13 Ιανουαρίου 2015

Οι εθνικές συναινέσεις της κοινής λογικής.

ethnikiyiannis
Η ανάγκη διαμόρφωσης μεγάλων εθνικών συναινέσεων είναι διαχρονικά αυτονόητη, όμως σε συνθήκες κρίσης καθίσταται επιβεβλημένη.
Εξάλλου, η βάση των συναινέσεων προκύπτει, εκ των πραγμάτων, μέσα από την κατ’ αρχήν αποδοχή του υφιστάμενου πολιτεύματος και του υφιστάμενου οικονομικού συστήματος, με στόχο τη συνοχή της κοινωνίας και την ευημερία των πολιτών.
Ωστόσο, η πολιτική διαδικασία και η δημόσια συζήτηση τίθενται συχνά σε διάσταση με την κοινή λογική, παρασυρόμενες προς μια κατάσταση διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας, όπου η διαφοροποίηση γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι, αποδυναμώνονται οι προοπτικές διαμόρφωσης ενιαίας εθνικής στρατηγικής που να υπερβαίνει τα πολιτικά πρόσωπα και τα πολιτικά κόμματα, οδηγώντας στο αντίθετο αποτέλεσμα της ομφαλοσκοπικής εσωστρέφειας. Προς άρση αυτής της κατάστασης, είναι απαραίτητος ο διαρκής δομημένος πολιτικός διάλογος μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις με βάση τους εξής επίκαιρους άξονες:

Πρώτο: Η θέση της Κύπρου είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός της Ευρωζώνης, όπου, μέσα από τις κατάλληλες συμμαχίες, μπορεί να επιτευχθεί η αλλαγή της εφαρμοζόμενης πολιτικής της λιτότητας και η αντικατάστασή της από πολιτικές με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Δεύτερο: Παράλληλα με το εγχείρημα της αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής, η Κύπρος οφείλει να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της επανοικοδομώντας την αξιοπιστία της, μέσα από την ορθολογική εφαρμογή του Μνημονίου, μέσα από συνεχή διαβούλευση με τους εταίρους της, και μέσα από τη λήψη αποφάσεων που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κυπριακής οικονομίας, χωρίς ιδεολογικές εμμονές.

Τρίτο: Η προστασία του κράτους πρόνοιας αποτελεί βασικότατη παράμετρο της διαδικασίας ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας, επειδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσει την παράπλευρη απώλεια μιας νέας κανονικότητας χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη, όπου θα έχει επικρατήσει ο κοινωνικός δαρβινισμός.

Τέταρτο: Η κάθαρση και ο εκσυγχρονισμός της χώρας αποτελούν πολύ σημαντικές προϋποθέσεις για την ανάκαμψη, αφού η τιμωρία όσων εμπλέκονται στη διαπλοκή και τη διαφθορά, συνοδευόμενη από τη θεσμική αντιμετώπιση των σχετικών γενεσιουργών αιτίων με την εισαγωγή των κατάλληλων νόμων και κανονισμών, θα επιτρέψει στην Κύπρο να λειτουργήσει ως ένα σύγχρονο κράτος.

Πέμπτο: Για την έλευση της αναμενόμενης ανάπτυξης, επιβάλλεται η συμμετοχική διαμόρφωση ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού, ο οποίος να βασίζεται στην  αξιοποίηση του ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα μας για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή προστιθέμενη αξία, αφού σε διαφορετική περίπτωση οι στρεβλώσεις και οι περιορισμοί της κυπριακής αγοράς θα οδηγήσουν ξανά στους αυτοσχεδιασμούς του παρελθόντος.

Έκτο: Η επιδίωξη της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος δεν είναι ούτε ρητορικό σχήμα, ούτε διπλωματική άσκηση, αλλά μια ξεκάθαρη εθνική προτεραιότητα απέναντι στην τουρκική αδιαλλαξία και επεκτατικότητα, με ορίζοντα την ανάδυση της επανενωμένης Κύπρου ως παράγοντα πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευημερίας στην περιοχή.

Ο βαθμός δυσκολίας της πολιτικής διαχείρισης στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης είναι κλιμακωτά αυξανόμενος, και για την ανταπόκριση σε αυτόν χρειάζεται αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας που θα οδηγήσει από την αδιέξοδη αντιπαράθεση στη δημιουργική σύνθεση. Έτσι, η πολιτική ηγεσία, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες των καιρών, καλείται να προβεί σε υπερβάσεις για να προσεγγίσει το αυτονόητο: Τις μεγάλες εθνικές συναινέσεις της κοινής λογικής.