Γράφει: Κωνσταντίνος Φίλης Στην τελική ευθεία προς τις προεδρικές
εκλογές της 25ης Μαΐου οι «μονομάχοι» παίρνουν θέση. Και αυτοί που
προτίθενται να συμμετάσχουν και όποιοι επιδιώκουν την αναβολή τους.Πιο συγκεκριμένα, η μεταβατική κυβέρνηση επιχειρεί με τρόπο
αναποτελεσματικό και επιζήμιο να επιβάλλει τον νόμο και την τάξη στο
εσωτερικό της χώρας. Πέρα από τις προφανείς πιέσεις για επίδειξη πυγμής,
αντιλαμβάνεται ότι υπό τις παρούσες συνθήκες (μάχες στους δρόμους, κατάληψη κτιρίων), η εκλογική διαδικασία θα εξελιχθεί σε παρωδία. Έτσι, δεν έχει άλλη επιλογή από την σταθεροποίηση της κατάστασης, έστω και προσωρινά, έστω και θεατρικά. Αυτή η
εμμονή στις μεθόδους (και πιο βίαιες) του Γιαννουκόβιτς, τώρα που
βρίσκεται αντιμέτωπη με ανάλογες αντιδράσεις, πλήττει καίρια την εικόνα
των δήθεν διακείμενων προς τα ευρωπαϊκά ιδανικά και
επιβεβαιώνει εν μέρει τη θέση της Ρωσίας ότι αποκλειστικός τους γνώμονας
ήταν η κατάληψη της εξουσίας. Επιπρόσθετα, η αδυναμία ή και απροθυμία
περιθωριοποίησης και αφοπλισμού του νεοναζιστικού, φασιστικού μορφώματος
του Δεξιού Τομέα καταδεικνύει μερική ή ολική ταύτιση μαζί του. Το
γεγονός ότι αυτά τα ακραία στοιχεία ενδυναμώθηκαν μέσα από τις ταραχές
είναι εμφανές από την διεύρυνση ή/και διευκόλυνση της δράσης τους στην
ανατολική Ουκρανία που υποτίθεται ότι ελέγχεται από φιλορωσικά στοιχεία.
Η Δύση, από την πλευρά της, προσπαθεί επί ματαίω να βρει το «κουμπί» του Πούτιν ώστε να τον μετριάσει, αλλά κάνει ελάχιστα για να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις εμπλεκόμενες πλευρές. Κρύβεται πίσω από τις δεδομένες ευθύνες της Μόσχας αλλά νίπτει τας χείρας της ως προς τις δικές της. Αντί να ενθαρρύνει την προσωρνή κυβέρνηση να αποφύγει ενέργειες που παραπέμπουν στην πρηγούμενη ηγεσία (την οποία σύσσωμες ΕΕ και ΗΠΑ κατακεραύνωναν για τις πρακτικές της) και να ξεκινήσει διάλογο εθνικής συμφιλίωσης, της επιτρέπει να δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο, αγνοώντας τις συνέπειες τόσο ως προς τον εσωτερικό διχασμό όσο και την ενεργοποίηση των –ευερέθιστων το τελευταίο διάστημα- ρωσικών αντανακλαστικών.
Ως προς το τελευταίο, οι ΗΠΑ, που σκέπτονται πιο στρατηγικά από το συνοθύλευμα της ΕΕ, θέτουν την Ρωσία προς ενός διλήμματος, όπου όποια και αν είναι η τελική επιλογή το Κρεμλίνο θα βγει χαμένο. Ή προβαίνει σε μία μικρής ή μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία ή αναιρεί την «υπόσχεση» του να προασπίσει τα συμφέροντα των απανταχού της γης (και ειδικότερα εντός μετασοβιετικού χώρου) Ρώσων και ρωσόφωνων. Στην πρώτη περίπτωση, πέραν του αβέβαιου αποτελέσματος, στρατιωτική εμπλοκή συνεπάγεται μακρά παραμονή, άρα κόστος και ανθρώπινο δυναμικό. Στο δεύτερο σενάριο, η Ρωσία, που παρακολουθεί αμέτοχη, «θολώνει» το μέχρι πρότινος καθαρό μήνυμα ότι αυτή έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο εντός του χώρου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, με κάποιες ηγεσίες να αναθαρρούν, προσβλέποντας σε μεγαλύτερη εξασφάλιση τους μέσα από συνέργειες/συμμαχίες με τους Δυτικούς τους εταίρους.
Αυτό, όμως, δεν είναι απολύτως ακριβές, όπως συνειδητοποιεί με τον πλέον οδυνηρό τρόπο η Ουκρανία. Η Μόσχα είναι σε θέση, σε πολλές περιπτώσεις, να παραλύσει τις δομές και τις λειτουργίες μίας χώρας. Στην περίπτωση του Κιέβου, χρησιμοποιώντας μία σειρά εργαλείων, έχει συνδράμει στην πολιτική αποσταθεροποίηση και την συνεπαγόμενη οικονομική κατάρρευση. Με την όποια διεθνή βοήθεια να προσφέρεται με το σταγονόμετρο και την προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων να ειδώνεται με τηλεσκοπικά κυάλια, καθώς και το διαφαινόμενο ενεργειακό μπλακ άουτ, υπενθυμίζουν, κατά τη ρωσική ηγεσία, τον καίριο ρόλο της στην ανασυγκρότηση της χώρας. Με τη σειρά της συμπυκνώνει τη στρατηγική της στο δίλημμα: χωρίς την Ρωσία ή ακόμη χειρότερα με αυτήν απέναντι οι πιθανότητες ανάκμψης της Ουκρανίας εκμηδενίζονται, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη τις τωρινές αλλά και μελλοντικές ρωσικές ευαισθησίες (αποκέντρωση εξουσιών υπέρ της περιφέρειας, χρήση ρωσικής γλώσσας, μη ένταξη σε ΝΑΤΟ, διατήρηση εμπορικών δεσμών, κ.α.), το Κίεβο μπορεί να επανέλθει στην αναγκαία προτέρα σταθερότητα.
Δυστυχώς, καμία πλευρά δεν έχει αντικρύσει κατάματα την πραγματικότητα και προτιμά να μεταθέτει τις ευθύνες, εντείνοντας το κλίμα πόλωσης. Όλοι αρέσκονται σε παιχνίδια τακτικής, σε ελιγμούς και δοκιμασία του αντιπάλου, σε κοντόφθαλμες στρατηγικές που αγνοούν την πραγματική κατάσταση στο έδαφος και κυρίως τις συνέπειες για την επόμενη μέρα. Μόνο παρήγορο ότι διατηρούνται ανοιχτοί οι διπλωματικοί δίαυλοι. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος απαξίωσης του ρόλου της διπλωματίας, εφόσον οι κύριοι δρώντες δεν τηρούν κατά το ελάχιστο τον λόγο και τις υπογραφές τους. Είναι ακόμη (ίσως όχι για πολύ) στο χέρι τους να της ξαναδώσουν τη χαμένη της αίγλη. Αναγκαία συνθήκη να απαγκιστρωθούν από στερεοτυπικές και εμμονικές αντιλήψεις που δυστυχώς επανέρχονται δυναμικά στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Η Δύση, από την πλευρά της, προσπαθεί επί ματαίω να βρει το «κουμπί» του Πούτιν ώστε να τον μετριάσει, αλλά κάνει ελάχιστα για να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις εμπλεκόμενες πλευρές. Κρύβεται πίσω από τις δεδομένες ευθύνες της Μόσχας αλλά νίπτει τας χείρας της ως προς τις δικές της. Αντί να ενθαρρύνει την προσωρνή κυβέρνηση να αποφύγει ενέργειες που παραπέμπουν στην πρηγούμενη ηγεσία (την οποία σύσσωμες ΕΕ και ΗΠΑ κατακεραύνωναν για τις πρακτικές της) και να ξεκινήσει διάλογο εθνικής συμφιλίωσης, της επιτρέπει να δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο, αγνοώντας τις συνέπειες τόσο ως προς τον εσωτερικό διχασμό όσο και την ενεργοποίηση των –ευερέθιστων το τελευταίο διάστημα- ρωσικών αντανακλαστικών.
Ως προς το τελευταίο, οι ΗΠΑ, που σκέπτονται πιο στρατηγικά από το συνοθύλευμα της ΕΕ, θέτουν την Ρωσία προς ενός διλήμματος, όπου όποια και αν είναι η τελική επιλογή το Κρεμλίνο θα βγει χαμένο. Ή προβαίνει σε μία μικρής ή μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία ή αναιρεί την «υπόσχεση» του να προασπίσει τα συμφέροντα των απανταχού της γης (και ειδικότερα εντός μετασοβιετικού χώρου) Ρώσων και ρωσόφωνων. Στην πρώτη περίπτωση, πέραν του αβέβαιου αποτελέσματος, στρατιωτική εμπλοκή συνεπάγεται μακρά παραμονή, άρα κόστος και ανθρώπινο δυναμικό. Στο δεύτερο σενάριο, η Ρωσία, που παρακολουθεί αμέτοχη, «θολώνει» το μέχρι πρότινος καθαρό μήνυμα ότι αυτή έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο εντός του χώρου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, με κάποιες ηγεσίες να αναθαρρούν, προσβλέποντας σε μεγαλύτερη εξασφάλιση τους μέσα από συνέργειες/συμμαχίες με τους Δυτικούς τους εταίρους.
Αυτό, όμως, δεν είναι απολύτως ακριβές, όπως συνειδητοποιεί με τον πλέον οδυνηρό τρόπο η Ουκρανία. Η Μόσχα είναι σε θέση, σε πολλές περιπτώσεις, να παραλύσει τις δομές και τις λειτουργίες μίας χώρας. Στην περίπτωση του Κιέβου, χρησιμοποιώντας μία σειρά εργαλείων, έχει συνδράμει στην πολιτική αποσταθεροποίηση και την συνεπαγόμενη οικονομική κατάρρευση. Με την όποια διεθνή βοήθεια να προσφέρεται με το σταγονόμετρο και την προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων να ειδώνεται με τηλεσκοπικά κυάλια, καθώς και το διαφαινόμενο ενεργειακό μπλακ άουτ, υπενθυμίζουν, κατά τη ρωσική ηγεσία, τον καίριο ρόλο της στην ανασυγκρότηση της χώρας. Με τη σειρά της συμπυκνώνει τη στρατηγική της στο δίλημμα: χωρίς την Ρωσία ή ακόμη χειρότερα με αυτήν απέναντι οι πιθανότητες ανάκμψης της Ουκρανίας εκμηδενίζονται, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη τις τωρινές αλλά και μελλοντικές ρωσικές ευαισθησίες (αποκέντρωση εξουσιών υπέρ της περιφέρειας, χρήση ρωσικής γλώσσας, μη ένταξη σε ΝΑΤΟ, διατήρηση εμπορικών δεσμών, κ.α.), το Κίεβο μπορεί να επανέλθει στην αναγκαία προτέρα σταθερότητα.
Δυστυχώς, καμία πλευρά δεν έχει αντικρύσει κατάματα την πραγματικότητα και προτιμά να μεταθέτει τις ευθύνες, εντείνοντας το κλίμα πόλωσης. Όλοι αρέσκονται σε παιχνίδια τακτικής, σε ελιγμούς και δοκιμασία του αντιπάλου, σε κοντόφθαλμες στρατηγικές που αγνοούν την πραγματική κατάσταση στο έδαφος και κυρίως τις συνέπειες για την επόμενη μέρα. Μόνο παρήγορο ότι διατηρούνται ανοιχτοί οι διπλωματικοί δίαυλοι. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος απαξίωσης του ρόλου της διπλωματίας, εφόσον οι κύριοι δρώντες δεν τηρούν κατά το ελάχιστο τον λόγο και τις υπογραφές τους. Είναι ακόμη (ίσως όχι για πολύ) στο χέρι τους να της ξαναδώσουν τη χαμένη της αίγλη. Αναγκαία συνθήκη να απαγκιστρωθούν από στερεοτυπικές και εμμονικές αντιλήψεις που δυστυχώς επανέρχονται δυναμικά στη διεθνή πολιτική σκηνή.