06 Απριλίου 2014

Η σκούπα του Ερντογάν

Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη

  • Ο χαρακτήρας της Άγκυρας, τα ΜΟΕ και οι παγίδες
  • Η διεφθαρμένη τουρκική κυβέρνηση, η αξιοπιστία, οι συνομιλίες, το κλίμα εμπιστοσύνης, η υπογραφή και η εφαρμογή της λύσης
  • ΜΠΟΡΕΙ να αλλάξει η τουρκική στάση στο Κυπριακό και πώς
Ο Ταγίπ Ερντογάν όχι μόνο νίκησε, αλλά θριάμβευσε στις δημοτικές εκλογές υπό την έντονη, όμως, διαμαρτυρία της αντιπολίτευσης, η οποία τον κατηγορεί για καλπονοθεία. Είναι πρόδηλο ότι το βαθύ κράτος ζει στη διαφθορά και τροφοδοτείται από τα δημοκρατικά ελλείμματα. Και απλώς αλλάζει χέρια. Η Τουρκία παραμένει η ίδια, αν όχι χειρότερη, από την εποχή των Κεμαλιστών. Είναι δε, ορθόν να καθορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος Ερντογάν, για να εξετάσουμε και τη δημοκρατικότητα αλλά και την αξιοπιστία του. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις και τα ισοζύγια δυνάμεων, αποτελούν βασικές μεταβλητές, επί των οποίων μπορεί κάποιος να εκτιμήσει κατά πόσον η υπογραφή λύσης στο Κυπριακό θα τηρηθεί και θα γίνει σεβαστή, μια εξέλιξη που είναι συναφής με τη βιωσιμότητα της διευθέτησης του προβλήματος.

Ο χαρακτήρας του καθεστώτος
Ποια είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος Ερντογάν:

1. Αυταρχισμός.
2. Διαφθορά και διαπλοκή.
3. Απειλές και τρόμος με τη χρήση των Σωμάτων Ασφαλείας και συγκατοίκηση στην εξουσία με τον στρατό.
4. Φίμωση των ΜΜΕ και της αντίθετης άποψης.
5. Έλλειψη σεβασμού στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξεκινώντας από τα δικαιώματα του παιδιού ώς τα δικαιώματα της γυναίκας.
6. Ισλαμισμός.Το θρησκευτικό στοιχείο χρησιμοποιείται από τον Ερντογάν ως πολιτικό εργαλείο για τον έλεγχο της εξουσίας στο εσωτερικό, αλλά και ως στρατηγικό εργαλείο για την ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, κυρίως στον χώρο του Ισλάμ. Η μέχρι πρότινος μετριοπαθής εικόνα που έφτιαχνε η Δύση για τον Ερντογάν και το AKP, προκειμένου να εμφανίζεται η Τουρκία ως πολιτειακό μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί και από άλλες μουσουλμανικές και αραβικές χώρες, καταρρέει. Την ίδια τύχη είχε και η «Αραβική Άνοιξη».

Και το γεγονός αυτό αποτελεί άλλη μια αποτυχία της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι οποίες όμως, λόγω των εξελίξεων στη Συρία και την Κριμαία, θεωρούν την Άγκυρα ως απαραίτητο σύμμαχο. Η πρώτη πλάνη ενδέχεται να είναι χείριστη της προηγουμένης. Διότι η Τουρκία, όπως αποδεικνύεται, δεν μπορεί επί του παρόντος να είναι σταθεροποιητικός παράγοντας, διότι έχει καταστεί με τη δράση της μέρος του προβλήματος. Όπως συμβαίνει στο Κυπριακό και όπως συμβαίνει με την Αρμενία και ειδικότερα με το Ισραήλ. Συνεπώς, κανείς δεν είναι αλάνθαστος.

Ούτε και οι ΗΠΑ. Και αυτό είναι εμφανές και από την κρίση της Κριμαίας. Είτε οι Αμερικανοί πιάστηκαν στον ύπνο είτε, εάν υιοθετηθεί η λογική του «conspiracy theory» (θεωρία συνωμοσίας), προφανώς οι εξελίξεις θα είχαν συζητηθεί με τις μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας, με απώτερο σκοπό την πώληση μεγάλων οπλικών πακέτων, αφού επανέρχεται στο προσκήνιο η απειλή. Ακόμη και αν την πάτησαν οι ΗΠΑ, τώρα θα επιδιώξουν να πωλήσου όπλα και να δημιουργήσουν ακόμη πιο βαθιές εξαρτήσεις με την Ευρώπη στον τομέα της άμυνας μέσω του ΝΑΤΟ, το οποίο με τη Σύνοδο της 1ης Απριλίου διέκοψε κάθε πολιτικό και στρατιωτικό διάλογο με τη Μόσχα, αποφασίζοντας την ενίσχυση του συστήματος «συλλογικής ασφάλειας», που προϋποθέτει αύξηση των στρατιωτικών ασκήσεων και βοήθεια στο αμυντικό πρόγραμμα της Ουκρανίας.

Η νίκη του Ερντογάν γιγαντώνει την αλαζονεία του. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός απειλεί ότι θα πάρει τη σκούπα και θα σαρώσει πλέον τους πολιτικούς του αντιπάλους. Βεβαίως, ο επόμενός του στόχος είναι οι προεδρικές εκλογές του καλοκαιριού, οι οποίες θα διεξαχθούν με ανοικτές τις πληγές που προκλήθηκαν στο εσωτερικό από τις δημοτικές εκλογές. Ο Ερντογάν διατηρεί ένα ποσοστό πέραν του 40% και θέλει το 50% συν ένα για να εκλεγεί Πρόεδρος.

Το όνειρο δεν είναι άπιαστο. Βρίσκεται πολύ κοντά. Είναι όμως ανοικτό το ενδεχόμενο, με την αντίδραση και τον διχασμό που υπάρχει, να συσπειρωθούν οι αντίπαλοί του, παρότι και αυτό μοιάζει δύσκολο. Το σίγουρο είναι ότι η τουρκική πολιτική, που θέλει τη χώρα να αναδεικνύεται περιφερειακή δύναμη και να είναι σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ, δεν αλλάζει για δυο λόγους:
1. Ο Ισλαμιστής Ερντογάν συνεχίζει να είναι ο κυρίαρχος του συστήματος και να έχει το ένα πόδι στον μουσουλμανικό κόσμο και το άλλο στην Ευρώπη.

2. Η τουρκική στρατηγική καθορίζεται στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και είναι δεσμευτική για όλες τις κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως πού ανήκουν. Τμήματα της νεο-οθωμανικής αναθεωρητικής στρατηγικής είναι και η διχοτόμηση του Αιγαίου και της Κύπρου, και σταδιακά η αυτονομία της Δυτικής Θράκης.
3. Η Τουρκία εξακολουθεί να είναι στρατιωτική δύναμη και να υιοθετεί την πολιτική των απειλών και των κανονιοφόρων, που είναι πρόδηλη και στην υπόθεση της κυπριακής ΑΟΖ.

Πανίσχυρος και διεφθαρμένος

Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε για την έναρξη των συνομιλιών ήταν περί του timing, ότι δηλαδή ήταν καλό, καθότι η Τουρκία ήταν σε πολιτική κρίση και ο Ερντογάν ευάλωτος και εξαρτώμενος από τις ΗΠΑ, οπότε οι όποιες πιέσεις επί της Άγκυρας θα μπορούσαν να καρποφορήσουν. Εκ των πραγμάτων ο ισχυρισμός καταρρίπτεται, καθότι ο Ερντογάν εξακολουθεί να είναι πανίσχυρος, διεφθαρμένος και αλαζονικός. Είναι, ταυτοχρόνως, ενισχυμένος από την κρίση στην Κριμαία και πιο απαραίτητος για τη Δύση.Και αυτή η εξάρτηση γίνεται ακόμη πιο σημαντική, λόγω της στρατιωτικής και στρατηγικής αδυναμίας των Αθηνών και της Λευκωσίας, οι οποίες είναι στην κυριολεξία παροπλισμένες. Υπό αυτές τις συνθήκες, γιατί να είναι η Τουρκία διαλλακτική στο Κυπριακό, ειδικότερα όταν έχει κατοχυρώσει μέσω του κοινού ανακοινωθέντος ότι η λύση θα στηρίζεται σε δυο ισότιμα συνισώντα κράτη και ότι η κυριαρχία θα έχει δυο πηγές, δηλαδή τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στην έννοια του ενιαίου και αδιαίρετου λαού.
Γεγονός που διχοτομεί το ενιαίο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δυο πολιτείες, σε δυο συνιστώντα κράτη, όπως ήθελαν οι Τούρκοι, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για τη διχοτόμηση της μίας και ενιαίας κυριαρχίας και διεθνούς προσωπικότητας, καθώς και της μίας ιθαγένειας, η οποία χωρίζεται σε δυο εσωτερικές. Εφόσον οι βασικές αρχές υπόκεινται εξ υπαρχής σε μια διαδικασία που επιτρέπει τη διχοτόμησή τους, η τουρκική πλευρά επιδιώκει μέσα από τις συνομιλίες να υποβάλλει τέτοιες θέσεις, κατά τρόπον ώστε μέσα από την κατανομή των εξουσιών να είναι κατοχυρωμένος ο διχοτομικός χαρακτήρας του πολιτειακού συστήματος και εξουδετερωμένη η κεντρική εξουσία.
Άλλωστε, η ίδια η Κυβέρνηση αποδέχεται ότι η τουρκική πλευρά συνεχίζει να καταθέτει στις συνομιλίες θέσεις που οδηγούν σε συνομοσπονδία. Και ενεργεί τοιουτοτρόπως για να έχει στο στάδιο της γεφύρωσης των διαφορών και του πάρε-δώσε στρατηγικό διαπραγματευτικό βάθος και κάτι άλλο: Να μπορεί με μικρές και ανώδυνες, για την ίδια, υποχωρήσεις να δημιουργεί θετική εικόνα, και να αξιώνει από την ελληνοκυπριακή πλευρά μεγάλα και οδυνηρά ανταλλάγματα.

Αμμόχωστος, ΜΟΕ και οντότητες
Γιατί λοιπόν η Τουρκία να είναι διαλλακτική στο Κυπριακό, όταν δεν έχει κόστος ούτε στην ΕΕ; Όχι μόνο κόστος δεν έχει, αλλά χρησιμοποιεί τις συνομιλίες για να διευκολύνει την ενταξιακή της διαδικασία και προβάλλει τη λογική των ΜΟΕ και δη της επιστροφής της πόλης της Αμμοχώστου ως μεθοδολογία, για να αποκτήσει το ψευδοκράτος, προ της λύσης, χωριστή οντότητα στη βάση των κανόνων του acknowledgment, δηλαδή της αμοιβαίας αποδοχής του ενός συνιστώντος κρατιδίου από το άλλο. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι προ της διευθέτησης θα υποβαθμιστεί η Κυπριακή Δημοκρατία και θα αναβαθμιστεί το ψευδοκράτος, στη λογική της εν δυνάμει λύσης.Ότι, δηλαδή, εφόσον ο Βορράς θα είναι τουρκικός και ο Νότος ελληνικός, και εφόσον η ενιαία σήμερα πολιτεία της Κυπριακής Δημοκρατίας θα χωριστεί στο πλαίσιο της ομοσπονδίας σε δυο, αυτές οι δυο πολιτείες θα πρέπει να συμφωνούν και να προβαίνουν σε βήματα ΜΟΕ, με στόχο την αμοιβαία αποδοχή, νομική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και άλλη των μεν από τους δε. Και επί τούτου είναι που η τουρκική πλευρά επιδιώκει να παγιδεύσει την κυπριακή κυβέρνηση: Να χρησιμοποιήσει τα ΜΟΕ και την επιστροφή της Αμμοχώστου ως την κερκόπορτα της διχοτόμησης αντί της επανένωσης. Η οποία επανένωση συνιστά τον στόχο του Εθνικού Συμβουλίου και όπως οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προνοούν για το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο».

Ότι ο στόχος είναι να βοηθηθούν οι Τουρκοκύπριοι για την επανένωση και τη λύση. Όχι για τη διχοτόμηση. Γι΄ αυτό, ο σχετικός με το θέμα κανονισμός, όπως είχε προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει παγώσει, καθότι χρησιμοποιεί το άρθρο 207 παράγραφος 2 της Συνθήκης, που αφορά στις σχέσεις της ΕΕ με τρίτα κράτη, μια νομική και πολιτική αντίληψη που είναι αντίθετη με τη Συνθήκη Προσχώρησης, δηλαδή το Πρωτόκολλο 10, που προνοεί την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές
Εφόσον τα ισοζύγια δυνάμεων συνεχίζουν να είναι υπέρ της Τουρκίας και οι προσδοκίες για αλλαγή της πολιτικής της Άγκυρας, ως αποτέλεσμα της όποιας αποδυνάμωσης του Ερντογάν για να είναι ευάλωτος σε πιέσεις δεν υφίστανται, η Τουρκία γιατί να αλλάξει πολιτική στο Κυπριακό, όταν ταυτοχρόνως δεν έχει κόστος, ως αποτέλεσμα της κατοχής, σε επίπεδο ΕΕ. Συνεπώς, με βάση τα δεδομένα αυτά, θεωρείται αναμενόμενη η τουρκική στάση στις συνομιλίες που οδηγεί στην εξής λογική:Για να καταστεί η υφιστάμενη ουτοπία της ομοσπονδίας ρεαλιστική, θα πρέπει να δεχθούμε την υποταγή στις τουρκικές θέσεις. Άλλωστε, ορθώς διερωτάται κάποιος: Πώς θα υπογράψουμε συμφωνία με το διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν; Όταν δεν σέβεται τους ίδιους τους πολίτες του, πώς θα μας σεβαστεί εμάς και την υπογραφή του; Και αν φύγει ο Ερντογάν ποιος θα έρθει; Οι Κεμαλιστές ή οι «γκρίζοι λύκοι», τους οποίους η πολιτική μας ηγεσία θεωρεί ποιο ακραίους;

Στα διλήμματα αυτά υπάρχει εναλλακτική επιλογή, που θα έχει ως στόχο την εσωτερική μεταρρύθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια ενιαία πολιτεία συμβίωσης όλων των Κυπρίων, ανεξαρτήτως καταγωγής, επί τη βάσει των νόμων και των αρχών της δημοκρατίας και της ΕΕ, χωρίς ρατσιστικούς διαχωρισμούς. Και μια τέτοια εναλλακτική επιλογή δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη στρατηγική της ισχύος και της αλλαγής των ισοζυγίων δυνάμεων με μια σειρά κινήσεων, στη βάση της αποτροπής της τουρκικής απειλής και της εγκαθίδρυσης συμμαχιών που ξεκινούν από το Ισραήλ και περνούν στην Ελλάδα και σε αυτό ακόμη το ΝΑΤΟ.

Εφόσον δεν μπορούμε να διώξουμε τον τουρκικό στρατό, θα πρέπει να εμπλέξουμε έναν άλλον Οργανισμό πιο ισχυρό και συμμαχικό, για να στηριχθεί η όλη διαδικασία στην εξουδετέρωση των τουρκικών ισχυρισμών και να για είμαστε σε θέση να προβάλλουμε τη λογική του αμοιβαίου οφέλους. Και αυτός ο Οργανισμός είναι το ΝΑΤΟ, στη ζώνη επιρροής του οποίου βρισκόμαστε και με τον οποίο η ΕΕ συνεργάζεται στενά, χωρίς να υποβαθμίζεται η σχέση μας με τη Ρωσία.
Αντιθέτως, τώρα που υπάρχει το πρόβλημα με την Ουκρανία, η Λευκωσία μπορεί να διαδραματίσει ρόλο γεφυροποιού σε επίπεδο ΕΕ. Άλλωστε και η Γερμανία ανήκει στη Δύση, αλλά έχει βάλει φρένο στα μέτρα κατά της Ρωσίας, λόγω δικών της εθνικών συμφερόντων και δη εμπορικών και ενεργειακών. Και ορθώς υιοθετήσαμε κοινή γραμμή με το Βερολίνο στην ΕΕ. Χωρίς συμμαχίες και χωρίς συγκλίσεις συμφερόντων, που θα αποδυναμώνουν την τουρκική επιθετικότητα και αδιαλλαξία, που πηγάζουν από τη δική μας αδυναμία και τις άγαρμπες και χωρίς συγκροτημένη στρατηγική επιλογές μας, που στηρίζεται στο «wistful thinking» (απαισιόδοξο σκεπτικό), είτε θα πάμε σε ναυάγιο, οπότε οι Τούρκοι θα κατοχυρώσουν τα κεκτημένα τους, είτε θα υπογράψουμε μια λύση επί τη βάσει των ανισοζυγίων δυνάμεων, που σημαίνει ότι θα είναι και τουρκική και διχοτομική.

Ρωσία και εθνικά συμφέροντα
Είναι λανθασμένη η αντίληψη του μονόδρομου της ομοσπονδίας, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της ΕΕ, όπως και του άσπρου-μαύρου, που υποβάλλει ότι δεν επιτρέπεται να είμαστε στη Δύση και να διατηρούμε καλές και άριστες σχέσεις με τη Μόσχα. Η ορθή αντίληψη είναι αυτή της συγκροτημένης στρατηγικής με εναλλακτικές επιλογές δράσης, της σύγκλισης συμφερόντων και της εκμετάλλευσης των ρηγμάτων που προκύπτουν από τις σχέσεις των ισχυρών κρατών, και δίδουν την ευκαιρία στα μικρά κράτη που έχουν ευφυή διπλωματία να τα εκμεταλλεύονται. Η μανιχαϊστική αντίληψη των καλών και των κακών είναι αποτέλεσμα μικροκομματικών εσωτερικών σκοπιμοτήτων και καθόλου δεν είναι προσαρμοσμένη με μια εθνική στρατηγική εξυπηρέτησης συμφερόντων.

Χωρίς να θέλουμε να απαλλάξουμε τις όποιες ιστορικές ευθύνες της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του ΝΑΤΟ, καθώς και των δικών μας στο Κυπριακό, λογικό είναι να επισημάνουμε ότι η Ρωσία όντως μας στηρίζει, όχι επειδή μας αγαπά, αλλά λόγω δικών της συμφερόντων. Και καλά πράττει. Άλλωστε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 βοηθούσε μέχρι να αποτύχει η παρέμβαση των ΗΠΑ στο Κυπριακό και να ματαιωθεί η Ένωση, που θα ενέτασσε την Κύπρο στο ΝΑΤΟ.

Αμέσως μετά τον Φεβρουάριο του ΄65, διά του Γκρομίκο, υποστήριξε τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, την οποία τότε η ηγεσία μας θεωρούσε ως διχοτόμηση, με αποτέλεσμα να οργιστεί όχι μόνο ο Εθνάρχης Μακάριος, αλλά και το ΑΚΕΛ, το οποίο, εάν ψάξει κάποιος την ιστορία και τα αρχεία του κόμματος, θα διαπιστώσει ότι τασσόταν αναφανδόν υπέρ της «ατόφιας Ένωσης»! Και το ΄74, με την εισβολή και τις ραδιουργίες του Κίσινγκερ και των δικών μα ανόητων χειρισμών, ουδόλως ενεπλάκη η Μόσχα για να σώσει την Κύπρο, διότι ήταν ζώνη ευθύνης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μετά δε, την εισβολή, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο στην Τουρκία, η πρώτη που έσπευσε να στηρίξει με οικονομική βοήθεια την Άγκυρα ήταν η Ρωσία.

Αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντά της, όπως και προσφάτως στην υπόθεση του κουρέματος. Και δεν αναφέρονται αυτά διότι δεν συμπαθούμε τη Ρωσία, ή διότι αγαπάμε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλλά γιατί αυτός είναι ο κόσμος μας. Στηρίζεται στη σύγκλιση και την απόκλιση συμφερόντων και ισχύος. Αυτός είναι ο ρεαλισμός, τον οποίο, εάν δεν έχουμε υπόψη, θα ζούμε με ψευδαισθήσεις. Με σαφή τον κίνδυνο να μας πάρει μαζί της είτε η σκούπα του Ερντογάν είτε οποιουδήποτε άλλου Τούρκου ηγέτη, ο οποίος εποφθαλμιά τον έλεγχο της Κύπρου και του φυσικού της αερίου, και επιδιώκει τη μετατροπή μας σε βιλαέτι της Άγκυρας.