Του ΑΡΗ ΑΜΠΑΤΖΗ Ο Ερντογάν δεν πτοήθηκε από απειλές
ανίερων συμμαχιών. Συνεχίζει ακάθεκτος με μοχλούς τη θρησκεία, την
υποταγή και τον εκφοβισμό. Σκοπός του, να οδηγήσει σε μέτρα τύπου
έκτακτης ανάγκηςΔύο όψεις έχει η φιλολογία που αναπτύσσεται ως προς την ερμηνεία
και τους λόγους της σαρωτικής εκλογικής επιτυχίας του Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν. Η πρώτη, που είναι και η επικρατούσα, διαβάζει το αποτέλεσμα
ως εκλογική επιτυχία, παρά τις δυσκολίες, τη σκανδαλολογία, τα βίντεο
κ.λπ., εναντίον σχεδόν όλων των υπολοίπων. Η δεύτερη αντιστρέφει τα
πράγματα και προτάσσει την κατασκευή του «ολοκληρώματος» που έχασε τις
εκλογές, σε σημαντικό βαθμό από την εξουσία.Αρχής γενομένης από τις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν τον περασμένο
Μάιο στο πάρκο Γκεζί της πλατείας Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε να
διαμορφώνεται μία εικόνα «αντιπάλων» του Ερντογάν. Τον Δεκέμβριο
ξέσπασε η υπόθεση της διαφθοράς, αλλά και ο πόλεμος του Ερντογάν με το
τάγμα του χότζα Φετχουλάχ Γκιουλέν.Ο Γκιουλέν έδειξε ότι επιθυμεί τη μείωση της δύναμης του
Ερντογάν. Το ίδιο ισχύει, για ευνόητους λόγους, και για την
αντιπολίτευση. Υπό την έννοια αυτή μπορεί να πει κανείς ότι ο Ερντογάν
νίκησε όλους αυτούς.
ΑναγνώσειςΗ πρώτη όψη ανάγνωσης του εκλογικού αποτελέσματος θέτει θέμα
«απειλών» που δέχθηκε η πολιτική εξουσία από μία «ανίερη συμμαχία». Η
δεύτερη όψη υποστηρίζει ότι σε μεγάλο βαθμό η εξουσία ήταν αυτή που
αρχικά όρισε σκόρπιες απειλές, στη συνέχεια τις κατηγοριοποίησε, τους
έδωσε μορφή ολοκληρώματος και πήγε στις εκλογές προτάσσοντας την
«απειλή» που δέχεται. Και το έκανε αυτό με τρόπο που ανοίγει το δρόμο
για λήψη μέτρων που αντιστοιχούν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.Είναι, τηρουμένων των αναλογιών, το οικείο και σύγχρονο μοντέλο
άσκησης εξουσίας και όχι μόνο στην Τουρκία. Απλώς στη γειτονική χώρα
υπάρχουν ιδιαιτερότητες, όπως ο θρησκευτικός παράγοντας και οι
ιδιόμορφες παραδοσιακές διαστάσεις της συντηρητικής παράταξης, την οποία
εκπροσωπεί ο Ερντογάν.Η ίδια λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση έκτακτων
αναγκών και η ίδια λογική μεθοδεύσεων για την τιθάσευση των μαζών
ισχύουν σήμερα και στη Δύση. Η πολιτική έχει πάψει να είναι, έστω θεωρητικά, υπόθεση
εκπροσώπησης. Αφορά πλέον αποκλειστικά και μόνο την άσκηση εξουσίας, με
ένα μοντέλο που παραπέμπει μάλλον σε σχέση εξουσίας-υποτελών.
Το μεγάλο στοίχημα Το στοίχημα τώρα στην Τουρκία είναι πώς και σε ποιο βαθμό θα
ασκηθεί η εξουσία με έναν τρόπο διττό. Πρώτον, επιτηρώντας και
ελέγχοντας ένα μέρος του πληθυσμού με μοχλούς τη θρησκεία, την επιβολή
της εθελούσιας υποταγής και την παροχή μιας συλλογικής ταυτότητας
εναντίον των λεγόμενων «λευκών Τούρκων». Και δεύτερον, με επιβολή
αποκλεισμού, μέτρων έκτακτης ανάγκης και εκφοβισμού επί του υπόλοιπου
πληθυσμού.Σημαντικά ανοιχτά ερωτήματα στο στοίχημα αυτό είναι αν και πώς
θα επιδράσουν παράγοντες όπως η οικονομία και φυσικά οι Αμερικανοί. Μία εξουσία που δείχνει ότι δεν έχει ενδοιασμούς στο να
σχεδιάσει να δολοφονήσει δικούς της στρατιώτες, οι οποίοι φρουρούν ένα
μνημείο που βρίσκεται σε ξένη χώρα αλλά θεωρείται δικό της έδαφος, με
σκοπό να προκαλέσει εμπόλεμη κατάσταση για ανάγκες εσωτερικού
εντυπωσιασμού, ταυτόχρονα δείχνει ότι δεν έχουν γι' αυτήν καμία σημασία η
ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα.
Κινηματογραφικά...
Υπάρχει μια ταινία του 1997 όπου πρωταγωνιστούν ο Ρόμπερτ ντε
Νίρο και ο Ντάστιν Χόφμαν: «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο και ένας
πόλεμος» (Wag the Dog). Λίγο καιρό πριν από τις προεδρικές εκλογές στις
ΗΠΑ, ξεσπά ένα ροζ σκάνδαλο σε βάρος του προέδρου, ο οποίος είναι
υποψήφιος για δεύτερη θητεία. Το επιτελείο του κατασκευάζει αρχικά
ένταση και στη συνέχεια πόλεμο με την Αλβανία. Ο πόλεμος ωστόσο δεν
είναι αληθινός, αλλά εξελίσσεται μόνο στα μέσα ενημέρωσης. Ο
αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης επιτυγχάνεται και ο σκανδαλιάρης
πρόεδρος επανεκλέγεται.
Η κυβέρνηση Ερντογάν επιχείρησε το ίδιο με τη Συρία, αλλά αυτό
δεν έγινε πράξη, διότι στο μεταξύ διέρρευσε το περιεχόμενο σχετικής
σύσκεψης στο υπουργείο Εξωτερικών.
Η ομιλία του Ερντογάν τη νύχτα των εκλογών παρουσίασε μια
ενδιαφέρουσα εικόνα. Προσωπικά η εμφάνιση του Τούρκου πρωθυπουργού στο
«μπαλκόνι» των γραφείων του κόμματός του μού θύμισε το Πολιτικό Γραφείο
στο μπαλκόνι του Κρεμλίνου. Η διαφορά είναι ότι ο Ερντογάν δεν είχε
δίπλα του στρατιωτικούς με τεράστια καπέλα. Είχε όμως σύσσωμη την
οικογένειά του. Τη σύζυγό του, το γιο του που εμπλέκεται στην υπόθεση
διαφθοράς, τις δύο κόρες του, το γαμπρό του κ.λπ. Δηλαδή τη Δυναστεία. Ο
πρώτος που συνεχάρη τον Ερντογάν ήταν ο Πούτιν. Ο δεύτερος ήταν ο
Σαμαράς.