Οι πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία ανέδειξαν ένα
αντιφατικό μήνυμα. Την παγιωμένη επιρροή Ερντογάν και ταυτόχρονα την
αποδυνάμωσή του. Πράγματι, ο Τούρκος πρωθυπουργός, προσωποποιώντας την
προεκλογική εκστρατεία, κατάφερε εν μέρει τον σκοπό του. Επαναβεβαίωσε
την ισχύ του σχεδόν στον μισό πληθυσμό, εντούτοις, δίχασε με τη ρητορική
του το άλλο μισό.Διατηρώντας μέχρι πρότινος την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης,
προσφέροντας μια σειρά υπηρεσιών (πρόνοια, υποδομές) ειδικότερα στα
περιθωριοποιημένα στρώματα του πληθυσμού, και εν τη απουσία συνεκτικής
αντιπολίτευσης, κατάφερνε να διατηρείται στην εξουσία χωρίς σοβαρή
αμφισβήτηση. Ενώ επένδυε στο συγκριτικό του πλεονέκτημα, που ήταν η
ηθική του υπεροχή έναντι των αντιπάλων του. Με την οικονομία να
εισέρχεται σε φάση ύφεσης, τις υποθέσεις διαφθοράς να τον ακουμπούν και
τον δεσποτισμό του να κορυφώνεται με την περιστασιακή διακοπή μέσων
κοινωνικής δικτύωσης, είναι υποχρεωμένος να λάβει άμεσα τις αποφάσεις
του για την επόμενη μέρα, τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα του.
Οι σχέσεις του με παραδοσιακούς εταίρους και αντιπάλους έχουν επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε αμφισβητείται έντονα ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή. Τα πολλά ανοιχτά μέτωπα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια ελιγμών, με επακόλουθο να αναζητούνται τρόποι υπαναχώρησης ή επαναπροσέγγισης χωρίς να θιγεί η «εθνική περηφάνια» της Αγκυρας. Ομως, το αμέσως επόμενο διάστημα, η τουρκική ηγεσία θα μεταφέρει το κέντρο βάρους της προσοχής της στις εσωτερικές διεργασίες που θα καθορίσουν τον μελλοντικό της ρόλο. Δύο τινά φαίνονται αυτή τη στιγμή επικρατέστερα: η διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών, είτε μαζί με τις προεδρικές είτε μέσα στο φθινόπωρο του 2014, και η προσέγγιση του κουρδικού στοιχείου, εφόσον το εθνικό ποσοστό τους είναι κρίσιμο για τη μεταπήδηση Ερντογάν στην προεδρία. Παρ’ όλα αυτά, δεν αναμένεται να αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις έναντι του κουρδικού στοιχείου (τουλάχιστον δημόσια) γιατί έτσι θα δυσαρεστήσει μέρος της εκλογικής του βάσης, ιδίως στην Ανατολία.
Ως προς τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, προκύπτει μια ευκαιρία και ένας κίνδυνος. Οι κρατούσες εντάσεις στην περιοχή, πολύ περισσότερο με τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στις σχέσεις Δύσης - Ρωσίας, απομακρύνουν αισθητά το ενδεχόμενο εξαγωγής των εσωτερικών αδιεξόδων της γείτονος. Αντίθετα, φαίνεται να κινούμαστε στην κατεύθυνση της μερικής εξομάλυνσης μέσω της ανάπτυξης ενός λιγότερο ασταθούς περιβάλλοντος, που εξυπηρετεί και τις τοπικές οικονομίες.}
Η ευκαιρία σε αυτήν την περίπτωση είναι ο Ερντογάν να θελήσει να σφετεριστεί ή και να δημιουργήσει θετικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Για την Αγκυρα των τόσων ανοιχτών μετώπων, η λύση του Κυπριακού δεν θα επιφέρει εσωτερικές αναταράξεις και θα συνδράμει στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, εφόσον η πρώτη φανεί ότι επανακάμπτει ως εποικοδομητικός εταίρος, συνεισφέροντας στην αναγκαία περιφερειακή αποκλιμάκωση. Επιπροσθέτως, καθότι η βιωσιμότητα της τουρκικής οικονομίας περνάει μέσα από την εξασφάλιση χαμηλότερων τιμών ενέργειας, Ισραήλ και Κύπρος φαντάζουν ελκυστικοί δυνητικοί προμηθευτές.
Από την άλλη, δεν αποκλείεται η Τουρκία να ελιχθεί τακτικά, μεταβιβάζοντας σε περίπτωση αποτυχίας το βάρος της ευθύνης στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αφού πρώτα διασφαλίσει ανταλλάγματα για την έμπρακτη στήριξη της διαδικασίας.
Πάντως, η επιβαρυμένη εγχώρια ατζέντα περιορίζει τις προοπτικές σοβαρής ενασχόλησης με «καυτά» εξωτερικά θέματα πριν από το φθινόπωρο, εκτός εάν ο Ερντογάν επιζητήσει τη φυγή προς τα εμπρός με την αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που θα προέλθει από το (εγγύς) εξωτερικό. Αν αποτύχει, ωστόσο, ίσως καταστεί περισσότερο απρόβλεπτος απ’ ό,τι σήμερα.
Το καίριο ερώτημα συνοψίζεται στο κατά πόσον ο πληγωμένος και απορρυθμισμένος Τούρκος πρωθυπουργός θα επανέλθει στον δρόμο του ορθολογισμού ή θα συνεχίσει να κινείται στην ατραπό συνωμοσιών και μισαλλοδοξίας. Αυτό θα κριθεί και θα κρίνει εν πολλοίς τον χρονικό ορίζοντα παραμονής του στα πολιτικά δρώμενα.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Οι σχέσεις του με παραδοσιακούς εταίρους και αντιπάλους έχουν επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε αμφισβητείται έντονα ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή. Τα πολλά ανοιχτά μέτωπα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια ελιγμών, με επακόλουθο να αναζητούνται τρόποι υπαναχώρησης ή επαναπροσέγγισης χωρίς να θιγεί η «εθνική περηφάνια» της Αγκυρας. Ομως, το αμέσως επόμενο διάστημα, η τουρκική ηγεσία θα μεταφέρει το κέντρο βάρους της προσοχής της στις εσωτερικές διεργασίες που θα καθορίσουν τον μελλοντικό της ρόλο. Δύο τινά φαίνονται αυτή τη στιγμή επικρατέστερα: η διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών, είτε μαζί με τις προεδρικές είτε μέσα στο φθινόπωρο του 2014, και η προσέγγιση του κουρδικού στοιχείου, εφόσον το εθνικό ποσοστό τους είναι κρίσιμο για τη μεταπήδηση Ερντογάν στην προεδρία. Παρ’ όλα αυτά, δεν αναμένεται να αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις έναντι του κουρδικού στοιχείου (τουλάχιστον δημόσια) γιατί έτσι θα δυσαρεστήσει μέρος της εκλογικής του βάσης, ιδίως στην Ανατολία.
Ως προς τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, προκύπτει μια ευκαιρία και ένας κίνδυνος. Οι κρατούσες εντάσεις στην περιοχή, πολύ περισσότερο με τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στις σχέσεις Δύσης - Ρωσίας, απομακρύνουν αισθητά το ενδεχόμενο εξαγωγής των εσωτερικών αδιεξόδων της γείτονος. Αντίθετα, φαίνεται να κινούμαστε στην κατεύθυνση της μερικής εξομάλυνσης μέσω της ανάπτυξης ενός λιγότερο ασταθούς περιβάλλοντος, που εξυπηρετεί και τις τοπικές οικονομίες.}
Η ευκαιρία σε αυτήν την περίπτωση είναι ο Ερντογάν να θελήσει να σφετεριστεί ή και να δημιουργήσει θετικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Για την Αγκυρα των τόσων ανοιχτών μετώπων, η λύση του Κυπριακού δεν θα επιφέρει εσωτερικές αναταράξεις και θα συνδράμει στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, εφόσον η πρώτη φανεί ότι επανακάμπτει ως εποικοδομητικός εταίρος, συνεισφέροντας στην αναγκαία περιφερειακή αποκλιμάκωση. Επιπροσθέτως, καθότι η βιωσιμότητα της τουρκικής οικονομίας περνάει μέσα από την εξασφάλιση χαμηλότερων τιμών ενέργειας, Ισραήλ και Κύπρος φαντάζουν ελκυστικοί δυνητικοί προμηθευτές.
Από την άλλη, δεν αποκλείεται η Τουρκία να ελιχθεί τακτικά, μεταβιβάζοντας σε περίπτωση αποτυχίας το βάρος της ευθύνης στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αφού πρώτα διασφαλίσει ανταλλάγματα για την έμπρακτη στήριξη της διαδικασίας.
Πάντως, η επιβαρυμένη εγχώρια ατζέντα περιορίζει τις προοπτικές σοβαρής ενασχόλησης με «καυτά» εξωτερικά θέματα πριν από το φθινόπωρο, εκτός εάν ο Ερντογάν επιζητήσει τη φυγή προς τα εμπρός με την αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που θα προέλθει από το (εγγύς) εξωτερικό. Αν αποτύχει, ωστόσο, ίσως καταστεί περισσότερο απρόβλεπτος απ’ ό,τι σήμερα.
Το καίριο ερώτημα συνοψίζεται στο κατά πόσον ο πληγωμένος και απορρυθμισμένος Τούρκος πρωθυπουργός θα επανέλθει στον δρόμο του ορθολογισμού ή θα συνεχίσει να κινείται στην ατραπό συνωμοσιών και μισαλλοδοξίας. Αυτό θα κριθεί και θα κρίνει εν πολλοίς τον χρονικό ορίζοντα παραμονής του στα πολιτικά δρώμενα.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.