και να αναπτύξει ένα πρόγραμμα κοινής δράσης;
Το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας πορείας προς μια
νέα Ευρώπη και μια ασφαλέστερη παγκόσμια τάξη. Όμως, αντί της
δημιουργίας νέων θεσμικών οργάνων για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια και την
αποστρατιωτικοποίηση της Ευρώπης - όπως είχε υποσχεθεί στη δήλωση του το
ΝΑΤΟ στο Λονδίνο το 1990 - η Δύση, ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες,
ανακήρυξαν τη νίκη. Η ευφορία και η θριαμβολογία αποσυντόνισε τους
Δυτικούς ηγέτες. Εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της Ρωσίας και την
έλλειψη αντίβαρου, αρνήθηκαν να λάβουν σοβαρά υπόψη τις προειδοποιήσεις
κατά της διεκδίκησης ενός μονοπωλίου της παγκόσμιας ηγεσίας.
Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών είναι συνέπειες αβασάνιστων επιδιώξεων επιβολής της θέλησής κάποιου, που αγνοεί τα συμφέροντα των εταίρων του. Μια λίστα τέτοιων faits accomplis περιλαμβάνουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία (κυρίως το Κοσσυφοπέδιο), τα σχέδια αντιπυραυλικής άμυνας, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Ως εκ τούτου, αυτό που ήταν μια φουσκάλα μετατράπηκε τώρα σε ανοιχτή πληγή.
Και είναι η Ευρώπη που υποφέρει
περισσότερο. Αντί να ηγείται της αλλαγής σε έναν παγκοσμιοποιημένο
κόσμο, η Ήπειρος έχει μετατραπεί σε αρένα πολιτικής αναταραχής,
ανταγωνισμού ως προς τις σφαίρες επιρροής και στρατιωτικών συγκρούσεων. Η
συνέπεια, αναπόφευκτα, είναι ότι η Ευρώπη αποδυναμώνεται σε μία στιγμή κατά την οποία άλλα κέντρα εξουσίας και επιρροής ενισχύονται. Αν αυτό συνεχιστεί, η Ευρώπη θα χάσει την επιρροή της στις παγκόσμιες υποθέσεις και σταδιακά θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
Ευτυχώς, η εμπειρία του 1980 υποδηλώνει μια οδό προς τα εμπρός. Η διεθνής κατάσταση εκείνη την εποχή δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνη από ό, τι είναι σήμερα. Ωστόσο, καταφέραμε να την βελτιώσουμε - όχι μόνο μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων, αλλά με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, της αντιπαράθεσης αυτής καθαυτής. Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως μέσω του διαλόγου. Αλλά το κλειδί στο διάλογο είναι η πολιτική βούληση και ο καθορισμός των σωστών προτεραιοτήτων.
Σήμερα,
κύρια προτεραιότητα πρέπει να είναι ο ίδιος ο διάλογος: η ανανέωση της
δυνατότητας αλληλεπίδρασης, να ακούς και να αφουγκράζεσαι τον άλλον. Ελπιδοφόρα σημάδια αναδύονται και τώρα, αν και αρχικά οι προσπάθειες απέδωσαν μόνο μέτρια και εύθραυστα αποτελέσματα: η συμφωνία του Μινσκ για κατάπαυση του πυρός
και στρατιωτική απαγκίστρωση στην Ουκρανία, η τριμερής συμφωνία φυσικού
αερίου που συνήφθη από τη Ρωσία, την Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση
και η παύση της κλιμάκωσης των αμοιβαίων κυρώσεων.
Πρέπει να συνεχίσουμε να απομακρυνόμαστε από την πολεμική και τις αμοιβαίες κατηγορίες προς την αναζήτηση σημείων σύγκλισης και τη σταδιακή άρση των κυρώσεων, οι οποίες είναι επιβλαβείς και για τις δύο πλευρές. Ως πρώτο βήμα, οι λεγόμενες προσωπικές κυρώσεις που επηρεάζουν πολιτικά πρόσωπα και βουλευτές πρέπει να αρθούν, έτσι ώστε οι ίδιοι να μπορούν να επανενταχθούν στη διαδικασία για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων. Ένας τομέας για την αλληλεπίδραση θα μπορούσε να είναι η βοήθεια προς την Ουκρανία ώστε να ξεπεραστούν οι συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και να ανοικοδομηθούν οι πληγείσες περιοχές.
Το ίδιο ισχύει και για τις παγκόσμιες προκλήσεις και την πανευρωπαϊκή ασφάλεια. Βασικά παγκόσμια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα - η τρομοκρατία και ο εξτρεμισμός, η φτώχεια και η ανισότητα, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και οι επιδημίες - επιδεινώνονται καθημερινά. Και, όσο διαφορετικά κι αν είναι, μοιράζονται ένα βασικό χαρακτηριστικό: κανένα δεν απαντιέται με στρατιωτική λύση. Ωστόσο, οι πολιτικοί μηχανισμοί για την επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν υπάρχουν ή είναι δυσλειτουργικοί, ακόμη και την ώρα που η συνεχιζόμενη παγκόσμια κρίση οφείλει να μας πείσει να επιδιώξουμε - χωρίς καθυστέρηση - ένα νέο μοντέλο που να μπορεί να διασφαλίσει την πολιτική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Όσο
για την ασφάλεια της Ευρώπης, μόνο μια πανευρωπαϊκή λύση είναι βιώσιμη.
Στην πραγματικότητα, απόπειρες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με
διεύρυνση του ΝΑΤΟ ή μέσω μιας αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε. είναι
αντιπαραγωγικές. Χρειαζόμαστε θεσμούς και μηχανισμούς χωρίς
αποκλεισμούς, που θα παρέχουν διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις σε όλους.
Εδώ, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στον οποίο είχαν συγκεντρωθεί πολλές ελπίδες, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτελέσει το καθήκον του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΟΑΣΕ θα πρέπει να αντικατασταθεί με κάτι νέο - ειδικά δεδομένου ότι έχει πλέον αναλάβει σημαντικές λειτουργίες ελέγχου στην Ουκρανία. Αλλά ο ΟΑΣΕ είναι, θα έλεγα, ένα οικοδόμημα που απαιτεί σημαντικές αλλαγές και κάποιον εκ νέου σχεδιασμό.
Πριν από χρόνια, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο πρώην Αμερικανός σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Μπρεντ Σκόουκροφτ και άλλοι πολιτικοί πρότειναν την δημιουργία ενός Συμβουλίου Ασφαλείας ή μιας Διεύθυνσης για την Ευρώπη. Συμφώνησα με την προσέγγισή τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ κάλεσε για τη δημιουργία ενός μηχανισμού για την ευρωπαϊκή προληπτική διπλωματία και για υποχρεωτικές διαβουλεύσεις σε περίπτωση απειλής προς την ασφάλεια οποιουδήποτε κράτους. Αν είχε ιδρυθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, τα χειρότερα γεγονότα στην Ουκρανία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Οι πολιτικοί ηγέτες είναι, βέβαια, υπεύθυνοι για το ότι έβαλαν αυτές κι άλλες «Ευρωπαϊκές ιδέες» στο αρχείο. Αλλά το φταίξιμο ανήκει και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη, τα θεσμικά όργανα της κοινωνίας των πολιτών και τα ΜΜΕ.
Αν και είμαι από φύση αισιόδοξος, οφείλω να ομολογήσω ότι είναι πολύ δύσκολο να μην είναι κάποιος απαισιόδοξος με το τέλος του 2014. Παρ' όλα αυτά, δεν πρέπει να πέσουμε στον πανικό και την απελπισία ή να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να συρθούν σε μια δίνη αρνητικής αδράνειας. Η πικρή εμπειρία των τελευταίων μηνών πρέπει να μετατραπεί σε θέληση να επαναλάβουμε τον διάλογο και τη συνεργασία.Αυτή είναι η έκκλησή μου προς τους ηγέτες μας και όλους μας, για το 2015: Ας σκεφτούμε, ας προτείνουμε και ας ενεργήσουμε από κοινού.
Πηγή: Project Syndicate
Με το τέλος του 2014, γίνεται σαφές ότι οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς πολιτικές δομές που είναι σε ισχύ από το 1989 απέτυχαν στη δοκιμασία του χρόνου. Πράγματι, ο κόσμος έχει να βιώσει τόσο τεταμένο περιβάλλον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Αιματοχυσία στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, την ώρα που το πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων καταρρέει. Ο κόσμος φαίνεται να βρίσκεται στο χείλος του Δεύτερου Ψυχρού Πολέμου. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι έχει ήδη αρχίσει.
Στο μεταξύ, ο βασικός διεθνής οργανισμός στον κόσμο - το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών - μόλις και μετά βίας παίζει κάποιο ρόλο ή λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για να σταματήσει τις εχθροπραξίες και τους σκοτωμούς. Γιατί δεν ενήργησε με αποφασιστικότητα για να αξιολογήσει την κατάσταση και να αναπτύξει ένα πρόγραμμα κοινής δράσης;
Ένας βασικός λόγος, πιστεύω, είναι ότι η εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε από τη σκληρή δουλειά και την αμοιβαία προσπάθεια για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου έχει καταρρεύσει. Χωρίς μια τέτοια εμπιστοσύνη, ειρηνικές διεθνείς σχέσεις στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο είναι αδιανόητες.Αλλά
αυτή η εμπιστοσύνη δεν υπονομεύεται σε μια μέρα. Συνέβη πολύ πριν. Οι
ρίζες της σημερινής κατάστασης βρίσκονται στα γεγονότα της δεκαετίας του
1990.
Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών είναι συνέπειες αβασάνιστων επιδιώξεων επιβολής της θέλησής κάποιου, που αγνοεί τα συμφέροντα των εταίρων του. Μια λίστα τέτοιων faits accomplis περιλαμβάνουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία (κυρίως το Κοσσυφοπέδιο), τα σχέδια αντιπυραυλικής άμυνας, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Ως εκ τούτου, αυτό που ήταν μια φουσκάλα μετατράπηκε τώρα σε ανοιχτή πληγή.
Ευτυχώς, η εμπειρία του 1980 υποδηλώνει μια οδό προς τα εμπρός. Η διεθνής κατάσταση εκείνη την εποχή δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνη από ό, τι είναι σήμερα. Ωστόσο, καταφέραμε να την βελτιώσουμε - όχι μόνο μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων, αλλά με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, της αντιπαράθεσης αυτής καθαυτής. Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως μέσω του διαλόγου. Αλλά το κλειδί στο διάλογο είναι η πολιτική βούληση και ο καθορισμός των σωστών προτεραιοτήτων.
Πρέπει να συνεχίσουμε να απομακρυνόμαστε από την πολεμική και τις αμοιβαίες κατηγορίες προς την αναζήτηση σημείων σύγκλισης και τη σταδιακή άρση των κυρώσεων, οι οποίες είναι επιβλαβείς και για τις δύο πλευρές. Ως πρώτο βήμα, οι λεγόμενες προσωπικές κυρώσεις που επηρεάζουν πολιτικά πρόσωπα και βουλευτές πρέπει να αρθούν, έτσι ώστε οι ίδιοι να μπορούν να επανενταχθούν στη διαδικασία για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων. Ένας τομέας για την αλληλεπίδραση θα μπορούσε να είναι η βοήθεια προς την Ουκρανία ώστε να ξεπεραστούν οι συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και να ανοικοδομηθούν οι πληγείσες περιοχές.
Το ίδιο ισχύει και για τις παγκόσμιες προκλήσεις και την πανευρωπαϊκή ασφάλεια. Βασικά παγκόσμια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα - η τρομοκρατία και ο εξτρεμισμός, η φτώχεια και η ανισότητα, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και οι επιδημίες - επιδεινώνονται καθημερινά. Και, όσο διαφορετικά κι αν είναι, μοιράζονται ένα βασικό χαρακτηριστικό: κανένα δεν απαντιέται με στρατιωτική λύση. Ωστόσο, οι πολιτικοί μηχανισμοί για την επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν υπάρχουν ή είναι δυσλειτουργικοί, ακόμη και την ώρα που η συνεχιζόμενη παγκόσμια κρίση οφείλει να μας πείσει να επιδιώξουμε - χωρίς καθυστέρηση - ένα νέο μοντέλο που να μπορεί να διασφαλίσει την πολιτική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Εδώ, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στον οποίο είχαν συγκεντρωθεί πολλές ελπίδες, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτελέσει το καθήκον του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΟΑΣΕ θα πρέπει να αντικατασταθεί με κάτι νέο - ειδικά δεδομένου ότι έχει πλέον αναλάβει σημαντικές λειτουργίες ελέγχου στην Ουκρανία. Αλλά ο ΟΑΣΕ είναι, θα έλεγα, ένα οικοδόμημα που απαιτεί σημαντικές αλλαγές και κάποιον εκ νέου σχεδιασμό.
Πριν από χρόνια, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο πρώην Αμερικανός σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Μπρεντ Σκόουκροφτ και άλλοι πολιτικοί πρότειναν την δημιουργία ενός Συμβουλίου Ασφαλείας ή μιας Διεύθυνσης για την Ευρώπη. Συμφώνησα με την προσέγγισή τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ κάλεσε για τη δημιουργία ενός μηχανισμού για την ευρωπαϊκή προληπτική διπλωματία και για υποχρεωτικές διαβουλεύσεις σε περίπτωση απειλής προς την ασφάλεια οποιουδήποτε κράτους. Αν είχε ιδρυθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, τα χειρότερα γεγονότα στην Ουκρανία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Οι πολιτικοί ηγέτες είναι, βέβαια, υπεύθυνοι για το ότι έβαλαν αυτές κι άλλες «Ευρωπαϊκές ιδέες» στο αρχείο. Αλλά το φταίξιμο ανήκει και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη, τα θεσμικά όργανα της κοινωνίας των πολιτών και τα ΜΜΕ.
Αν και είμαι από φύση αισιόδοξος, οφείλω να ομολογήσω ότι είναι πολύ δύσκολο να μην είναι κάποιος απαισιόδοξος με το τέλος του 2014. Παρ' όλα αυτά, δεν πρέπει να πέσουμε στον πανικό και την απελπισία ή να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να συρθούν σε μια δίνη αρνητικής αδράνειας. Η πικρή εμπειρία των τελευταίων μηνών πρέπει να μετατραπεί σε θέληση να επαναλάβουμε τον διάλογο και τη συνεργασία.Αυτή είναι η έκκλησή μου προς τους ηγέτες μας και όλους μας, για το 2015: Ας σκεφτούμε, ας προτείνουμε και ας ενεργήσουμε από κοινού.
Πηγή: Project Syndicate