Βερολίνο, Χειλάς Νίκος
Είναι το πιο εύφλεκτο υλικό
στις ελληνογερμανικές σχέσεις: Το κατοχικό δάνειο ανάβει όλο και
συχνότερα φωτιές ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο. Η σπίθα ήρθε αυτή
τη φορά από ένα δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής», που αποκάλυπτε,
ότι σύμφωνα με ένα πόρισμα μιας επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του
Κράτους, το ύψος του κατοχικού δανείου προσεγγίζει τα 11 δισεκατομμύρια
ευρώ – και ότι αυτό αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης έναντι του νομικού
συνεχιστή του Τρίτου Ράιχ, ήτοι της σημερινής Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Ήδη τη Δευτέρα το πρωί, η αποκάλυψη ήταν από τα πρώτα θέματα στο
γερμανικό περιοδικό «Spiegel». Η φωτιά φούντωσε το απόγευμα, μετά την
δήλωση του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου οικονομικών Μάρτιν
Γιέγκερ, ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν ξέρει επίσημα τίποτα για μια
σχετική απαίτηση, κατά τα άλλα όμως ότι θεωρεί οποιαδήποτε αξίωση
τέτοιου είδους αστήρικτη και παραγραμμένη. Δίπλα στο «Spiegel», η νέα είδηση «στόλιζε» τις στήλες, μεταξύ άλλων,
της αυστριακής εφημερίδας «Standard» και της ελβετικής «Neue Zürcher
Zeitung».
Η αρνητική απάντηση του κ.Γιέγκερ στηρίχθηκε σε δυο γνωστά σημεία: Πρώτον, στο ότι «μετά από 70 σχεδόν χρόνια από τη λήξη του πολέμου, το θέμα των επανορθώσεων έχει χάσει τη νομιμοποίηση της». Και δεύτερον, ότι με το «Σύμφωνο 2+4» του 1990 για την επανένωση της Γερμανίας έχει ρυθμισθεί τελειωτικά και το θέμα των επανορθώσεων, με τη ρητή έννοια, ότι η Γερμανία δεν υποχρεούται πλέον να τις καταβάλει. Και δεδομένου, ότι και το κατοχικό δάνειο εμπίπτει, κατά τη γερμανική άποψη, στο κεφάλαιο «επανορθώσεις», δεν υφίσταται πλέον λόγος να γίνεται κουβέντα γι αυτές.
Εις μάτην υπενθύμιζαν δημοσιογράφοι, ότι το κατοχικό δάνειο ήταν διμερής συμφωνία «χρηματιστικού» τύπου ανάμεσα στην ελληνική κατοχική κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής, και ότι επομένως δεν υπόκειται στον τομέα των επανορθώσεων. Και ματαίως επίσης παράπεμπαν σε έγκυρους διεθνολόγους, οι οποίοι υποστηρίζουν, ότι δεν υπάρχει ένα «φυσικό», ή νομικά κατοχυρωμένο χρονικό όριο (30, 40, ή 70 χρόνια) για την παραγραφή μιας αξίωσης τέτοιου είδους – και ότι επομένως αυτή ισχύει όσο παραμένει πολιτικά επίκαιρη. Στο ερώτημα, αν η γερμανική κυβέρνηση στηρίζει και νομικά την άρνησή της, η απάντηση του κ.Γιέγκερ ήταν: Η στάση του υπουργείου οικονομικών «εμπεριέχει αυτονόητα και τη νομική πλευρά της».
Ο ίδιος απέφυγε επίσης να απαντήσει στην παρατήρηση, ότι το γερμανικό κράτος, ως νομικός διάδοχος του Τρίτου Ράιχ, αθετεί πλήρως τις παλιότερες υποχρεώσεις του έναντι της Ελλάδας – την ίδια στιγμή, που ζητά από την τελευταία να τηρήσει πλήρως τις σημερινές συμφωνίες της με την τρόικα.
Άλλη πηγή του υπουργείου οικονομικών εξέφραζε πάντως της έκπληξή της για την απροσδόκητη επανεκκίνηση του θέματος στην Αθήνα. «Δεν θα το θεωρούσα έξυπνο, αν η σημερινή, ή η μελλοντική ελληνική κυβέρνηση έγειραν τέτοιες αξιώσεις αυτή την περίοδο» έλεγε. «Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα είχε σε τέτοια περίπτωση ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να πείσει πολλούς βουλευτές, να ψηφίσουν υπέρ της παροχής της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στη γερμανική Βουλή».
Η αρνητική απάντηση του κ.Γιέγκερ στηρίχθηκε σε δυο γνωστά σημεία: Πρώτον, στο ότι «μετά από 70 σχεδόν χρόνια από τη λήξη του πολέμου, το θέμα των επανορθώσεων έχει χάσει τη νομιμοποίηση της». Και δεύτερον, ότι με το «Σύμφωνο 2+4» του 1990 για την επανένωση της Γερμανίας έχει ρυθμισθεί τελειωτικά και το θέμα των επανορθώσεων, με τη ρητή έννοια, ότι η Γερμανία δεν υποχρεούται πλέον να τις καταβάλει. Και δεδομένου, ότι και το κατοχικό δάνειο εμπίπτει, κατά τη γερμανική άποψη, στο κεφάλαιο «επανορθώσεις», δεν υφίσταται πλέον λόγος να γίνεται κουβέντα γι αυτές.
Εις μάτην υπενθύμιζαν δημοσιογράφοι, ότι το κατοχικό δάνειο ήταν διμερής συμφωνία «χρηματιστικού» τύπου ανάμεσα στην ελληνική κατοχική κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής, και ότι επομένως δεν υπόκειται στον τομέα των επανορθώσεων. Και ματαίως επίσης παράπεμπαν σε έγκυρους διεθνολόγους, οι οποίοι υποστηρίζουν, ότι δεν υπάρχει ένα «φυσικό», ή νομικά κατοχυρωμένο χρονικό όριο (30, 40, ή 70 χρόνια) για την παραγραφή μιας αξίωσης τέτοιου είδους – και ότι επομένως αυτή ισχύει όσο παραμένει πολιτικά επίκαιρη. Στο ερώτημα, αν η γερμανική κυβέρνηση στηρίζει και νομικά την άρνησή της, η απάντηση του κ.Γιέγκερ ήταν: Η στάση του υπουργείου οικονομικών «εμπεριέχει αυτονόητα και τη νομική πλευρά της».
Ο ίδιος απέφυγε επίσης να απαντήσει στην παρατήρηση, ότι το γερμανικό κράτος, ως νομικός διάδοχος του Τρίτου Ράιχ, αθετεί πλήρως τις παλιότερες υποχρεώσεις του έναντι της Ελλάδας – την ίδια στιγμή, που ζητά από την τελευταία να τηρήσει πλήρως τις σημερινές συμφωνίες της με την τρόικα.
Άλλη πηγή του υπουργείου οικονομικών εξέφραζε πάντως της έκπληξή της για την απροσδόκητη επανεκκίνηση του θέματος στην Αθήνα. «Δεν θα το θεωρούσα έξυπνο, αν η σημερινή, ή η μελλοντική ελληνική κυβέρνηση έγειραν τέτοιες αξιώσεις αυτή την περίοδο» έλεγε. «Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα είχε σε τέτοια περίπτωση ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να πείσει πολλούς βουλευτές, να ψηφίσουν υπέρ της παροχής της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στη γερμανική Βουλή».