27 Απριλίου 2014

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ, ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ «ΑΓΚΑΛΙΑ» Η ΘΡΑΚΗ που πληγώνουμε

Η αδιαφορία κυβερνήσεων, κομμάτων και ηγετών, η δράση ακροδεξιών, εθνικιστικών και παρακρατικών ελληνικών κύκλων, οι τρεις μειονότητες, το χρήμα και το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής
Εγκατάλειψη και αδιαφορία από τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς ηγέτες, απουσία εθνικής στρατηγικής και επικράτηση του στενού κομματικού συμφέροντος παρέδωσαν στην επιρροή και τα χρήματα του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, αλλά και τη δράση ακροδεξιών, εθνικιστικών, παρακρατικών ελληνικών κύκλων, τη Θράκη εδώ και δεκαετίες. Μπροστά στο εκλογικό κέρδος, τις ψήφους μιας έδρας, οι πολιτικοί ηγέτες δεν δίστασαν και δεν διστάζουν να δώσουν το χρίσμα σε ανθρώπους της Θράκης που δηλώνουν ανοικτά «Τούρκοι», διαφημίζουν τις άριστες σχέσεις τους με το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, ενώ παράλληλα δεν έχουν κάνει ούτε ένα ουσιαστικό βήμα στην κατεύθυνση της ένταξης των τριών μειονοτήτων (πομακική, ρομά, μουσουλμάνοι τουρκογενείς) στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική παιδεία, την ελληνική ζωή.
Ελληνες πολιτικοί ηγέτες και κυβερνήσεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, παραβίασαν -όπως έκανε πρόσφατα ο Δημ. Χριστόπουλος, που μίλησε για τουρκική μειονότητα- την πιο βασική πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάννης. Οτι δηλαδή η μειονότητα στη Θράκη είναι μουσουλμανική και όχι τουρκική, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν και τα δύο μεγάλα κόμματα συνέβαλαν με τις πολιτικές τους στη σημερινή κατάσταση.

Το σημαντικό ζήτημα δεν είναι φυσικά αν η τοπική του ΣΥΡΙΖΑ παρασύρθηκε ή αν η ΕΥΠ έχει παρεισφρήσει στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επιβάλλει επιλογές, όπως άφηνε να εννοηθεί το κεντρικό άρθρο της «Αυγής» πριν από μερικές ημέρες. Στα ρεπορτάζ για τους στόχους του Μνημονίου, ένας από τους βασικούς ήταν η μετατροπή περιοχών της Ελλάδας σε ανεξάρτητες οικονομικές ζώνες. Η περιοχή της Θράκης αναφερόταν ως βασική υποψήφια -και αν αυτό προχωρήσει, τότε δεν θα πληγεί μόνο η μουσουλμανική μειονότητα, δεν θα πληγούν μόνο οι Τσιγγάνοι, οι Πομάκοι και οι τουρκογενείς της περιοχής, αλλά όλοι οι Θρακιώτες και όλοι οι Ελληνες.

Η αναδρομή στα γεγονότα αποδεικνύει ότι η ευθύνη των δύο μεγάλων κομμάτων, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, που εναλλάχθηκαν στην εξουσία, αλλά και των αντίστοιχων παρατάξεων που κυβέρνησαν πριν από τη χούντα, είναι μεγάλη για το τι συνέβη και τι συμβαίνει στη Θράκη. Η υπόθεση της Σουλεϊμάν Σαμπιχά και οι παρενέργειές της ήταν απλώς το «τσίμπημα» που ξυπνά κάθε μείζον εθνικό ζήτημα. Με αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την περίοδο της νάρκης, όπου κανείς δεν ασχολείται ακόμα και αν το πρόβλημα είναι υπαρκτό, μόλις «ξυπνήσει» να απασχολεί το πανελλήνιο και να διαμορφώνει το πολιτικό κλίμα.

Η Ν.Δ. δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τα πραγματικά προβλήματα της περιοχής. Αφησε -προκειμένου να μην έρθει σε αντιπαράθεση μαζί τους- χώρο στους ακραίους και φανατικούς εθνικιστικούς κύκλους που ανέπτυξαν πλήρη δράση, εκμεταλλευόμενοι -όπως και το τουρκικό προξενείο- την ανέχεια και τη φτώχεια των τριών μειονοτήτων.

Το ΠΑΣΟΚ επέλεξε, διαχρονικά και με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως μία επίσκεψη του τότε υπουργού Αμυνας Γερ. Αρσένη το 1994 στα Πομακοχώρια), να μην ενοχλήσει το τουρκικό προξενείο και έτσι να διατηρεί την επαφή με χιλιάδες ψηφοφόρους επιρροής του τουρκικού προξενείου, κυρίως στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης.

Απέναντι στον πάγιο στόχο του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής να «εκτουρκίσει» τη μουσουλμανική μειονότητα, είτε μέσω πρακτικών εκφοβισμού είτε ξοδεύοντας μεγάλα ποσά, αμφότερα τα δύο μεγάλα κόμματα, εσχάτως δε και ο ΣΥΡΙΖΑ, επέλεγαν υποψήφιους βουλευτές, ευρωβουλευτές, δημοτικούς και νομαρχιακούς συμβούλους από τη μειονότητα.

Είναι δε ενδεικτικό ότι κανείς μέχρι σήμερα -και παρά το θόρυβο των τελευταίων ημερών- δεν απαντά στο ερώτημα γιατί πρέπει να υπάρχει τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή, όταν υπάρχει στη Θεσσαλονίκη, και γιατί καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έθεσε ποτέ ζήτημα λειτουργίας του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή.
 
Η περίοδος της ανοικτής αντιπαράθεσης ελληνικού κράτους-τουρκικού προξενείου έληξε με ένα τροχαίο που έγινε στις 24 Ιουλίου του 1995, οκτώ χιλιόμετρα έξω από την Κομοτηνή. Το δυστύχημα, στο οποίο βρήκε το θάνατο ο Αχμέτ Σαδίκ, ο 47χρονος γιατρός και πολιτευτής, που εκμεταλλευόμενος και το εκλογικό σύστημα (σ.σ. το ότι δεν υπήρχε το πλαφόν του 3% για την είσοδο στη Βουλή) είχε εκλεγεί το 1989, το 1990 και το 1993 και με την έντονη και επιθετική εθνικιστική του δράση -για την οποία είχε καταδικαστεί δύο φορές από την ελληνική Δικαιοσύνη- είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση, δύσκολη να τη διαχειριστούν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Την αλλαγή σκηνικού έφερε η αλλαγή προσώπων. Μετά το θάνατο του Αχμέτ Σαδίκ, ο Αχμέτ Φαΐκογλου (αμφότεροι είχαν δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη) δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της πολιτικής του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.
   
  Στις βουλευτικές εκλογές του 1996 επανήλθε το παλιό σκηνικό της ένταξης των μειονοτικών υποψηφίων στα ελληνικά κόμματα (πλην ΔΗΚΚΙ και ΠΟΛΑΝ). Επιλέχθηκαν νέα πρόσωπα που είχαν την έξωθεν καλή μαρτυρία (δηλαδή το ΟΚ του τουρκικού προξενείου) και έτσι εκλέχθηκαν ο Γκαλίπ Γκαλίπ με το ΠΑΣΟΚ, ο Μουσταφά Μουσταφά με τον Συνασπισμό και ο Μπιρόλ Ακίφογλου με τη Νέα Δημοκρατία, στο νομό Ξάνθης.

Η εκλογή του Μουσταφά Μουσταφά, λόγω των επτάμισι χιλιάδων σταυρών μόνο, προκάλεσε ένα όργιο φημών που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. Μέχρι και το ότι Ελληνας εκλογολόγος είχε εργαστεί μυστικά για λογαριασμό του τουρκικού προξενείου είχε γραφτεί σε μερίδα του Τύπου, προκειμένου να ισχύσει το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα και να μη χαθεί η έδρα για τον Μουσταφά Μουσταφά.

Ενα θέμα που έντονα και για πολύ καιρό συζητιόταν στα πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία ήταν το ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίησης των τριών μουσουλμάνων βουλευτών της Θράκης, μετά την εκλογή τους. Ηταν ένα σενάριο που «έσπρωχναν» ως τουρκική απειλή κατά καιρούς εθνικιστικοί κύκλοι και συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Η Αγκυρα είχε επιλέξει τη γραμμή της «ήπιας» διεκδίκησης στο προσκήνιο χωρίς απειλές περί αποσταθεροποίησης της πολιτικής ζωής, ώστε στο παρασκήνιο να μπορούν να ακολουθούν τις γνωστές μεθόδους κατά των μειονοτήτων (εκβιασμοί, τρομοκρατία, χρήματα κ.λπ.), με σκοπό τον έλεγχό τους και απώτερο σχέδιο την ομογενοποίησή τους σε μία μειονότητα, την τουρκική.

Τα κόμματα, ικανοποιημένα από την επίσημη γραμμή της Αγκυρας που τους έδινε το δικαίωμα να μιλούν για ομαλοποίηση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, αδιαφορούσαν για το τι πραγματικά συνέβαινε στη Θράκη σε κοινωνικό, ανθρωπιστικό επίπεδο. Εγκατέλειψαν τους μειονοτικούς, παρουσίασαν κατά περιόδους ένα εχθρικό κράτος απέναντί τους και έτσι τους «έριξαν» στην αγκαλιά του τουρκικού προξενείου, που ποτέ δεν μείωσε τα παχυλά κονδύλια για την περιοχή.

Το ίδιο ιδιότυπο σκηνικό, με την απουσία του ελληνικού κράτους και τους μειονοτικούς ως ομήρους του τουρκικού προξενείου και φυσικά με τις ψήφους που παίρνει ως μπόνους κάθε κόμμα που τα έχει καλά με το τουρκικό προξενείο, η κατάσταση διατηρείται ίδια ώς σήμερα. Με πραγματικά θύματα τους φτωχούς Τσιγγάνους, Πομάκους και μουσουλμάνους τουρκογενείς.

Η τακτική της ψηφοθηρίας, ειδικότερα η ανάδειξη του θρησκεύματος ως βασικού κριτηρίου επιλογής, ακολουθήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν και από τα δύο μεγάλα κόμματα, ενώ πολιτικά παιχνίδια στη Θράκη, προκειμένου να προωθήσουν στρατηγικές επιλογές (όπως π.χ. ο αντικομμουνισμός), παίχτηκαν και σε προηγούμενες κρίσιμες πολιτικά περιόδους.

Οπως πρόσφατα έγραψε ο Νίκος Μπογιόπουλος στο enikos.gr, «η κυβέρνηση Παπάγου, το 1954, ενώ Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονταν ήδη στο ΝΑΤΟ, έπρεπε να τονώσει το δόγμα τού "από Βορράν κομμουνιστικού κινδύνου" και να δείξει, αντίθετα, ότι στην "ελευθέραν Δύσιν" οι σχέσεις μεταξύ των "συμμάχων" ήταν... αγγελικές. Ετσι, στις 28.1.1954, ο γενικός διοικητής της Θράκης, Γ. Φεσόπουλος, εκδίδει την εξής αλησμόνητη απόφαση: "Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως (σ.σ. Παπάγος), παρακαλούμεν όπως εφ' εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρος Τούρκος - Τουρκικός αντί του τοιούτου Μουσουλμάνος - Μουσουλμανικός"... Κάπως έτσι ο εξ Ανατολών κίνδυνος εξαφανιζόταν και θέριευε η θεωρία του "από Βορράν κινδύνου"».

Τον Ιούλιο του 1999, και ενώ μαινόταν ο πόλεμος της τότε Γιουγκοσλαβίας, που είχε αποτέλεσμα το διαμελισμό των Βαλκανίων και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, αλλά ξεκίνησε για να «προστατέψει» το ΝΑΤΟ τα δικαιώματα της μειονότητας των Κοσοβάρων, οι τρεις μουσουλμάνοι βουλευτές δημοσιοποίησαν επιστολή με την οποία ζητούσαν την αναγνώριση τουρκικής και μακεδονικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος. Η στάση της τότε κυβέρνησης (πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου) κινήθηκε ανάμεσα στο δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού και στο ενδεχόμενο να προκύψει ζήτημα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, έχασε την μπάλα προς στιγμήν. Τα πράγματα δεν προχώρησαν.

Το ελληνικό κράτος ωστόσο είναι εκείνο που έχει εγκαταλείψει την περιοχή. Δεν είναι μόνο ότι ποτέ δεν υιοθετήθηκαν κα δεν υλοποιήθηκαν προτάσεις για την απλοποίηση της καθημερινότητας των μειονοτικών, που αισθάνονται το ελληνικό κράτος να τους υποτιμά ή και να τους διώχνει.

Δουλειά όμως δεν γίνεται ούτε σε διεθνές επίπεδο, καθώς δεν προωθούνται οι ελληνικές θέσεις, δεν γίνεται lobbying, όταν την ίδια στιγμή η Αγκυρα, μέσω του τουρκικού προξενείου, ξοδεύει πολλά χρήματα, διοργανώνει διεθνείς εκδηλώσεις με τη συμμετοχή των πάντα πρόθυμων αμερικανικών οργανώσεων ανθρωπιστικού χαρακτήρα και έτσι συντηρεί τις επιδιώξεις της. Αλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που και επισήμως οι ΗΠΑ ή η Ε.Ε. έχουν προσπαθήσει να υπερβούν τη Συνθήκη της Λωζάννης, ενώ ξανά από το άρθρο του Ν. Μπογιόπουλου θυμίζουμε τη δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο, ότι «η Ε.Ε. δεν έχει κάποια γενική αρμοδιότητα σε θέματα μειονοτήτων».

Εν κατακλείδι: Γνώστες των προβλημάτων της Θράκης αλλά και των πολιτικών παιχνιδιών των Τούρκων και του διεθνούς παράγοντα, ανησυχούν από την αδράνεια και την αδιαφορία που επιδεικνύει η ελληνική πολιτεία. Αυξάνονται τα άρθρα έγκυρων αναλυτών γεωπολιτικής στο διεθνή Τύπο και τελευταία στον ελληνικό Τύπο που αναφέρουν ως ερώτημα «μήπως η επόμενη Ουκρανία είναι η Θράκη;», βασισμένα κυρίως στη σταδιακή αποδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας σε πολιτικό και οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και στον κίνδυνο αυτή η αποδυνάμωση να συνεχιστεί και η Ελλάδα να μην μπορεί να διασφαλίσει την εθνική της κυριαρχία, τα εθνικά της σύνορα.
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=27/04/2014&id=427647