Ήταν σαν μπουνιά στο στομάχι. Η δημοσίευση μέρους της απολογίας του Μιχάλη Χριστοφοράκου
στις ανακριτικές αρχές του Μονάχου το καλοκαίρι του 2009 για το
σκάνδαλο Siemens στο «Βήμα» πόνεσε πολύ όσους ήταν άμεσα αναμιγμένοι σε
αυτό. Ταυτόχρονα, παρόλο που το περιεχόμενο της κατάθεσης ήταν από
χρόνια γνωστό, έξυσε παλιές πληγές. Στην απολογία αναφέρονται μεν μόνο
τρεις πολιτικοί (ο ενδιάμεσα αποθανών νεοδημοκράτης Γιάννης Βαρθολομαίος, καθώς οι «πασόκοι» Θεόδωρος Τσουκάτος και Κώστας Γείτονας)
που «λαδώνονταν» από τη γερμανική πολυεθνική. Όμως τα μαύρα χρήματα δεν
πήγαιναν στην τσέπη τους, αλλά στα κομματικά ταμεία. Υπόλογοι δεν είναι
έτσι κάποια μεμονωμένα άτομα, αλλά το σύνολο του πολιτικού κατεστημένου
στο δεύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής περιόδου - από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη ως τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή.
Ήταν η εποχή που η διαφθορά, αν και νομικά ανεπίτρεπτη, ήταν πολιτικά καθιερωμένη: Η Siemens διέθετε το 2% του τζίρου της στην Ελλάδα για την, όπως λεγόταν, «καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου» - και οι πολιτικοί των δυο τότε μεγάλων κομμάτων αποδέχονταν το «λάδωμα» σαν κάτι το αυτονόητο και αυτοδίκαιο.
Σύντομη αναδρομή στα παλιά: Μέχρι το 1999 δεν υπήρχε νόμος στη Γερμανία που να απαγορεύει τη δωροδοκία ξένων πολιτών από γερμανικές εταιρίες στο εξωτερικό. Οι μίζες μάλιστα καταγράφονταν στους ισολογισμούς των τελευταίων ως «αναγκαίες δαπάνες» και αφαιρούνταν, εντελώς νόμιμα, από το φορολογητέο ποσό. Το τίμημα της διαφθοράς το πλήρωναν έτσι τελικά οι γερμανοί φορολογούμενοι. Αυτό άλλαξε άρδην, όταν ορισμένες γερμανικές πολυεθνικές μπήκαν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Οι αμερικανοί ανταγωνιστές τους άρχισαν να παραπονούνται για αθέμιτο συναγωνισμό, κάτι που ώθησε την αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς να κινηθεί εναντίον των «ξενόφερτων» ταραξιών. Παράλληλα, η αμερικανική κυβέρνηση τους απειλούσε με μόνιμο αποκλεισμό από τις παραγγελίες της. Μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο, η γερμανική κυβέρνηση έθεσε εκτός νόμου τη δωροδοκία στο εξωτερικό
. Μόνο που πολλές εταιρίες αρνήθηκαν να το πάρουν υπόψη. Η Siemens, για παράδειγμα, συνέχιζε τα «λαδώματα» μέσω των περιβόητων «μαύρων ταμείων», που διέθεταν δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σταμάτησε το 2005, όταν αποκαλύφθηκαν οι παρανομίες. Η υπόθεση έληξε λίγο ή πολύ νομικά με τις δίκες κατά δεκάδων υπευθύνων το 2006 στο Μόναχο και την εν πολλοίς ελαφρά καταδίκη τους σε λιγόχρονες ποινές φυλάκισης με αναστολή, καθώς και σε μικρά χρηματικά ποσά. Έκτοτε, ο θόρυβος για το σκάνδαλο άρχισε να κοπάζει. Και μόνο οι έλληνες «δικαιούχοι», εκείνοι δηλαδή που δεν είχαν λάβει ακόμη στο ακέραιο τη μίζα τους, συνέχιζαν και μέσα στο 2007, όπως αναφέρει στην απολογία του ο κ.Χριστοφοράκος, να απαιτούν φωναχτά από τη Siemens το υπόλοιπο της «οφειλής» της.
Οι δωροδοκίες της Siemens έγιναν εξ ολοκλήρου πριν ξεσπάσει η κρίση του 2009. Αν συγκρίνει όμως κανείς τις δυο εποχές, πριν και μετά την κρίση, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, οι δομές, οι μηχανισμοί και το μέγεθος της διαφθοράς στην Ελλάδα, όπως δείχνει ο πρόσφατος διεθνής «δείκτης αντίληψης της διαφθοράς 2014», δεν έχουν αλλάξει πολύ από την προ του 2006 εποχή.
Δεύτερον, η χώρα συνεχίζει να κυβερνάται από τα ίδια κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς, που κυβερνούσαν και την εποχή της μεγάλης δόξας του Μιχάλη Χριστοφοράκο. Γι αυτό και θα ήταν λάθος να μιλάμε σήμερα για μια «μετά Χριστοφοράκο εποχή». Η ορθότερη έκφραση είναι: «Η εποχή Χριστοφοράκου Β’».
Τρίτον, η Siemens εξακολουθεί να «αλωνίζει» στην ελληνική οικονομία οικειοποιούμενη το μεγαλύτερο μέρος της πίτας στην ηλεκτρονική αγορά και αθετώντας επιδεικτικά τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι έναντι του ελληνικού κράτους ως αντιστάθμισμα για τις παλαιότερες «αμαρτίες» της.
Παράλληλα, στη δημοσιότητα επαναλαμβάνονται δυο λάθη οπερετικού χαρακτήρα.Το πρώτο προέρχεται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές, οι οποίες επιχειρούν να στήσουν στο εδώλιο του κατηγορημένου τους ιθύνοντες της Siemens, που ήταν υπεύθυνοι για τις δωροδοκίες στην Ελλάδα – «ξεχνώντας» ότι τα ίδια πρόσωπα έχουν λογοδοτήσει δικαστικά για τα ίδια ακριβώς αδικήματα σε γερμανικά δικαστήρια.
Το δεύτερο γίνεται από μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, καθώς και από πολλούς, μεταξύ άλλων και αριστερούς, πολιτικούς, που ζητούν από την Άνγκελα Μέρκελ να εκδώσει τον κ.Χριστοφοράκο στην Ελλάδα. Το αίτημα είναι προφανώς παράλογο: Το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης αποφάνθηκε το 2009 οριστικά και αμετάκλητα κατά της έκδοσης επικαλούμενο τη γερμανική υπηκοότητα του κ.Χριστοφοράκου. Κάθε επιμονή στην έκδοση ισοδυναμεί λοιπόν με το αίτημα για αυθαίρετη επέμβαση της καγκελάριου – και επομένως για κατάλυση του διαχωρισμού των εξουσιών και για παραβίαση του κράτους δικαίου.
Η (επανα)αποκάλυψη της απολογίας του κ.Χριστοφοράκου, που έγινε προφανώς για να αναμοχλεύσει τα πιο χυδαία αντιγερμανικά ανακλαστικά, έχει λοιπόν και τα καλά της: Συμβάλει στην επισήμανση και διόρθωση πολλών παρερμηνειών και λαθών, που έχουν γίνει σχετικά τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Άλλες, μεγαλύτερες και πιο πρωτότυπες αποκαλύψεις, δεν αποκλείονται. Κάθε τέτοια ρίχνει περισσότερο φως «στο σκοτάδι της στιγμής που ζούμε» (Ερνστ Μπλοχ), διευρύνει το οπτικό πεδίο για τα συμβάντα μιας συγκεκριμένης εποχής.
Όμως και οι επαναλήψεις δεν είναι άσχημες: Συνεισφέρουν στην οριοθέτηση δυο πρόσφατων σημαντικών φάσεων της διαφθοράς του ελληνικού πολιτικοοικονομικού κατεστημένου. Και στη σηματοδότησή τους με το όνομα ενός γενναιόδωρου «δότη»: του Μιχάλη Χριστοφοράκου.
Ήταν η εποχή που η διαφθορά, αν και νομικά ανεπίτρεπτη, ήταν πολιτικά καθιερωμένη: Η Siemens διέθετε το 2% του τζίρου της στην Ελλάδα για την, όπως λεγόταν, «καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου» - και οι πολιτικοί των δυο τότε μεγάλων κομμάτων αποδέχονταν το «λάδωμα» σαν κάτι το αυτονόητο και αυτοδίκαιο.
Σύντομη αναδρομή στα παλιά: Μέχρι το 1999 δεν υπήρχε νόμος στη Γερμανία που να απαγορεύει τη δωροδοκία ξένων πολιτών από γερμανικές εταιρίες στο εξωτερικό. Οι μίζες μάλιστα καταγράφονταν στους ισολογισμούς των τελευταίων ως «αναγκαίες δαπάνες» και αφαιρούνταν, εντελώς νόμιμα, από το φορολογητέο ποσό. Το τίμημα της διαφθοράς το πλήρωναν έτσι τελικά οι γερμανοί φορολογούμενοι. Αυτό άλλαξε άρδην, όταν ορισμένες γερμανικές πολυεθνικές μπήκαν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Οι αμερικανοί ανταγωνιστές τους άρχισαν να παραπονούνται για αθέμιτο συναγωνισμό, κάτι που ώθησε την αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς να κινηθεί εναντίον των «ξενόφερτων» ταραξιών. Παράλληλα, η αμερικανική κυβέρνηση τους απειλούσε με μόνιμο αποκλεισμό από τις παραγγελίες της. Μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο, η γερμανική κυβέρνηση έθεσε εκτός νόμου τη δωροδοκία στο εξωτερικό
. Μόνο που πολλές εταιρίες αρνήθηκαν να το πάρουν υπόψη. Η Siemens, για παράδειγμα, συνέχιζε τα «λαδώματα» μέσω των περιβόητων «μαύρων ταμείων», που διέθεταν δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σταμάτησε το 2005, όταν αποκαλύφθηκαν οι παρανομίες. Η υπόθεση έληξε λίγο ή πολύ νομικά με τις δίκες κατά δεκάδων υπευθύνων το 2006 στο Μόναχο και την εν πολλοίς ελαφρά καταδίκη τους σε λιγόχρονες ποινές φυλάκισης με αναστολή, καθώς και σε μικρά χρηματικά ποσά. Έκτοτε, ο θόρυβος για το σκάνδαλο άρχισε να κοπάζει. Και μόνο οι έλληνες «δικαιούχοι», εκείνοι δηλαδή που δεν είχαν λάβει ακόμη στο ακέραιο τη μίζα τους, συνέχιζαν και μέσα στο 2007, όπως αναφέρει στην απολογία του ο κ.Χριστοφοράκος, να απαιτούν φωναχτά από τη Siemens το υπόλοιπο της «οφειλής» της.
Οι δωροδοκίες της Siemens έγιναν εξ ολοκλήρου πριν ξεσπάσει η κρίση του 2009. Αν συγκρίνει όμως κανείς τις δυο εποχές, πριν και μετά την κρίση, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, οι δομές, οι μηχανισμοί και το μέγεθος της διαφθοράς στην Ελλάδα, όπως δείχνει ο πρόσφατος διεθνής «δείκτης αντίληψης της διαφθοράς 2014», δεν έχουν αλλάξει πολύ από την προ του 2006 εποχή.
Δεύτερον, η χώρα συνεχίζει να κυβερνάται από τα ίδια κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς, που κυβερνούσαν και την εποχή της μεγάλης δόξας του Μιχάλη Χριστοφοράκο. Γι αυτό και θα ήταν λάθος να μιλάμε σήμερα για μια «μετά Χριστοφοράκο εποχή». Η ορθότερη έκφραση είναι: «Η εποχή Χριστοφοράκου Β’».
Τρίτον, η Siemens εξακολουθεί να «αλωνίζει» στην ελληνική οικονομία οικειοποιούμενη το μεγαλύτερο μέρος της πίτας στην ηλεκτρονική αγορά και αθετώντας επιδεικτικά τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι έναντι του ελληνικού κράτους ως αντιστάθμισμα για τις παλαιότερες «αμαρτίες» της.
Παράλληλα, στη δημοσιότητα επαναλαμβάνονται δυο λάθη οπερετικού χαρακτήρα.Το πρώτο προέρχεται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές, οι οποίες επιχειρούν να στήσουν στο εδώλιο του κατηγορημένου τους ιθύνοντες της Siemens, που ήταν υπεύθυνοι για τις δωροδοκίες στην Ελλάδα – «ξεχνώντας» ότι τα ίδια πρόσωπα έχουν λογοδοτήσει δικαστικά για τα ίδια ακριβώς αδικήματα σε γερμανικά δικαστήρια.
Το δεύτερο γίνεται από μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, καθώς και από πολλούς, μεταξύ άλλων και αριστερούς, πολιτικούς, που ζητούν από την Άνγκελα Μέρκελ να εκδώσει τον κ.Χριστοφοράκο στην Ελλάδα. Το αίτημα είναι προφανώς παράλογο: Το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης αποφάνθηκε το 2009 οριστικά και αμετάκλητα κατά της έκδοσης επικαλούμενο τη γερμανική υπηκοότητα του κ.Χριστοφοράκου. Κάθε επιμονή στην έκδοση ισοδυναμεί λοιπόν με το αίτημα για αυθαίρετη επέμβαση της καγκελάριου – και επομένως για κατάλυση του διαχωρισμού των εξουσιών και για παραβίαση του κράτους δικαίου.
Η (επανα)αποκάλυψη της απολογίας του κ.Χριστοφοράκου, που έγινε προφανώς για να αναμοχλεύσει τα πιο χυδαία αντιγερμανικά ανακλαστικά, έχει λοιπόν και τα καλά της: Συμβάλει στην επισήμανση και διόρθωση πολλών παρερμηνειών και λαθών, που έχουν γίνει σχετικά τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Άλλες, μεγαλύτερες και πιο πρωτότυπες αποκαλύψεις, δεν αποκλείονται. Κάθε τέτοια ρίχνει περισσότερο φως «στο σκοτάδι της στιγμής που ζούμε» (Ερνστ Μπλοχ), διευρύνει το οπτικό πεδίο για τα συμβάντα μιας συγκεκριμένης εποχής.
Όμως και οι επαναλήψεις δεν είναι άσχημες: Συνεισφέρουν στην οριοθέτηση δυο πρόσφατων σημαντικών φάσεων της διαφθοράς του ελληνικού πολιτικοοικονομικού κατεστημένου. Και στη σηματοδότησή τους με το όνομα ενός γενναιόδωρου «δότη»: του Μιχάλη Χριστοφοράκου.