Πώς αλλάζουν τα δεδομένα στη μέτρηση της
ανταγωνιστικότητας εάν μετρηθεί σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης.
Γιατί χάνει αντί να βελτιώνει την θέση της η ευρωπεριφέρεια. Βελτίωσε τη
θέση της η... Γερμανία.
Εκ πρώτης όψεως, η προσαρμογή της
ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη, μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση,
βασισμένη στο μοναδιαίο κόστος εργασίας, φαίνεται ότι ακολουθεί τις
προβλέψεις της οικονομικής ανάλυσης. Οι χώρες με υψηλά ελλείμματα του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, Ελλάδα, Ισπανία και Ιρλανδία
υπέστησαν πραγματική υποτίμηση της τάξεως 14%, 11% και 15%, ενώ χώρες
με υψηλά πλεονάσματα όπως το Λουξεμβούργο υπέστησαν πραγματική
ανατίμηση.Όμως η μέτρηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της ΠΣΣΙ με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, παρουσιάζει τους εξής περιορισμούς.- Δεν λαμβάνεται υπόψη μια σημαντική εξέλιξη συνδεδεμένη με την πρόσφατη οικονομική κρίση. Υπάρχει μια δραστική μείωση του ΑΕΠ
των χωρών της περιφέρειας η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη με την
συγκεκριμένη μέθοδο. Η Ελλάδα έχασε περίπου το 25,0% του ΑΕΠ από το
2008. Δεν θα πρέπει αυτό να ληφθεί υπόψη όταν συγκρίνεται με την
Γερμανία η οποία αντιθέτως αύξησε το ΑΕΠ της; Η χρησιμοποίηση του
υποδείγματος Balassa-Samuelson-Penn επιχειρεί να συμπεριλάβει το
συγκεκριμένο σημείο.
- Η εκτίμηση για το μοναδιαίο κόστος εργασίας προέρχεται με βάση τα στοιχεία ενός δείγματος που περιλαμβάνει μόνο τις 37 αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Έτσι δεν λαμβάνονται υπόψη η ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας σε χώρες όπως Κίνα, Βραζιλία, Ινδία και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες ανταγωνίζονται πλέον σε πολλά επίπεδα τις χώρες του ΟΟΣΑ.
- Η διαμάχη μεταξύ κεϋνσιανών και θιασωτών της λιτότητας εντοπίζεται στην ύπαρξη ανελαστικότητας προς τα κάτω του ονομαστικού μισθού και στο κόστος ευημερίας της προσαρμογής αν αυτή πραγματοποιηθεί μέσω εσωτερικής υποτίμησης ή μέσω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Πάντως, από τις προοπτικές της ευημερίας είναι συζητήσιμο αν η χρησιμοποίηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι καλύτερο μέτρο προσαρμογής σε σύγκριση με την χρησιμοποίηση, ως μέτρου, της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι επομένως χρήσιμο να ελεγχθεί πως μεταβάλλεται η ανταγωνιστικότητα όταν αλλάζει η συναλλαγματική ισοτιμία.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και προκειμένου να ξεπερασθούν οι συγκεκριμένοι περιορισμοί , για την ανάλυση του ίδιου θέματος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η οπτική των Balassa-Samuelson-Penn (BSP) δηλαδή οι εκτιμήσεις πραγματοποιηθούν σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης [PPP], τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά.
Διαπιστώνεται χειροτέρευση και όχι καλυτέρευση στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης την περίοδο 2007-2013 σε αντίθεση με την Γερμανία. Συγκεκριμένα η Γερμανία έζησε, μέχρι τώρα, υπέροχα την κρίση της ευρωζώνης. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, [PPP]), αυξήθηκε περίπου 11,0%. (Γραφική παράσταση 1)
Σε αντίθεση, το υπόλοιπο της ευρωζώνης παρουσίασε μείωση 0,5% σε όρους [PPP], και στις τέσσερις νότιες ευρωπαϊκές χώρες , Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, και Ισπανία μειώθηκε 6,0%. Έτσι, σχετικά με τον γερμανικό πυρήνα, η νότια περιφέρεια, η οποία είδε κάποια αύξηση από το 2000, βίωσε μια δραματική μείωση στο επίπεδα ζωής περίπου κατά 13,0% σε διάστημα έξι ετών.
Τα επίπεδα ζωής μειώθηκαν και στις ΗΠΑ σε σχέση με τη Γερμανία , περίπου 10,0% , από την αρχή της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (Γραφική παράσταση 2).
Συνεπώς με βάση την οπτική των Balassa-Samuelson-Penn (BSP) διαπιστώνεται:
Πρώτον, υπήρξε χειροτέρευση, όχι καλυτέρευση στην ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών.
Δεύτερον, το πλαίσιο της προσαρμογής εντός της ευρωζώνης μεταξύ 2007-2013 προκάλεσε έναν παραλογισμό: καλυτέρεψε την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας κατά 9,0% ενώ χειροτέρεψε την αντίστοιχη της Ελλάδος κατά 9,0%. Το σωστό ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Τρίτον, οι αλλαγές στην πραγματική ανταγωνιστικότητα συσχετίζονται δυνατά με τις αλλαγές της ονομαστικής ισοτιμίας, το οποίο υποδηλώνει την σημασία ύπαρξης ενός ελεύθερα μεταβαλλόμενου ανεξάρτητου νομίσματος ώστε να πραγματοποιούνται οι απαιτούμενες προσαρμογές. Η εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή αλλαγές στην πραγματική ισοτιμία που να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες αλλαγές της ονομαστικής ισοτιμίας, είναι δυνατή, αλλά συμβαίνει σε λίγες περιπτώσεις και φαίνεται ότι έχει περιορισμένο μέγεθος. Στο χρησιμοποιούμενο δείγμα που περιλάμβανε 33 χώρες μόνο σε μια (Ιρλανδία) η εσωτερική υποτίμηση λειτούργησε.
H Γερμανία γνωρίζει πολύ καλά την τρέχουσα κακή κατάσταση της περιφέρειας. Τη δεκαετία του 1920 ήταν η Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζοντας δημοσιονομικές δυσχέρειες λόγω των μεταπολεμικών επανορθώσεων που έπρεπε να καταβάλλει, προσπαθούσε να επανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι στους Ευρωπαίους γείτονές της και να βελτιώσει τα δημοσιονομικά της εντός του αυστηρού πλαισίου της σταθερής ισοτιμίας που της είχε επιβληθεί από τους νικητές με τη συνθήκη των Βερσαλλιών.Το άδικο του συγκεκριμένου πλαισίου πολλές φορές το επικαλέστηκε τότε η Γερμανία. Έπειτα από πολλά χρόνια, οι Έλληνες βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, όμως λόγω του ασφυκτικού πλαισίου που επιβάλλει η συμμετοχή τους στην Ευρωζώνη. Τώρα η Γερμανία επικαλείται το δίκαιο για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της.
Συνηθισμένα τα έργα των ανθρώπων...
* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.http://www.euro2day.gr/
- Η εκτίμηση για το μοναδιαίο κόστος εργασίας προέρχεται με βάση τα στοιχεία ενός δείγματος που περιλαμβάνει μόνο τις 37 αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Έτσι δεν λαμβάνονται υπόψη η ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας σε χώρες όπως Κίνα, Βραζιλία, Ινδία και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες ανταγωνίζονται πλέον σε πολλά επίπεδα τις χώρες του ΟΟΣΑ.
- Η διαμάχη μεταξύ κεϋνσιανών και θιασωτών της λιτότητας εντοπίζεται στην ύπαρξη ανελαστικότητας προς τα κάτω του ονομαστικού μισθού και στο κόστος ευημερίας της προσαρμογής αν αυτή πραγματοποιηθεί μέσω εσωτερικής υποτίμησης ή μέσω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Πάντως, από τις προοπτικές της ευημερίας είναι συζητήσιμο αν η χρησιμοποίηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι καλύτερο μέτρο προσαρμογής σε σύγκριση με την χρησιμοποίηση, ως μέτρου, της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι επομένως χρήσιμο να ελεγχθεί πως μεταβάλλεται η ανταγωνιστικότητα όταν αλλάζει η συναλλαγματική ισοτιμία.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και προκειμένου να ξεπερασθούν οι συγκεκριμένοι περιορισμοί , για την ανάλυση του ίδιου θέματος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η οπτική των Balassa-Samuelson-Penn (BSP) δηλαδή οι εκτιμήσεις πραγματοποιηθούν σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης [PPP], τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά.
Διαπιστώνεται χειροτέρευση και όχι καλυτέρευση στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης την περίοδο 2007-2013 σε αντίθεση με την Γερμανία. Συγκεκριμένα η Γερμανία έζησε, μέχρι τώρα, υπέροχα την κρίση της ευρωζώνης. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, [PPP]), αυξήθηκε περίπου 11,0%. (Γραφική παράσταση 1)
Σε αντίθεση, το υπόλοιπο της ευρωζώνης παρουσίασε μείωση 0,5% σε όρους [PPP], και στις τέσσερις νότιες ευρωπαϊκές χώρες , Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, και Ισπανία μειώθηκε 6,0%. Έτσι, σχετικά με τον γερμανικό πυρήνα, η νότια περιφέρεια, η οποία είδε κάποια αύξηση από το 2000, βίωσε μια δραματική μείωση στο επίπεδα ζωής περίπου κατά 13,0% σε διάστημα έξι ετών.
Τα επίπεδα ζωής μειώθηκαν και στις ΗΠΑ σε σχέση με τη Γερμανία , περίπου 10,0% , από την αρχή της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (Γραφική παράσταση 2).
Συνεπώς με βάση την οπτική των Balassa-Samuelson-Penn (BSP) διαπιστώνεται:
Πρώτον, υπήρξε χειροτέρευση, όχι καλυτέρευση στην ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών.
Δεύτερον, το πλαίσιο της προσαρμογής εντός της ευρωζώνης μεταξύ 2007-2013 προκάλεσε έναν παραλογισμό: καλυτέρεψε την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας κατά 9,0% ενώ χειροτέρεψε την αντίστοιχη της Ελλάδος κατά 9,0%. Το σωστό ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Τρίτον, οι αλλαγές στην πραγματική ανταγωνιστικότητα συσχετίζονται δυνατά με τις αλλαγές της ονομαστικής ισοτιμίας, το οποίο υποδηλώνει την σημασία ύπαρξης ενός ελεύθερα μεταβαλλόμενου ανεξάρτητου νομίσματος ώστε να πραγματοποιούνται οι απαιτούμενες προσαρμογές. Η εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή αλλαγές στην πραγματική ισοτιμία που να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες αλλαγές της ονομαστικής ισοτιμίας, είναι δυνατή, αλλά συμβαίνει σε λίγες περιπτώσεις και φαίνεται ότι έχει περιορισμένο μέγεθος. Στο χρησιμοποιούμενο δείγμα που περιλάμβανε 33 χώρες μόνο σε μια (Ιρλανδία) η εσωτερική υποτίμηση λειτούργησε.
H Γερμανία γνωρίζει πολύ καλά την τρέχουσα κακή κατάσταση της περιφέρειας. Τη δεκαετία του 1920 ήταν η Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζοντας δημοσιονομικές δυσχέρειες λόγω των μεταπολεμικών επανορθώσεων που έπρεπε να καταβάλλει, προσπαθούσε να επανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι στους Ευρωπαίους γείτονές της και να βελτιώσει τα δημοσιονομικά της εντός του αυστηρού πλαισίου της σταθερής ισοτιμίας που της είχε επιβληθεί από τους νικητές με τη συνθήκη των Βερσαλλιών.Το άδικο του συγκεκριμένου πλαισίου πολλές φορές το επικαλέστηκε τότε η Γερμανία. Έπειτα από πολλά χρόνια, οι Έλληνες βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, όμως λόγω του ασφυκτικού πλαισίου που επιβάλλει η συμμετοχή τους στην Ευρωζώνη. Τώρα η Γερμανία επικαλείται το δίκαιο για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της.
Συνηθισμένα τα έργα των ανθρώπων...
* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.http://www.euro2day.gr/