06 Απριλίου 2014

Η εκλογική νίκη του Ερντογάν βαθαίνει τον διχασμό της Τουρκίας

Του Σταύρου Λυγερού
Η εκλογική νίκη του Ερντογάν βαθαίνει τον διχασμό της Τουρκίας
Το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών στην Τουρκία επιβεβαίωσε αυτό που ήταν εξαρχής προφανές: Παρά τα πολλαπλά πολιτικά τραύματά του, ο Ερντογάν συνεχίζει να εκφράζει τη «βαθιά Τουρκία». Τα μικρομεσαία στρώματα της Ανατολίας, αλλά και αυτά που μετανάστευσαν στις συνοικίες των μεγάλων πόλεων είδαν την τελευταία δεκαετία την οικονομικοκοινωνική θέση τους να αναβαθμίζεται. Πέρα, όμως, από την οικονομική διάσταση, νοιώθουν πολύ πιο κοντά προς την κουλτούρα του πολιτικού Ισλάμ.

Έχουμε επανειλημμένως υπογραμμίσει από αυτές εδώ τις στήλες ότι οι μεγάλες διαδηλώσεις του περασμένου Μαϊου-Ιουνίου, που προσέλαβαν διαστάσεις εξέγερσης, αντανακλούσαν τα θέλω της «άλλης Τουρκίας». Τα δυτικότροπα αστικά στρώματα των μεγάλων πόλεων, που συναποτελούν την «άλλη Τουρκία», είχαν στηρίξει την κυβέρνηση Ερντογάν όσο αποδομούσε το αυταρχικό και παρηκμασμένο μετακεμαλικό καθεστώς και όσο προωθούσε τον ευρωπαϊκπο προσανατολισμό της χώρας. Αντέδρασαν, όμως, όταν μετά το ξεδόντιασμα του κεμαλικού «βαθέος κράτους» ο πρωθυπουργός δρομολόγησε την ισλαμική ατζέντα του και εκδήλωσε τον αυταρχισμό του.

Ο Ερντογάν κατάφερε να ξεπεράσει εκείνη την κρίση, επειδή ακριβώς συνεχίζει να εκφράζει τις θρησκευόμενες λαϊκές μάζες, Αυτές του εξασφάλισαν και τη νέα εντυπωσιακή εκλογική νίκη του. Το ίδιο ισχύει και για τη μέχρι τελικής πτώσεως εμφύλια σύγκρουσή του με τον Γκιουλέν. Λόγω της διείσδυσής της στον σκληρό πυρήνα του κράτους, η ιδιότυπη αυτή μουσουλμανική αδελφότητα κατάφερε με τις αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς και όχι μόνο να πλήξει τη δημόσια εικόνα του πρωθυπουργού. Δεν μπορούσε, όμως, να προσφέρει εναλλακτική λύση στο επίπεδο της κάλπης. Κι αυτό ακριβώς συνιστά την αχίλλειο πτέρνα της.

Η επιρροή της αδελφότητας γιγαντώθηκε όσο λειτουργούσε σαν η άλλη όψη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Υπενθυμίζουμε ότι οι αντιλήψεις του Γκιουλέν επηρέασαν βαθιά τον ιδεολογικό προσανατολισμό και διευκόλυναν τη μετεξέλιξη του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ από το μοντέλο του Ερμπακάν στο μοντέλο του Ερντογάν. Επικαθόρισαν την ιδεολογική φυσιογνωμία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Μεταξύ του κυβερνώντος νεοοθωμανικού κόμματος και της αδελφότητας, άλλωστε, υπήρχε και στενή πολιτικοοργανωτική διαπλοκή.

Η αδελφότητα ξεκίνησε ως θρησκευτικό τάγμα και έχει μετεξελιχθεί σ’ ένα τεράστιο και παντοδύναμο θρησκευτικό-κοινωνικό και εμμέσως πλην σαφώς πολιτικό δίκτυο (με ετήσιο προϋπολογισμό περίπου 25 δισ δολάρια) που έχει υπερβεί τα όρια της Τουρκίας. Το δίκτυο επιρροής περιλαμβάνει εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιχειρηματικούς ομίλους, τράπεζες και ΜΜΕ.

Η υποκλοπή συνομιλιών και εγγράφων αποδείχθηκε αποτελεσματικό όπλο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας, επειδή υπήρχε μία κυβέρνηση που μπορούσε να εκμεταλλευθεί αυτές τις αποκαλύψεις για να δρομολογήσει δικαστικές διώξεις. Όταν η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε εναντίον του Ερντογάν και στενών συνεργατών του δεν είχε την ίδια αποτελεσματικότητα, επειδή ακριβώς η εξουσία βρίσκεται στα δικά τους χέρια.

Η εντυπωσιακή επίδοση του κυβερνώντος κόμματος στις τοπικές εκλογές δεν είναι μόνο μία νίκη επί της αντιπολίτευσης. Είναι κυρίως μία νίκη του Ερντογάν για την ηγεμονία στους κόλπους του πολιτικού Ισλάμ, με την έννοια ότι εδραιώνει την αρχηγική θέση του και συσπειρώνει γύρω του το κόμμα. Αυτό έχει κρίσιμη σημασία, επειδή η αδελφότητα Γκιουλέν όχι μόνο ασκεί επιρροή στον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, αλλά και έχει παρουσία στους κόλπους του ίδιου του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει καταγγείλει «βρώμικο σχέδιο» μίας συμμορίας που λειτουργεί σαν «κράτος εν κράτει». Και στο πλαίσιο αυτό έχει εξαπολύσει πογκρόμ για την απομάκρυνση στελεχών της αδελφότητας από τους κρίσιμους μηχανισμούς του κράτους.

Η σύγκρουση με τον Γκιουλέν δεν είναι μόνο ένας ενδοτουρκικός ανταγωνισμός. Αντανακλά και γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Είναι εμφανές ότι η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί, αν δεν υποδαυλίζει, τις υπαρκτές αντιθέσεις στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ για να αποδυναμώσει τον Ερντογάν, ο οποίος. Ο λόγος είναι ότι από ένα σημείο και πέρα ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει εκδηλώσει έντονες τάσεις αυτονόμησης στην εξωτερική πολιτική του και κάνει το δικό του γεωπολιτικό παιχνίδι. Συχνά, μάλιστα, κατά τρόπο που ενοχλεί όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και τα αμερικανικά συμφέροντα.

Το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών αναμφισβήτητα ενισχύει την κλυδωνιζόμενη θέση του Ερντογάν, αλλά δεν του επιτρέπει να κυβερνήσει με ηγεμονικούς όρους. Έχει χάσει το ηθικό πλεονέκτημα και τη δυνατότητά του να οικοδομεί συναινέσεις γύρω από την πολιτική του. Μπορεί η μισή Τουρκία να τον ψηφίζει, αλλά η άλλη μισή είναι ενεργά εναντίον του. Από αυτή την άποψη, έχει υποστεί ανήκεστο πολιτική βλάβη. Το γεγονός αυτό στενεύει πολύ τον δικό του δρόμο προς την Προεδρία της Δημοκρατίας. Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία, η οποία παρουσιάζει σημάδια όχι μόνο επιβράδυνσης, αλλά και αποσταθεροποίησης.
ΠΗΓΗ: Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 3 Απριλίου 2014 – www.epikaira.gr
http://mignatiou.com/