Σήμερα στην Ευρώπη, πολιτικοί και οικονομολόγοι
χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ως προς την εκτίμηση της
κατάστασης που επικρατεί και τις προοπτικές για το μέλλον. Οι αισιόδοξοι
υποστηρίζουν ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Βλέπουν φως στην άκρη του
τούνελ, ισχυρά σημάδια οικονομικής ανάκαμψης και χαιρετίζουν με
ανακούφιση την επιστροφή στις χρηματαγορές χωρών που ζούσαν τα τελευταία
χρόνια με τα περιβόητα μνημόνια. Παραδέχονται βεβαίως ότι το τίμημα που
πληρώσαμε ήταν μεγάλο, αλλά θεωρούν ότι ήταν αναγκαίο. Η Ευρώπη άλλαξε.
Και πρέπει να συνεχίσει να αλλάζει, επιμένουν, για να μπορέσει να
αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Υπάρχουν και οι άλλοι, οι λιγότερο αισιόδοξοι. Μας θυμίζουν ότι η Ευρώπη φλερτάρει με τον αποπληθωρισμό, που καθιστά την προσαρμογή των χωρών της περιφέρειας πολύ πιο δύσκολη, όπως και την εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου χρέους. Πιστεύουν ότι η οικονομική ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη και άνιση, η ανεργία θα παραμείνει υψηλή για πολλά χρόνια, ενώ το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) είναι επίσης πολύ υψηλό. Δεν είναι σύμπτωση ότι τα πολιτικά άκρα ενισχύονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ο εθνικισμός φουντώνει και ο λαϊκισμός κάνει πάρτι. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μάλλον θα επιβεβαιώσουν αυτές τις εξελίξεις. Για τους λιγότερο αισιόδοξους, η Ευρώπη μοιάζει να περιμένει το θαύμα, γιατί τα υπάρχοντα σχέδια αποδεικνύονται ανεπαρκή στην πράξη. Και επειδή θαύματα δεν συμβαίνουν συχνά, επιχείρησα να σκιαγραφήσω με αδρές γραμμές το περίγραμμα μιας νέας μεγάλης συμφωνίας, που θα βοηθούσε την Ευρώπη να ξεφύγει από τη σημερινή αδιέξοδη πολιτική σε ένα πρόσφατο κείμενο, που κυκλοφορεί σε διάφορες γλώσσες από μεγάλα ευρωπαϊκά ιδρύματα.
Η ελληνική κρίση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής κρίσης, με τα δικά της όμως ιδιαίτερα, εθνικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα υπήρξε και παραμένει, παρά τις τεράστιες προσπάθειες και τις θυσίες των τελευταίων χρόνων, ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρω-αλυσίδας. Οταν ξέσπασε η κρίση, γνωρίζαμε ότι η προσαρμογή θα ήταν μακρά και επώδυνη, τουλάχιστον όσοι δεν ήμασταν τελείως αφελείς ή δεν πιστεύαμε σε εξωγήινες οικονομικές θεωρίες. Στην πράξη, αποδείχθηκε πολύ πιο επώδυνη και μακρύτερη. Και συνεχίζει. Η εξήγηση δεν βρίσκεται μόνο στην όντως προβληματική ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης, αλλά μάλλον περισσότερο στις δικές μας αδυναμίες. Προφανώς, ούτε το πολιτικό σύστημα της χώρας στην πλειονότητά του ήθελε να αλλάξει, ούτε και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Εδώ είμαστε σήμερα. Πιθανότατα, η οικονομία μας έχει πιάσει πάτο, αλλά η ανάκαμψη θα είναι δύσκολη και αργή, ακόμη περισσότερο όσο οι εσωτερικές αντιστάσεις σε ουσιαστικές αλλαγές παραμένουν ισχυρές και το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν βοηθάει αρκετά. Ενα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται σε σύγχυση ή/και απόγνωση. Οι πιο πολλοί δεν εμπιστεύονται κανέναν από τους πολιτικούς ταγούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η άσκηση εξουσίας μοιάζει με κολαστήριο.
Μερικοί προτείνουν να πηδήξουμε από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας. Κάπως έτσι μοιάζει η πρόταση για μονομερή έξοδο από το ευρώ. Οταν όμως πηδάς από τον τρίτο όροφο, στην καλύτερη περίπτωση θα σπάσεις πολλά κόκαλα και στη χειρότερη σκοτώνεσαι. Αυτό το έχουν καταλάβει ευτυχώς οι περισσότεροι συμπατριώτες μας. Ετσι, άλλωστε, εξηγούνται τα μεγάλα ποσοστά αποδοχής του ευρώ, όπως και στις άλλες χώρες, που υποδηλώνουν όχι αγάπη για το ευρώ αλλά φόβο για τα χειρότερα που μας περιμένουν αν βρεθούμε απέξω. Αλλοι φαντασιώνουν να διαπραγματεύονται σκληρά με την κυρία Μέρκελ, χτυπώντας αντρίκεια τη γροθιά τους στο τραπέζι. Η φαντασίωση αυτή πάει με τσίπουρο στο καφενείο, δεν έχει όμως καμιά απολύτως σχέση με τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις και τη σημερινή θέση της Ελλάδας σε αυτές.
Είπαμε πολλά ψέματα, ας πούμε και μια αλήθεια, που λέει και το τραγούδι. Αλλά η αλήθεια είναι συχνά πικρή. Την αντέχουμε; Η πρώτη αλήθεια, πιστεύω, είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε –και δεν μπορεί ούτε σήμερα– να βγει μόνον με τις δικές της δυνάμεις από την κρίση, όπως δεν μπορεί να βγει μόνον με τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων αν δεν το θέλει και η ίδια. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να προσπαθήσει να πείσει, με επιχειρήματα, με αξιοπιστία που κερδίζεται με κόπο και τη σύναψη συμμαχιών, για τη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου ευρωπαϊκού πλαισίου. Δεν μπορεί όμως να απειλήσει, γιατί τα περιθώρια είναι στενά και η διαπραγματευτική μας δύναμη περιορισμένη.
Η τρίτη αλήθεια είναι ότι η πιο κρίσιμη διαπραγμάτευση είναι αυτή που πρέπει να κάνουμε μεταξύ μας για να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, τουλάχιστον στα βασικά, για το ποια Ελλάδα θέλουμε σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο υπαρκτό και όχι φαντασιακό. Η στείρα αντιπαράθεση ανάμεσα σε «μειοδότες» και «λαϊκιστές» δεν οδηγεί πουθενά, ή μάλλον οδηγεί στο πλήρες αδιέξοδο και στην εθνική τραγωδία. Μετά τις εκλογές, ας αναλογιστούν τις ιστορικές τους ευθύνες όσοι τουλάχιστον μπορούν να καταλάβουν τι διακυβεύεται. Δεν έχουμε πολλά περιθώρια. (Το βιβλίο του Λ. Τσούκαλη «Η Δυστυχής Ενωση: Η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα μεγάλη συμφωνία» κυκλοφόρησε από τις εκδ. Πατάκη.)
* Ο κ. Λ. Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Υπάρχουν και οι άλλοι, οι λιγότερο αισιόδοξοι. Μας θυμίζουν ότι η Ευρώπη φλερτάρει με τον αποπληθωρισμό, που καθιστά την προσαρμογή των χωρών της περιφέρειας πολύ πιο δύσκολη, όπως και την εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου χρέους. Πιστεύουν ότι η οικονομική ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη και άνιση, η ανεργία θα παραμείνει υψηλή για πολλά χρόνια, ενώ το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) είναι επίσης πολύ υψηλό. Δεν είναι σύμπτωση ότι τα πολιτικά άκρα ενισχύονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ο εθνικισμός φουντώνει και ο λαϊκισμός κάνει πάρτι. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μάλλον θα επιβεβαιώσουν αυτές τις εξελίξεις. Για τους λιγότερο αισιόδοξους, η Ευρώπη μοιάζει να περιμένει το θαύμα, γιατί τα υπάρχοντα σχέδια αποδεικνύονται ανεπαρκή στην πράξη. Και επειδή θαύματα δεν συμβαίνουν συχνά, επιχείρησα να σκιαγραφήσω με αδρές γραμμές το περίγραμμα μιας νέας μεγάλης συμφωνίας, που θα βοηθούσε την Ευρώπη να ξεφύγει από τη σημερινή αδιέξοδη πολιτική σε ένα πρόσφατο κείμενο, που κυκλοφορεί σε διάφορες γλώσσες από μεγάλα ευρωπαϊκά ιδρύματα.
Η ελληνική κρίση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής κρίσης, με τα δικά της όμως ιδιαίτερα, εθνικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα υπήρξε και παραμένει, παρά τις τεράστιες προσπάθειες και τις θυσίες των τελευταίων χρόνων, ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρω-αλυσίδας. Οταν ξέσπασε η κρίση, γνωρίζαμε ότι η προσαρμογή θα ήταν μακρά και επώδυνη, τουλάχιστον όσοι δεν ήμασταν τελείως αφελείς ή δεν πιστεύαμε σε εξωγήινες οικονομικές θεωρίες. Στην πράξη, αποδείχθηκε πολύ πιο επώδυνη και μακρύτερη. Και συνεχίζει. Η εξήγηση δεν βρίσκεται μόνο στην όντως προβληματική ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης, αλλά μάλλον περισσότερο στις δικές μας αδυναμίες. Προφανώς, ούτε το πολιτικό σύστημα της χώρας στην πλειονότητά του ήθελε να αλλάξει, ούτε και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Εδώ είμαστε σήμερα. Πιθανότατα, η οικονομία μας έχει πιάσει πάτο, αλλά η ανάκαμψη θα είναι δύσκολη και αργή, ακόμη περισσότερο όσο οι εσωτερικές αντιστάσεις σε ουσιαστικές αλλαγές παραμένουν ισχυρές και το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν βοηθάει αρκετά. Ενα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται σε σύγχυση ή/και απόγνωση. Οι πιο πολλοί δεν εμπιστεύονται κανέναν από τους πολιτικούς ταγούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η άσκηση εξουσίας μοιάζει με κολαστήριο.
Μερικοί προτείνουν να πηδήξουμε από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας. Κάπως έτσι μοιάζει η πρόταση για μονομερή έξοδο από το ευρώ. Οταν όμως πηδάς από τον τρίτο όροφο, στην καλύτερη περίπτωση θα σπάσεις πολλά κόκαλα και στη χειρότερη σκοτώνεσαι. Αυτό το έχουν καταλάβει ευτυχώς οι περισσότεροι συμπατριώτες μας. Ετσι, άλλωστε, εξηγούνται τα μεγάλα ποσοστά αποδοχής του ευρώ, όπως και στις άλλες χώρες, που υποδηλώνουν όχι αγάπη για το ευρώ αλλά φόβο για τα χειρότερα που μας περιμένουν αν βρεθούμε απέξω. Αλλοι φαντασιώνουν να διαπραγματεύονται σκληρά με την κυρία Μέρκελ, χτυπώντας αντρίκεια τη γροθιά τους στο τραπέζι. Η φαντασίωση αυτή πάει με τσίπουρο στο καφενείο, δεν έχει όμως καμιά απολύτως σχέση με τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις και τη σημερινή θέση της Ελλάδας σε αυτές.
Είπαμε πολλά ψέματα, ας πούμε και μια αλήθεια, που λέει και το τραγούδι. Αλλά η αλήθεια είναι συχνά πικρή. Την αντέχουμε; Η πρώτη αλήθεια, πιστεύω, είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε –και δεν μπορεί ούτε σήμερα– να βγει μόνον με τις δικές της δυνάμεις από την κρίση, όπως δεν μπορεί να βγει μόνον με τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων αν δεν το θέλει και η ίδια. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να προσπαθήσει να πείσει, με επιχειρήματα, με αξιοπιστία που κερδίζεται με κόπο και τη σύναψη συμμαχιών, για τη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου ευρωπαϊκού πλαισίου. Δεν μπορεί όμως να απειλήσει, γιατί τα περιθώρια είναι στενά και η διαπραγματευτική μας δύναμη περιορισμένη.
Η τρίτη αλήθεια είναι ότι η πιο κρίσιμη διαπραγμάτευση είναι αυτή που πρέπει να κάνουμε μεταξύ μας για να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, τουλάχιστον στα βασικά, για το ποια Ελλάδα θέλουμε σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο υπαρκτό και όχι φαντασιακό. Η στείρα αντιπαράθεση ανάμεσα σε «μειοδότες» και «λαϊκιστές» δεν οδηγεί πουθενά, ή μάλλον οδηγεί στο πλήρες αδιέξοδο και στην εθνική τραγωδία. Μετά τις εκλογές, ας αναλογιστούν τις ιστορικές τους ευθύνες όσοι τουλάχιστον μπορούν να καταλάβουν τι διακυβεύεται. Δεν έχουμε πολλά περιθώρια. (Το βιβλίο του Λ. Τσούκαλη «Η Δυστυχής Ενωση: Η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα μεγάλη συμφωνία» κυκλοφόρησε από τις εκδ. Πατάκη.)
* Ο κ. Λ. Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.