Πώς ο τουρκικής καταγωγής γερμανός
σκηνοθέτης έσπασε κάθε ταμπού στην Τουρκία γυρίζοντας μια ταινία επικών
διαστάσεων με αφορμή τη γενοκτονία των Αρμενίων
Από τα εφηβικά κιόλας χρόνια του στη Γερμανία ο Φατίχ Ακίν ένιωθε αναγκασμένος να υπερασπίζεται τους Τούρκους πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, χωρίς όμως να ξέρει τον λόγο. Κάποια στιγμή ρώτησε τους τούρκους γονείς του. «Είναι όλα ψέματα» μου είπαν, παραδέχεται. «Η σφαγή των Αρμενίων δεν έγινε ποτέ. Μη μιλάς γι' αυτό». Σταμάτησε μεν να μιλάει αλλά άρχισε σιγά-σιγά να διαβάζει. Πήγε στη βιβλιοθήκη και άρχισε να ψάχνει οτιδήποτε αφορούσε τη σφαγή των Αρμενίων. Ενιωσε τον κόσμο του να αλλάζει όταν ανακάλυψε το βιβλίο του Φραντζ Βέρφελ «Οι σαράντα ημέρες του Μουσά Ντα» γραμμένο το 1933. «Ηταν μια πολύ καλή αρχή και αμέσως έγινε ξεκάθαρο μέσα μου: μια ημέρα θα έκανα μια ταινία με αυτό το θέμα».
«Δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να είσαι ο δημόσιος εχθρός Νο 1» είπε ο Φατίχ Ακίν για το ενδεχόμενο η ταινία του να προκαλέσει την έχθρα των Τούρκων. Ωστόσο δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. «Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά» είπε. «Εδώ και πολύ καιρό η τουρκική κυβέρνηση είναι έτοιμη να μιλήσει γι' αυτό το θέμα. Επιτρέπει στον κόσμο να μιλάει. Δεν γίνονται στρατευμένες κινήσεις αλλά ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις, γράφονται βιβλία, γίνονται εκθέσεις. Αργά ή γρήγορα μια ταινία θα ακολουθούσε».
«Οταν μου πρότειναν να επιστρέψω στο σινεμά γράφοντας μια ταινία, δέχθηκα για έναν βασικό λόγο» είπε ο Μάρτιν, που εμφανίστηκε επίσης στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας. «Θα έγραφα κάτι για το οποίο κανείς δεν είχε τα κότσια να γράψει. Και αυτό μου άρεσε».
πότε & πού:
Η ταινία «The cut» θα διανεμηθεί αργότερα στις ελληνικές αίθουσες. Για τη συνέντευξη αυτή ευχαριστούμε τον διανομέα κ. Ζήνο Παναγιωτίδη.
«Η γενοκτονία των Αρμενίων με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή» λέει ο Φατίχ Ακίν.
«Πραγματικά όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ήταν τρομερό ταμπού για τους
Τούρκους και απαγορευόταν να ειπωθεί το οτιδήποτε γι' αυτό το θέμα. Και
αυτό βέβαια με έκανε ακόμη περισσότερο περίεργο». Η περιέργεια του
τουρκικής καταγωγής γερμανού σκηνοθέτη, γνωστού από τις επιτυχίες
«Μαζί/Ποτέ», «Η άκρη του ουρανού» και «Soul Kitchen», είχε ως αποτέλεσμα
μία από τις πιο συζητημένες ευρωπαϊκές ταινίες των ημερών μας. Η ταινία
λέγεται «The cut», ένας τίτλος που μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά ως
«Η κοπή», αφού το θέμα της είναι το απότομο, βίαιο, απάνθρωπο «κόψιμο»
ενός ανθρώπου από την οικογένειά του, την οποία αργότερα θα προσπαθήσει
να ξαναβρεί «οργώνοντας» ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη με τα πόδια. Το
«The cut», που έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του στο 55ο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης (μετά την παγκόσμια πρώτη της στη Βενετία τον Σεπτέμβριο),
παρακολουθεί την πορεία ενός Αρμένη, του Ναζαρέτ Μανουγκιάν (τον
υποδύεται ο γαλλοαλγερινός ηθοποιός Ταχάρ Ραχίμ), ο
οποίος, έχοντας γλιτώσει στο παρά πέντε από τη γενοκτονία, προσπαθεί πια
να ανακαλύψει τα ίχνη των μοναδικών προσώπων της οικογένειάς του που
κατάφεραν να σωθούν, των δύο κορών του. Η οδύσσειά του θα έχει δεκάδες
σταθμούς από την Ευρώπη ως την Αφρική και από εκεί στην Κεντρική Αμερική
και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο του ήρωα όμως είναι η έλλειψη φωνής. Οι Τούρκοι έκοψαν τις φωνητικές χορδές του...
Το μεγαλύτερο εμπόδιο του ήρωα όμως είναι η έλλειψη φωνής. Οι Τούρκοι έκοψαν τις φωνητικές χορδές του...
Από τα εφηβικά κιόλας χρόνια του στη Γερμανία ο Φατίχ Ακίν ένιωθε αναγκασμένος να υπερασπίζεται τους Τούρκους πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, χωρίς όμως να ξέρει τον λόγο. Κάποια στιγμή ρώτησε τους τούρκους γονείς του. «Είναι όλα ψέματα» μου είπαν, παραδέχεται. «Η σφαγή των Αρμενίων δεν έγινε ποτέ. Μη μιλάς γι' αυτό». Σταμάτησε μεν να μιλάει αλλά άρχισε σιγά-σιγά να διαβάζει. Πήγε στη βιβλιοθήκη και άρχισε να ψάχνει οτιδήποτε αφορούσε τη σφαγή των Αρμενίων. Ενιωσε τον κόσμο του να αλλάζει όταν ανακάλυψε το βιβλίο του Φραντζ Βέρφελ «Οι σαράντα ημέρες του Μουσά Ντα» γραμμένο το 1933. «Ηταν μια πολύ καλή αρχή και αμέσως έγινε ξεκάθαρο μέσα μου: μια ημέρα θα έκανα μια ταινία με αυτό το θέμα».
Αντί του 1922 και του Χραντ Ντινκ
Τα χρόνια πέρασαν και ο Φατίχ Ακίν δεν λησμόνησε ποτέ αυτό που είχε
τάξει στον εαυτό του. Το παράξενο βέβαια είναι ότι το «The cut»
γυρίστηκε στη θέση μιας άλλης ταινίας που ο Ακίν δεν μπόρεσε ποτέ να
γυρίσει (και μακάρι κάποια στιγμή να το κάνει). «Πριν από επτά
χρόνια είχα αρχίσει να δουλεύω πάνω σε μια ταινία για τους ξεριζωμένους
Ελληνες της καταστροφής της Σμύρνης το 1922» μας είπε στη Βενετία. Θα ήταν μια ταινία με πρωταγωνιστή τον φίλο του Αδάμ Μποσδούκο
(ο βασικός ηθοποιός στο «Soul Kitchen»), ο οποίος θα υποδυόταν έναν
τραγουδιστή της Σμύρνης που χάνει επίσης τη φωνή του (όπως ο ήρωας στο
«The cut») και επίσης καταλήγει στην Αμερική μετά την καταστροφή της
Σμύρνης. Το σενάριο γράφτηκε μεν αλλά και οι δύο τελικά θεώρησαν ότι η
υλοποίησή του θα ήταν πολύ δύσκολη. Ωστόσο ο Ακίν κράτησε τις σημειώσεις
του, αλλά την ίδια ώρα αναζήτησε κάτι διαφορετικό, κάτι που τον οδήγησε
στην υπόθεση δολοφονίας του τούρκου δημοσιογράφου και συγγραφέα Χραντ Ντινκ
(1954-2007) που θεωρήθηκε ότι αποτελούσε μέρος της εφαρμογής
σχεδιαζόμενου πραξικοπήματος από την παραστρατιωτική οργάνωση
Εργκένεκον. «Ωστόσο ο ηθοποιός που ήθελα να υποδυθεί τον Χραντ Ντινκ
απομακρύνθηκε την τελευταία στιγμή και μετά κανείς δεν ήθελε να τον
υποδυθεί. Ηταν πολύ δύσκολο για αυτούς και το κατανοώ, δεν ζω στην
Τουρκία, εκείνοι όμως ζουν». Ετσι επέστρεψε στην ιστορία του Ελληνα της Σμύρνης και τον μετέτρεψε σε Αρμένη. Αυτή η απόφαση ελήφθη το 2010.
«Δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να είσαι ο δημόσιος εχθρός Νο 1» είπε ο Φατίχ Ακίν για το ενδεχόμενο η ταινία του να προκαλέσει την έχθρα των Τούρκων. Ωστόσο δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. «Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά» είπε. «Εδώ και πολύ καιρό η τουρκική κυβέρνηση είναι έτοιμη να μιλήσει γι' αυτό το θέμα. Επιτρέπει στον κόσμο να μιλάει. Δεν γίνονται στρατευμένες κινήσεις αλλά ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις, γράφονται βιβλία, γίνονται εκθέσεις. Αργά ή γρήγορα μια ταινία θα ακολουθούσε».
Η «πένα» του Μάρτιν Σκορσέζε
Κάτι που ο Φατίχ Ακίν τόνισε επίσης ήταν η επιθυμία του να σβήσει
τα σύνορα της ταυτότητας για τη γενικότερη βία που περιστοιχίζει τον
ήρωά του σε κάθε γωνιά της Γης. Αλλωστε το πρώτο πράγμα που δέχεται όταν
πατά το πόδι του στην Αμερική είναι ένας πυροβολισμός. Για την
εξιστόρηση της ταινίας ο Φατίχ Ακίν δέχθηκε τη βοήθεια ενός μαέστρου της
γραφής σεναρίου, του Μάρντικ Μάρτιν, στενού συνεργάτη του Μάρτιν Σκορσέζε σε ταινίες όπως το «Οργισμένο είδωλο» και «Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη».
«Οταν μου πρότειναν να επιστρέψω στο σινεμά γράφοντας μια ταινία, δέχθηκα για έναν βασικό λόγο» είπε ο Μάρτιν, που εμφανίστηκε επίσης στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας. «Θα έγραφα κάτι για το οποίο κανείς δεν είχε τα κότσια να γράψει. Και αυτό μου άρεσε».
Από τον Καζάν ως τον Λεόνε
Οι επιρροές του Ακίν για τη δημιουργία του «The cut» ήταν αρκετές. Στη συνομιλία μας ανέφερε το «Αμέρικα Αμέρικα» του Ηλία Καζάν, το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν αλλά και τα σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, αφού το «Cut» είναι μια επική στην όψη της ταινία και η χρήση του φυσικού τοπίου παίζει καταλυτικό ρόλο. Σε ό,τι αφορά το «Χαμίνι», σε κάποια σκηνή της ταινίας ο Ναζαρέτ ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη μαγεία του νέου μέσου που λέγεται κινηματογράφος και η ταινία που βλέπει είναι το αριστούργημα του Τσάπλιν που, όπως και ο ίδιος, δεν έχει ομιλία. Ωστόσο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του Ακίν θυμίζει υπερφιλόδοξο αφηγηματικό έπος, πολύ μακριά από το ύφος των προηγούμενων, περισσότερο προσωπικών ταινιών του, τον έφερε αντιμέτωπο με σκληρές κριτικές που χτύπησαν την ταινία. «Οταν γύριζα το "Cut" είχα συγκεκριμένο κοινό θεατών στο μυαλό μου» είπε ο σκηνοθέτης. «Είχα ανθρώπους σαν τον πατέρα μου που θα αναγνώριζαν το δράμα ενός ανθρώπου που αναζητεί τα παιδιά του, είχα τον κοινό αρμένη θεατή και τον κοινό τούρκο θεατή. Για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να καταλάβουν την ταινία θα έπρεπε να δουν ένα σινεμά που αναγνωρίζουν. Ο πατέρας μου ξέρει τον "Λόρενς της Αραβίας". Δεν ξέρει το "Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες"».
Οι επιρροές του Ακίν για τη δημιουργία του «The cut» ήταν αρκετές. Στη συνομιλία μας ανέφερε το «Αμέρικα Αμέρικα» του Ηλία Καζάν, το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν αλλά και τα σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, αφού το «Cut» είναι μια επική στην όψη της ταινία και η χρήση του φυσικού τοπίου παίζει καταλυτικό ρόλο. Σε ό,τι αφορά το «Χαμίνι», σε κάποια σκηνή της ταινίας ο Ναζαρέτ ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη μαγεία του νέου μέσου που λέγεται κινηματογράφος και η ταινία που βλέπει είναι το αριστούργημα του Τσάπλιν που, όπως και ο ίδιος, δεν έχει ομιλία. Ωστόσο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του Ακίν θυμίζει υπερφιλόδοξο αφηγηματικό έπος, πολύ μακριά από το ύφος των προηγούμενων, περισσότερο προσωπικών ταινιών του, τον έφερε αντιμέτωπο με σκληρές κριτικές που χτύπησαν την ταινία. «Οταν γύριζα το "Cut" είχα συγκεκριμένο κοινό θεατών στο μυαλό μου» είπε ο σκηνοθέτης. «Είχα ανθρώπους σαν τον πατέρα μου που θα αναγνώριζαν το δράμα ενός ανθρώπου που αναζητεί τα παιδιά του, είχα τον κοινό αρμένη θεατή και τον κοινό τούρκο θεατή. Για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να καταλάβουν την ταινία θα έπρεπε να δουν ένα σινεμά που αναγνωρίζουν. Ο πατέρας μου ξέρει τον "Λόρενς της Αραβίας". Δεν ξέρει το "Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες"».
πότε & πού:
Η ταινία «The cut» θα διανεμηθεί αργότερα στις ελληνικές αίθουσες. Για τη συνέντευξη αυτή ευχαριστούμε τον διανομέα κ. Ζήνο Παναγιωτίδη.