Σπύρος ΛίτσαςΤο βαλκανικό δρώμενο για πολλούς αιώνες αναδείκνυε τη σύγκρουση
ως τη μοναδική διέξοδο διαμόρφωσης πολιτικών δεδομένων και διεργασιών
στον πυρήνα των εγχώριων συλλογικοτήτων. Δεν είναι μακριά η εποχή που ο
Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωνε ότι τα Βαλκάνια είναι η
πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης γιατί οι λαοί της περιοχής παράγουν
περισσότερη Ιστορία από αυτή που μπορούν να καταναλώσουν. Τις τελευταίες
δεκαετίες όμως, παρότι οι τριβές που οι εθνικιστικές και σοβινιστικές
αναζητήσεις διάφορων βαλκανικών παραγόντων συνεχίζουν να διαμορφώνουν
μέρος της φυσιογνωμίας της περιοχής, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η ΝΑ
Ευρώπη βιώνει ένα σήμερα καλύτερο από το χθες της.
Σε αυτή την κομβική μεταβολή καθοριστικό ρόλο έχει παίξει το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου και το ότι με συντεταγμένο τρόπο τα κράτη της περιοχής αναζητούν τρόπους ένταξής τους στο δυτικό κοινωνικοπολιτικό δρώμενο και μεθόδους υιοθέτησης των δυτικών αρχών και αξιών. Η επιδίωξη αυτή καθορίζει την Υψηλή Στρατηγική των κρατών της Βαλκανικής και μειώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον πολιτικό οπορτουνισμό που η παραδοσιακή ρευστότητα της περιοχής παρήγαγε. Ασφαλώς, σε καμία των περιπτώσεων το βαλκανικό υποσύστημα δεν έχει οριστικά ξεφύγει από το φάσμα των υψηλών πιέσεων, αλλά πλέον υφίστανται όλες αυτές οι προϋποθέσεις ώστε τα Βαλκάνια να γίνουν σημαντικός πόλος του δυτικού κόσμου.
Σε αυτή τη διαδικασία ωρίμανσης, όσο στερεοτυπικό κι αν ακούγεται αυτό, η Ελλάδα έχει να παίξει ουσιαστικό ρόλο. Το ελληνικό κράτος διαθέτει τις τεχνοκρατικές υποδομές, τη νομική γνώση και την επιχειρηματική εμπειρία ώστε να ποιοτικοποιήσουν την προσπάθεια των έτερων βαλκανικών κρατών ως προς την ένταξή τους στο δυτικό υποσύστημα. Σε αυτή την προσπάθεια δημιουργικές αιχμές του δόρατος για το ελληνικό κράτος είναι ο υγιής επιχειρηματικός κόσμος, που είναι έτοιμος να υπερβεί τις παραδοσιακές δομές λειτουργίας του και ικανός να αναπτυχθεί στους χώρους των νέων τεχνολογιών, οι διπλωματικές υπηρεσίες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που οφείλουν εκτός της διευθέτησης πολιτικών ζητημάτων να ασχοληθούν πιο ενεργά με τη βελτίωση του κύρους και του γοήτρου της ελληνικής Πολιτείας, και ασφαλώς τα πανεπιστήμια της χώρας, που μπορούν να οικοδομήσουν ένα νέο δημιουργικό φάσμα σχέσεων μεταξύ των πιο δημιουργικών και δυναμικών τμημάτων των κοινωνικών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Είναι δεδομένο ότι η κρίση των τελευταίων ετών, έκτος όλων των ζητημάτων κοινωνικοπολιτικής διάστασης που παρήγαγε, έχει οδηγήσει σε τελμάτωση του στρατηγικού ρόλου της χώρας όχι μόνο σε επίπεδο εφαρμογής αλλά και σχεδιασμού. Η τελμάτωση όμως αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να συνεχίζεται ακόμα, αφού μας αποστερεί τη δυνατότητα δημιουργικής εκμετάλλευσης των ευκαιριών που παρουσιάζονται για εμάς στην περιοχή, αλλά δημιουργεί και μια ψευδή εικόνα για τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας. Η θετικοποίηση των βαλκανικών οικονομικοπολιτικών υποδομών αυξάνει τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στο αμέσως προσεχές διάστημα. Οφείλουμε να εξηγήσουμε στα συμμαχικά μας δίκτυα με ψύχραιμο, ορθολογικό και τεχνοκρατικά άρτιο τρόπο ότι η πολιτική ωρίμανση της περιοχής περνά μέσα από την επιστροφή της Ελλάδας στη διεθνή κανονικότητα τόσο ως πολιτική προοπτική όσο και ως στρατηγική στόχευση και ότι το τέλος της ελληνικής κρίσης δεν θα είναι κέρδος μόνο των Ελλήνων που αυτά τα χρόνια έχουμε δοκιμαστεί σκληρά.
Σπύρος Λίτσας