Φίλε μου Γιώργο
Πώς να με καταλάβουν ;
Πώς να το δεχθούν, όταν δεν το έχουν ζήσει ;
Κανείς τους, κανείς απ’ όσους ζουν ακόμη μ’ ένα «αξιοπρεπές» εισόδημα, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει. Κανείς απ’ όσους, βολεμένοι μέσα σ’ ένα σύστημα..
που τους αγκάλιασε, εξέθρεψε, ανέδειξε, προστατεύει και αμείβει, δεν πρόκειται ποτέ να το δεχθεί.
Ότι «πεθαίνω».
Ότι κάθε μέρα που ξημερώνει, γίνεται κάθε στιγμή και πιο μεγάλη, ατέλειωτη, μίζερη, καταθλιπτική, χωρίς διέξοδο κι ελπίδα.
Σε μια κατά συνθήκη «απεργία πείνας», μια κατ’ ανάγκη οικειοθελή (;!) «κράτηση κατ’ οίκον».
Δεν είναι τόσο η φτώχεια. Είναι τ’ αποτελέσματά της. Η καθημερινή συνειδητοποίηση ως τα κατάβαθα του νου, της παντελούς έλλειψης κάθε αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Από ανάγκη, όχι από συνήθεια.
Κι απομακρύνομαι σιγά-σιγά απ’ όλους. Από ανάγκη, όχι από συνήθεια.
Ή με … απομακρύνουν. Κατ’ ανάγκη … κι ίσως από συνήθεια.
Πόσο ακόμη μπορούν φίλοι και συγγενείς να με στηρίζουν ; Πόσο ακόμη κι εγώ θα σκύβω το κεφάλι από ντροπή, κάθε φορά που ζω σε βάρος άλλων ;
Υπάρχουν, λένε, οι κοινωνικές δομές. Κοινωνικά παντοπωλεία, ιατρεία, φαρμακεία …
Και μ’ αποκαλούν «παράξενο, τρελό και ιδιότροπο» όταν τους απαντώ «Δε θέλω να κρυφτώ στο σύνολο. «Κρυμμένος» είμαι και στο σπίτι. Θέλω δουλειά, αξιοπρέπεια κι έναν καφέ με φίλους όταν μπορώ να τον πληρώσω».
Αλλά, πώς να με καταλάβουν ;
Κι αλήθεια … γιατί ν’ ασχοληθούν μαζί μου ;
Χαμένος μέσα στη μάζα ενός αριθμού ανέργων, ένας αριθμός κι εγώ, «βρίσκω» τον εαυτό μου στις στατιστικές. Επιχείρημα στο στόμα πολλών από εκείνους που αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή μου.
Σκέφτομαι πως, ακόμη κι αν σταθώ στο κέντρο μιας πλατείας, φωνάζοντας για την αλήθεια που ζω, ακόμη κι αν βάλω φωτιά στον εαυτό μου, θα γίνω απλά ένα μονόστηλο στις σελίδες κάποιου εντύπου, ή πέντε λεπτά αναφοράς στις οθόνες της μαζικής μας αποχαύνωσης.
Κι έτσι, συνεχίζω ν’ αγωνίζομαι ειρηνικά, να διαβάζω, να μαθαίνω, να ενημερώνω και να ενημερώνομαι, να θυμώνω και να χαμογελώ.
Να «ζω», σε πείσμα των καιρών, έστω και με τους δικούς τους όρους.
Φτιάχνω καράβια με το νου. Τα φορτώνω με λέξεις και ιδέες και τ’ αφήνω να σαλπάρουν. Σ’ ένα ταξίδι μέχρι τα νοητά λιμάνια των άλλων. Όσων μπορούν ακόμη να σπάνε τις αλυσίδες του μυαλού τους.
Έχοντας πάντα κατά νου πως «η αντιξοότητα δημιουργεί ανθρώπους και η ευημερία τέρατα» (Β. Ουγκώ)
Γιώργος Τσακίρης
Πώς να με καταλάβουν ;
Πώς να το δεχθούν, όταν δεν το έχουν ζήσει ;
Κανείς τους, κανείς απ’ όσους ζουν ακόμη μ’ ένα «αξιοπρεπές» εισόδημα, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει. Κανείς απ’ όσους, βολεμένοι μέσα σ’ ένα σύστημα..
που τους αγκάλιασε, εξέθρεψε, ανέδειξε, προστατεύει και αμείβει, δεν πρόκειται ποτέ να το δεχθεί.
Ότι «πεθαίνω».
Ότι κάθε μέρα που ξημερώνει, γίνεται κάθε στιγμή και πιο μεγάλη, ατέλειωτη, μίζερη, καταθλιπτική, χωρίς διέξοδο κι ελπίδα.
Σε μια κατά συνθήκη «απεργία πείνας», μια κατ’ ανάγκη οικειοθελή (;!) «κράτηση κατ’ οίκον».
Δεν είναι τόσο η φτώχεια. Είναι τ’ αποτελέσματά της. Η καθημερινή συνειδητοποίηση ως τα κατάβαθα του νου, της παντελούς έλλειψης κάθε αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Από ανάγκη, όχι από συνήθεια.
Κι απομακρύνομαι σιγά-σιγά απ’ όλους. Από ανάγκη, όχι από συνήθεια.
Ή με … απομακρύνουν. Κατ’ ανάγκη … κι ίσως από συνήθεια.
Πόσο ακόμη μπορούν φίλοι και συγγενείς να με στηρίζουν ; Πόσο ακόμη κι εγώ θα σκύβω το κεφάλι από ντροπή, κάθε φορά που ζω σε βάρος άλλων ;
Υπάρχουν, λένε, οι κοινωνικές δομές. Κοινωνικά παντοπωλεία, ιατρεία, φαρμακεία …
Και μ’ αποκαλούν «παράξενο, τρελό και ιδιότροπο» όταν τους απαντώ «Δε θέλω να κρυφτώ στο σύνολο. «Κρυμμένος» είμαι και στο σπίτι. Θέλω δουλειά, αξιοπρέπεια κι έναν καφέ με φίλους όταν μπορώ να τον πληρώσω».
Αλλά, πώς να με καταλάβουν ;
Κι αλήθεια … γιατί ν’ ασχοληθούν μαζί μου ;
Χαμένος μέσα στη μάζα ενός αριθμού ανέργων, ένας αριθμός κι εγώ, «βρίσκω» τον εαυτό μου στις στατιστικές. Επιχείρημα στο στόμα πολλών από εκείνους που αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή μου.
Σκέφτομαι πως, ακόμη κι αν σταθώ στο κέντρο μιας πλατείας, φωνάζοντας για την αλήθεια που ζω, ακόμη κι αν βάλω φωτιά στον εαυτό μου, θα γίνω απλά ένα μονόστηλο στις σελίδες κάποιου εντύπου, ή πέντε λεπτά αναφοράς στις οθόνες της μαζικής μας αποχαύνωσης.
Κι έτσι, συνεχίζω ν’ αγωνίζομαι ειρηνικά, να διαβάζω, να μαθαίνω, να ενημερώνω και να ενημερώνομαι, να θυμώνω και να χαμογελώ.
Να «ζω», σε πείσμα των καιρών, έστω και με τους δικούς τους όρους.
Φτιάχνω καράβια με το νου. Τα φορτώνω με λέξεις και ιδέες και τ’ αφήνω να σαλπάρουν. Σ’ ένα ταξίδι μέχρι τα νοητά λιμάνια των άλλων. Όσων μπορούν ακόμη να σπάνε τις αλυσίδες του μυαλού τους.
Έχοντας πάντα κατά νου πως «η αντιξοότητα δημιουργεί ανθρώπους και η ευημερία τέρατα» (Β. Ουγκώ)
Γιώργος Τσακίρης