Του Χρήστου Ιακώβου* Οριακό σημείο ή σημείο τομής στην ιστορία είναι ένα γεγονός το οποίο
προκαλεί αλλαγή και κατ’ επέκταση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με
τον οποίο εκλαμβάνουμε και αναλύουμε την διασύνδεση των δύο ιστορικών
χρόνων, του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς επίσης επηρεάζει και τον
τρόπο που σκεφτόμαστε για το μέλλον.Το οριακό σημείο έχει δύο ποιοτικές ιδιότητες, πρώτον θέτει όρια
δηλαδή χωρίζει την ιστορία σε περιόδους και δεύτερον γίνεται σημείο
αναφοράς και μέτρο σύγκρισης για τις εξελίξεις που προηγήθηκαν και
ακολουθούν, αλλάζοντας ή επηρεάζοντας καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο
προσεγγίζεται το θέμα με το οποίο συνδέεται. Τα οριακά σημεία στη
νεωτέρα ιστορία της Κύπρου ήταν τέσσερα: Η έναρξη του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τα
γεγονότα του 1974 και το δημοψήφισμα του 2004.
Ανέκαθεν όμως στην πολιτική ιστορία, όλα τα οριακά σημεία περιβάλλονται εύκολα από μύθους και επισύρουν συναισθηματισμούς και δογματικές ερμηνείες (αφού αποτελούν μέτρο σύγκρισης) και συνεπώς απολυτοποιούνται, κάτι που δυσκολεύει, κυρίως τα πρώτα χρόνια που τα ακολουθούν, ορθολογικές αναλυτικές προσεγγίσεις. Όπως για παράδειγμα πολλοί ακόμη και σήμερα συντηρούνται ιδεολογικά και πολιτικά από τον εθνικοπαλευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, άλλοι από την ανεξαρτησιακή ιδεολογία των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και άλλοι από τα γεγονότα του 1974, έτσι και το δημοψήφισμα του 2004 δημιούργησε τη δική του μυθολογία και κατέστη για πολλούς απόλυτο γεγονός, αποκομμένο από το ιστορικό γίγνεσθαι, με συνέπεια να το αναγάγουν ως το «τέλος της ιστορίας».
Η ιστορική εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζει το ρυθμό της με επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις καθώς επίσης έχει τη γεωμετρία της, όπου την ευθεία γραμμή διαδέχονται οι στροφές, και μάλιστα ξαφνικές. Έτσι εξηγείται και το ότι το πρόβλημα εμφανίζεται στην εξέλιξη του υπό νέα οπτική. Συνεπώς, κανένα ιστορικό γεγονός, και μάλιστα οριακό, δεν είναι απόλυτο. Είναι απόλυτα συνδεδεμένο τόσο με τα προηγούμενα όσο και με τα επόμενα. Έτσι, το δημοψήφισμα δεν άρχισε αλλά ούτε τελείωσε στις 24 Απριλίου του 2004.
Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση στρατηγικής είναι να μην εκλαμβάνεται η διασύνδεση του παρόντος με το μέλλον ως μία ευθύγραμμη και ομοιογενής πορεία. Ο στρατηγικός χρόνος στην πολιτική είναι ανομοιογενής, πλήρης με μήτρες εγκυμονούσες γεγονότα που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν την ιστορική εξέλιξη. Η στρατηγική συγκροτείται μέσα σε αντιπαραθέσεις, απότομες αλλαγές και γεγονότα που θα πρέπει να κατανοηθούν εγκαίρως ορθά. Ο χρόνος της κατάλληλης στιγμής είναι ο χρόνος που επιλέγεις μετά από στρατηγικό σχεδιασμό και όχι ο χρόνος μίας αποσπασματικής κίνησης τακτικισμού.
Η πορεία προς το δημοψήφισμα άρχισε με την επιστολή Τάσσου Παπαδόπουλου προς το Κόφι Ανάν (17.12.2003), με τη σύμφωνο γνώμη του εθνικού συμβουλίου, ζητώντας την επανέναρξη των συνομιλιών, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ήδη εξασφαλίσει την ένταξή της στην ΕΕ, γεγονός που οδήγησε στη συμφωνία της Νέας Υόρκης (13.2.2004) η οποία προνοούσε δημοψήφισμα με επιδιαιτησία εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος πήγε στη Νέα Υόρκη έχοντας στο μυαλό ότι θα υπάρξει ένα σενάριο, αυτό της απόρριψης της πρότασης από το Ντενκτάς και συνεπώς η ελληνική πλευρά θα έφευγε αβρόχοις ποσίν. Όταν όμως βρέθηκε ενώπιον του αντιθέτου σεναρίου δεν είχε εναλλακτικές επιλογές και μοιραία υπεχώρησε στις πιέσεις ξένων και ημετέρων. Απέδειξε ότι δεν είχε στρατηγικό σχέδιο διαχείρισης των συνομιλιών και έκανε το στρατηγικό σφάλμα να αποδεχθεί τη διαδικασία. Η μοναδική ορθή στρατηγικά επιλογή που είχε ήταν να απορρίψει τη συμφωνία της Νέας Υόρκης και να αποφύγει την περιπέτεια του δημοψηφίσματος.
Γιατί όμως ήταν στρατηγικό σφάλμα; Ο Τάσος Παπαδόπουλος γνώριζε εκ των προτέρων ότι οι συνομιλίες θα κατέληγαν σε ένα σχέδιο το οποίο η ελληνική πλευρά δεν επιθυμούσε και συνεπώς θα απέρριπτε. Για τη διπλωματία ενός κράτους είναι τεράστιο σφάλμα ο ηγέτης που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις να γίνεται προβλέψιμος στον αντίπαλο (το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς οι οποίοι προδιέγραψαν το ΝΑΙ πριν την υποβολή του τελικού σχεδίου) και έτι χειρότερο, να εισέρχεται σε μία διαδικασία που του την έχουν στημένη, όπου στο τέλος θα βρεθεί έναντι του διλήμματος να δεχθεί το μη χείρον, όπερ και εγένετο.
Εξίσου στρατηγικώς αρνητική αποτελεί και η διαπίστωση ότι γνωρίζεις ότι στο τέλος θα βρεθείς σε μία θέση να αποφασίσεις για κάτι που ΔΕΝ θέλεις και ταυτοχρόνως παραγνωρίζεις ότι ο λαός θα διχαστεί και θα διαμορφωθεί μία εμφυλιοπολεμική κατάσταση με «πατριώτες» και «προδότες», η οποία θύμιζε, τηρουμένων των αναλογιών, το τραγικό περιβάλλον της περιόδου 1972-74. Επιπλέον, αποδεχόμενος τα ξεχωριστά δημοψηφίσματα, και μάλιστα με τη νομιμοποιημένη συμμετοχή των εποίκων, ικανοποιούσε την πάγια αξίωση της Τουρκίας, όπως διατυπώθηκε με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ του 1956, ότι δηλαδή στην Κύπρο υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί, και συνεπώς, με τα δεδομένα του 2004, δύο κράτη.
Τον ίδιο τακτικισμό συνέχισε και στο εσωτερικό μετά το δημοψήφισμα, με συνέπεια να βρεθεί ενώπιον εξίσου σκληρού διλήμματος, τέσσερα χρόνια αργότερα, όπου σύρθηκε ηττημένος στο δεύτερο γύρο των εκλογών να στηρίξει το Δημήτρη Χριστόφια, ως τον μη χείρονα. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το «ελαφρυντικό» επιχείρημα ότι πιέστηκε από άλλους για να δεχθεί το μη χείρον.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρέμεινε καθηλωμένος στη λύση-στόχο που είναι η διζωνική ομοσπονδία. Έτσι, απόντος στρατηγικού σχεδίου, διαχειρίστηκε το ΟΧΙ με την τακτική του κατευνασμού πρώτα προς το ΑΚΕΛ, στις πιέσεις του οποίου υποχωρούσε, και έπειτα έναντι των ξένων προσπαθώντας να αποδείξει ότι επεδίωκε λύση Διζωνικής Ομοσπονδίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006. Με τη συμφωνία εκείνη δημιούργησε τις προϋποθέσεις να επανέλθει μελλοντικά το Σχέδιο Ανάν με νέα μορφή, αφού δεσμεύει επίσημα την ελληνική πλευρά στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας, κάτι που επικαλούνται οι Χριστόφιας και Αναστασιάδης (χωρίς βεβαίως αυτό να ενδείκνυται ως δικαιολογία για τις δικές τους υποχωρήσεις έναντι των Τούρκων).
Συνεπώς, κι αν ακόμη θεωρήσει κάποιος ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος στιγμιαία εξιλεώθηκε με το ΟΧΙ διασώζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία, εξελικτικά, λόγω έλλειψης συγκροτημένης στρατηγικής, εγκλωβίστηκε σε ένα αταβιστικό και αναποτελεσματικό τακτικισμό και αυτοακυρώθηκε ανοίγοντας το δρόμο να επανέλθουν στο προσκήνιο οι πολιτικές του ΝΑΙ. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά προκλήθηκε σύγχυση σε μεγάλο μέρος της «παράταξης» του ΟΧΙ, που δε μπορεί να προσδιορίσει τι θεωρεί επιτυχία και τι αποτυχία στη διαχείριση του Κυπριακού, με αποτέλεσμα να αγκιστρωθεί στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, να το απολυτοποιήσει και να συνεχίζει να το εκλαμβάνει ως το «τέλος της Ιστορίας».
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Ανέκαθεν όμως στην πολιτική ιστορία, όλα τα οριακά σημεία περιβάλλονται εύκολα από μύθους και επισύρουν συναισθηματισμούς και δογματικές ερμηνείες (αφού αποτελούν μέτρο σύγκρισης) και συνεπώς απολυτοποιούνται, κάτι που δυσκολεύει, κυρίως τα πρώτα χρόνια που τα ακολουθούν, ορθολογικές αναλυτικές προσεγγίσεις. Όπως για παράδειγμα πολλοί ακόμη και σήμερα συντηρούνται ιδεολογικά και πολιτικά από τον εθνικοπαλευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, άλλοι από την ανεξαρτησιακή ιδεολογία των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και άλλοι από τα γεγονότα του 1974, έτσι και το δημοψήφισμα του 2004 δημιούργησε τη δική του μυθολογία και κατέστη για πολλούς απόλυτο γεγονός, αποκομμένο από το ιστορικό γίγνεσθαι, με συνέπεια να το αναγάγουν ως το «τέλος της ιστορίας».
Η ιστορική εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζει το ρυθμό της με επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις καθώς επίσης έχει τη γεωμετρία της, όπου την ευθεία γραμμή διαδέχονται οι στροφές, και μάλιστα ξαφνικές. Έτσι εξηγείται και το ότι το πρόβλημα εμφανίζεται στην εξέλιξη του υπό νέα οπτική. Συνεπώς, κανένα ιστορικό γεγονός, και μάλιστα οριακό, δεν είναι απόλυτο. Είναι απόλυτα συνδεδεμένο τόσο με τα προηγούμενα όσο και με τα επόμενα. Έτσι, το δημοψήφισμα δεν άρχισε αλλά ούτε τελείωσε στις 24 Απριλίου του 2004.
Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση στρατηγικής είναι να μην εκλαμβάνεται η διασύνδεση του παρόντος με το μέλλον ως μία ευθύγραμμη και ομοιογενής πορεία. Ο στρατηγικός χρόνος στην πολιτική είναι ανομοιογενής, πλήρης με μήτρες εγκυμονούσες γεγονότα που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν την ιστορική εξέλιξη. Η στρατηγική συγκροτείται μέσα σε αντιπαραθέσεις, απότομες αλλαγές και γεγονότα που θα πρέπει να κατανοηθούν εγκαίρως ορθά. Ο χρόνος της κατάλληλης στιγμής είναι ο χρόνος που επιλέγεις μετά από στρατηγικό σχεδιασμό και όχι ο χρόνος μίας αποσπασματικής κίνησης τακτικισμού.
Η πορεία προς το δημοψήφισμα άρχισε με την επιστολή Τάσσου Παπαδόπουλου προς το Κόφι Ανάν (17.12.2003), με τη σύμφωνο γνώμη του εθνικού συμβουλίου, ζητώντας την επανέναρξη των συνομιλιών, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ήδη εξασφαλίσει την ένταξή της στην ΕΕ, γεγονός που οδήγησε στη συμφωνία της Νέας Υόρκης (13.2.2004) η οποία προνοούσε δημοψήφισμα με επιδιαιτησία εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος πήγε στη Νέα Υόρκη έχοντας στο μυαλό ότι θα υπάρξει ένα σενάριο, αυτό της απόρριψης της πρότασης από το Ντενκτάς και συνεπώς η ελληνική πλευρά θα έφευγε αβρόχοις ποσίν. Όταν όμως βρέθηκε ενώπιον του αντιθέτου σεναρίου δεν είχε εναλλακτικές επιλογές και μοιραία υπεχώρησε στις πιέσεις ξένων και ημετέρων. Απέδειξε ότι δεν είχε στρατηγικό σχέδιο διαχείρισης των συνομιλιών και έκανε το στρατηγικό σφάλμα να αποδεχθεί τη διαδικασία. Η μοναδική ορθή στρατηγικά επιλογή που είχε ήταν να απορρίψει τη συμφωνία της Νέας Υόρκης και να αποφύγει την περιπέτεια του δημοψηφίσματος.
Γιατί όμως ήταν στρατηγικό σφάλμα; Ο Τάσος Παπαδόπουλος γνώριζε εκ των προτέρων ότι οι συνομιλίες θα κατέληγαν σε ένα σχέδιο το οποίο η ελληνική πλευρά δεν επιθυμούσε και συνεπώς θα απέρριπτε. Για τη διπλωματία ενός κράτους είναι τεράστιο σφάλμα ο ηγέτης που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις να γίνεται προβλέψιμος στον αντίπαλο (το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς οι οποίοι προδιέγραψαν το ΝΑΙ πριν την υποβολή του τελικού σχεδίου) και έτι χειρότερο, να εισέρχεται σε μία διαδικασία που του την έχουν στημένη, όπου στο τέλος θα βρεθεί έναντι του διλήμματος να δεχθεί το μη χείρον, όπερ και εγένετο.
Εξίσου στρατηγικώς αρνητική αποτελεί και η διαπίστωση ότι γνωρίζεις ότι στο τέλος θα βρεθείς σε μία θέση να αποφασίσεις για κάτι που ΔΕΝ θέλεις και ταυτοχρόνως παραγνωρίζεις ότι ο λαός θα διχαστεί και θα διαμορφωθεί μία εμφυλιοπολεμική κατάσταση με «πατριώτες» και «προδότες», η οποία θύμιζε, τηρουμένων των αναλογιών, το τραγικό περιβάλλον της περιόδου 1972-74. Επιπλέον, αποδεχόμενος τα ξεχωριστά δημοψηφίσματα, και μάλιστα με τη νομιμοποιημένη συμμετοχή των εποίκων, ικανοποιούσε την πάγια αξίωση της Τουρκίας, όπως διατυπώθηκε με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ του 1956, ότι δηλαδή στην Κύπρο υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί, και συνεπώς, με τα δεδομένα του 2004, δύο κράτη.
Τον ίδιο τακτικισμό συνέχισε και στο εσωτερικό μετά το δημοψήφισμα, με συνέπεια να βρεθεί ενώπιον εξίσου σκληρού διλήμματος, τέσσερα χρόνια αργότερα, όπου σύρθηκε ηττημένος στο δεύτερο γύρο των εκλογών να στηρίξει το Δημήτρη Χριστόφια, ως τον μη χείρονα. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το «ελαφρυντικό» επιχείρημα ότι πιέστηκε από άλλους για να δεχθεί το μη χείρον.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρέμεινε καθηλωμένος στη λύση-στόχο που είναι η διζωνική ομοσπονδία. Έτσι, απόντος στρατηγικού σχεδίου, διαχειρίστηκε το ΟΧΙ με την τακτική του κατευνασμού πρώτα προς το ΑΚΕΛ, στις πιέσεις του οποίου υποχωρούσε, και έπειτα έναντι των ξένων προσπαθώντας να αποδείξει ότι επεδίωκε λύση Διζωνικής Ομοσπονδίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006. Με τη συμφωνία εκείνη δημιούργησε τις προϋποθέσεις να επανέλθει μελλοντικά το Σχέδιο Ανάν με νέα μορφή, αφού δεσμεύει επίσημα την ελληνική πλευρά στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας, κάτι που επικαλούνται οι Χριστόφιας και Αναστασιάδης (χωρίς βεβαίως αυτό να ενδείκνυται ως δικαιολογία για τις δικές τους υποχωρήσεις έναντι των Τούρκων).
Συνεπώς, κι αν ακόμη θεωρήσει κάποιος ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος στιγμιαία εξιλεώθηκε με το ΟΧΙ διασώζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία, εξελικτικά, λόγω έλλειψης συγκροτημένης στρατηγικής, εγκλωβίστηκε σε ένα αταβιστικό και αναποτελεσματικό τακτικισμό και αυτοακυρώθηκε ανοίγοντας το δρόμο να επανέλθουν στο προσκήνιο οι πολιτικές του ΝΑΙ. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά προκλήθηκε σύγχυση σε μεγάλο μέρος της «παράταξης» του ΟΧΙ, που δε μπορεί να προσδιορίσει τι θεωρεί επιτυχία και τι αποτυχία στη διαχείριση του Κυπριακού, με αποτέλεσμα να αγκιστρωθεί στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, να το απολυτοποιήσει και να συνεχίζει να το εκλαμβάνει ως το «τέλος της Ιστορίας».
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών