Η παρέμβαση που έκανα για
την ανάγκη ενός εθνικού διαλόγου προκειμένου να οργανωθεί, ιδιαίτερα σε
επίπεδο συνταξιοδοτικών «ρετιρέ», η μείωση των συντάξεων για να
περιοριστεί το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα που επιβαρύνει τον
κρατικό προϋπολογισμό με 14 δισ. ευρώ τον χρόνο, έγινε δεκτή με
οργισμένες καταγγελίες και αμήχανη σιωπή.
Εκτός ελέγχου
Η μείωση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος ώστε να περιοριστεί η κρατική επιχορήγηση κατά 2,5-3 δισ. ευρώ τον χρόνο είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συνεννόηση με τους πιστωτές, την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και την παραγωγική επανεκκίνηση της οικονομίας. Το 2004 το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό με 5 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2009 η ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού τριπλασιάστηκε στα 15 δισ. ευρώ.
Εάν είχαμε προχωρήσει στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση Σημίτη-Γιαννίτση μπαίνοντας στην ΟΝΕ, θα είχαμε αντέξει στις οικονομικές πιέσεις και θα είχαμε αποφύγει την υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου και όσα ακολούθησαν. Εάν είχαμε σταθεροποιήσει το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα στα επίπεδα του 2004, το δημόσιο χρέος θα ήταν λιγότερο κατά 70-80 δισ. ευρώ και δεν θα είχαμε υποβληθεί σε όλες αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές δοκιμασίες.
Οι αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων δεν έχουν οδηγήσει στον δραστικό περιορισμό του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος εξαιτίας ενός συνδυασμού αρνητικών παραγόντων. Η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθών περιόρισαν και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων. Η δημογραφική γήρανση συμβάλει στη διατήρηση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Η τάση των κυβερνήσεων να διευκολύνουν, για πολιτικούς λόγους, τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις έχει οδηγήσει σε μία πρωτοφανή κατάσταση, όπου για κάθε τέσσερις εργαζόμενους αναλογούν τρεις συνταξιούχοι, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατη η χρηματοδότηση του συστήματος.
Οι συντάξεις κοστίζουν, σε γενικές γραμμές, 27 δισ. ευρώ τον χρόνο εκ των οποίων τα 14 δισ., πάνω από το 50% του συνόλου, προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι συνέπειες
Οι συνέπειες από τη διατήρηση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος σε απαγορευτικά επίπεδα είναι εξαιρετικά σημαντικές. Πρώτον, η αδυναμία μείωσης του λεγόμενου διαρθρωτικού ελλείμματος στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη αυξανόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.
Δεύτερον, αναβάλλεται επ’ αόριστον η αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ώστε να αυξηθεί η περίοδος αποπληρωμής του από τα τριάντα στα πενήντα χρόνια και να περιοριστεί το μέσο ετήσιο τοκοχρεολύσιο κατά 4-5 δισ. ευρώ. Καθίσταται επίσης πρακτικά αδύνατη η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, η οποία θα συνέβαλε στη μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισης του δημόσιου χρέους κατά 1-2 δισ. ευρώ ανάλογα με τη διακύμανση των επιτοκίων.
Τρίτον, για να χρηματοδοτηθεί το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα διατηρείται η υπερφορολόγηση και μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των συνταξιούχων και της νέας γενιάς, η οποία αναλαμβάνει υπερβολικά βάρη και στερείται των οικονομικών ευκαιριών που δικαιούται.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο και έχει οικονομική, κοινωνική και πολιτική διάσταση, γι’ αυτό πρότεινα την αντιμετώπισή του στη βάση ενός εθνικού διαλόγου και στη βάση της κοινωνικής υπευθυνότητας από τα πάνω προς τα κάτω. Πρώτα να συμβάλουν στην κάλυψη του ελλείμματος τα ασφαλιστικά «ρετιρέ», όπως είναι οι βουλευτές, οι ευρωβουλευτές, οι δικαστικοί, οι συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ και μετά να δούμε τι άλλο πρέπει να γίνει.
Η απουσία των κομμάτων
Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε στην πρότασή μου ταυτίζοντας τις απόψεις μου με την κυβερνητική πολιτική και ανακαλύπτοντας μία ακόμη κρυφή ατζέντα για νέα μείωση των χαμηλών συντάξεων. Η ΝΔ απέφυγε να σχολιάσει και πολλά στελέχη της θεώρησαν ότι με την παρέμβασή μου πρόσφερα επικοινωνιακούς πόντους στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκπρόσωποι άλλων κομμάτων απέφυγαν να τοποθετηθούν γιατί επιμένουν στις εύκολες όσο και ανύπαρκτες λύσεις του τύπου να μην χάσει κανένας δημόσιος υπάλληλος τη δουλειά του, να μην μειωθούν οι συντάξεις, να πάρουν όλοι τις αναδρομικές αυξήσεις σύμφωνα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων κτλ.
Έχουμε μία ακόμη προεκλογική αναμέτρηση, στη διάρκεια της οποίας οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από βολικές γι’ αυτούς γενικότητες και καταγγελίες και αποφεύγουν να εξηγήσουν τις θέσεις τους για την αντιμετώπιση των μεγάλων θεμάτων όπως είναι η αδυναμία χρηματοδότησης του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος. Όσο μεγαλύτερη είναι η σιωπή των κομμάτων πριν τις 25 Ιανουαρίου, τόσο πιο δυσάρεστες θα είναι οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις αμέσως μετά.
Εκτός ελέγχου
Η μείωση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος ώστε να περιοριστεί η κρατική επιχορήγηση κατά 2,5-3 δισ. ευρώ τον χρόνο είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συνεννόηση με τους πιστωτές, την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και την παραγωγική επανεκκίνηση της οικονομίας. Το 2004 το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό με 5 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2009 η ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού τριπλασιάστηκε στα 15 δισ. ευρώ.
Εάν είχαμε προχωρήσει στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση Σημίτη-Γιαννίτση μπαίνοντας στην ΟΝΕ, θα είχαμε αντέξει στις οικονομικές πιέσεις και θα είχαμε αποφύγει την υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου και όσα ακολούθησαν. Εάν είχαμε σταθεροποιήσει το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα στα επίπεδα του 2004, το δημόσιο χρέος θα ήταν λιγότερο κατά 70-80 δισ. ευρώ και δεν θα είχαμε υποβληθεί σε όλες αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές δοκιμασίες.
Οι αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων δεν έχουν οδηγήσει στον δραστικό περιορισμό του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος εξαιτίας ενός συνδυασμού αρνητικών παραγόντων. Η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθών περιόρισαν και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων. Η δημογραφική γήρανση συμβάλει στη διατήρηση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Η τάση των κυβερνήσεων να διευκολύνουν, για πολιτικούς λόγους, τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις έχει οδηγήσει σε μία πρωτοφανή κατάσταση, όπου για κάθε τέσσερις εργαζόμενους αναλογούν τρεις συνταξιούχοι, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατη η χρηματοδότηση του συστήματος.
Οι συντάξεις κοστίζουν, σε γενικές γραμμές, 27 δισ. ευρώ τον χρόνο εκ των οποίων τα 14 δισ., πάνω από το 50% του συνόλου, προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι συνέπειες
Οι συνέπειες από τη διατήρηση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος σε απαγορευτικά επίπεδα είναι εξαιρετικά σημαντικές. Πρώτον, η αδυναμία μείωσης του λεγόμενου διαρθρωτικού ελλείμματος στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη αυξανόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.
Δεύτερον, αναβάλλεται επ’ αόριστον η αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ώστε να αυξηθεί η περίοδος αποπληρωμής του από τα τριάντα στα πενήντα χρόνια και να περιοριστεί το μέσο ετήσιο τοκοχρεολύσιο κατά 4-5 δισ. ευρώ. Καθίσταται επίσης πρακτικά αδύνατη η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, η οποία θα συνέβαλε στη μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισης του δημόσιου χρέους κατά 1-2 δισ. ευρώ ανάλογα με τη διακύμανση των επιτοκίων.
Τρίτον, για να χρηματοδοτηθεί το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα διατηρείται η υπερφορολόγηση και μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των συνταξιούχων και της νέας γενιάς, η οποία αναλαμβάνει υπερβολικά βάρη και στερείται των οικονομικών ευκαιριών που δικαιούται.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο και έχει οικονομική, κοινωνική και πολιτική διάσταση, γι’ αυτό πρότεινα την αντιμετώπισή του στη βάση ενός εθνικού διαλόγου και στη βάση της κοινωνικής υπευθυνότητας από τα πάνω προς τα κάτω. Πρώτα να συμβάλουν στην κάλυψη του ελλείμματος τα ασφαλιστικά «ρετιρέ», όπως είναι οι βουλευτές, οι ευρωβουλευτές, οι δικαστικοί, οι συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ και μετά να δούμε τι άλλο πρέπει να γίνει.
Η απουσία των κομμάτων
Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε στην πρότασή μου ταυτίζοντας τις απόψεις μου με την κυβερνητική πολιτική και ανακαλύπτοντας μία ακόμη κρυφή ατζέντα για νέα μείωση των χαμηλών συντάξεων. Η ΝΔ απέφυγε να σχολιάσει και πολλά στελέχη της θεώρησαν ότι με την παρέμβασή μου πρόσφερα επικοινωνιακούς πόντους στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκπρόσωποι άλλων κομμάτων απέφυγαν να τοποθετηθούν γιατί επιμένουν στις εύκολες όσο και ανύπαρκτες λύσεις του τύπου να μην χάσει κανένας δημόσιος υπάλληλος τη δουλειά του, να μην μειωθούν οι συντάξεις, να πάρουν όλοι τις αναδρομικές αυξήσεις σύμφωνα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων κτλ.
Έχουμε μία ακόμη προεκλογική αναμέτρηση, στη διάρκεια της οποίας οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από βολικές γι’ αυτούς γενικότητες και καταγγελίες και αποφεύγουν να εξηγήσουν τις θέσεις τους για την αντιμετώπιση των μεγάλων θεμάτων όπως είναι η αδυναμία χρηματοδότησης του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος. Όσο μεγαλύτερη είναι η σιωπή των κομμάτων πριν τις 25 Ιανουαρίου, τόσο πιο δυσάρεστες θα είναι οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις αμέσως μετά.