ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Παρά τις
αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς, τον ανοιχτό πόλεμο μεταξύ της
κυβέρνησης Ερντογάν και του πάλαι ποτέ συμμάχου της, του ισλαμιστή
κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, και τη χθεσινή αναζωπύρωση των διαδηλώσεων
με αφορμή τη δολοφονία του 15χρονου Μπερκίν, η Τουρκία θεωρείται από την
Ουάσιγκτον μια σχετικά σταθερή χώρα, όπως εξηγεί σε χθεσινό της άρθρο,
στη διαδικτυακή εφημερίδα Al Monitor, η Τουλίν Νταλόγλου.
Σε αντίθεση με την Ουκρανία, την οποία η Ουάσιγκτον θεωρεί σε κρίση, τα
γεγονότα στην Τουρκία αντιμετωπίζονται ως μια απλή εσωτερική πολιτική
αντιπαράθεση. «Η Τουρκία μπορεί να μην αποτελεί χώρα-πρότυπο και ο
Ερντογάν μπορεί να μας αφήνει συχνά άφωνους με τις απροσδόκητες
πρωτοβουλίες του, η χώρα όμως αποτελεί νησίδα σταθερότητας σε μια
ιδιαίτερα ταραγμένη περιοχή», λέει ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην
Αγκυρα (2008-2010) Τζέιμς Τζέφριζ.
Ο προκάτοχός του στην πρεσβεία των ΗΠΑ, Ρος Ουίλσον (2005-2008), λέει: «Η τουρκική πολιτική σκηνή δεν διαφέρει και τόσο από άλλες στον κόσμο. Το αποτέλεσμα της κάλπης των δημοτικών στις 30 Μαρτίου μπορεί να προκαλέσει μεγάλες εκπλήξεις, απογοητεύοντας σφόδρα το κυβερνών ΑΚΡ. Η επίθεση της κυβέρνησης στον πρέσβη Ριτσαρντόνε προκάλεσε αίσθηση εδώ στην Ουάσιγκτον και έπληξε σοβαρά τις διμερείς σχέσεις».
Δεν έπεισε ο Ερντογάν
Κυβερνητικά στελέχη στην Ουάσιγκτον υπογραμμίζουν, σε δηλώσεις τους στην Al Monitor, ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν την παραμικρή διάθεση και πρόθεση να εμπλακούν στις εσωτερικές έριδες της Τουρκίας, επιλέγοντας για παράδειγμα να στηρίξουν τον Ταγίπ Ερντογάν ή τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Η στάση αυτή δείχνει ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός απέτυχε στην προσπάθειά του να πείσει την πολιτική ηγεσία της Ουάσιγκτον για τη δράση των «γκιουλενιστών». Σύμφωνα με τον Ερντογάν, ο αυτοεξόριστος ιεροκήρυκας έχει οικοδομήσει «παράλληλο κράτος», με αποκλειστικό στόχο την ανατροπή του ΑΚΡ και του Ερντογάν.
Η επικρατούσα αίσθηση στην Ουάσιγκτον είναι, όμως, εντελώς διαφορετική. Η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμά έτσι ότι ο Γκιουλέν και το άριστα οργανωμένο δίκτυο υποστηρικτών του βοήθησαν καθοριστικά τον Ερντογάν στην εδραίωση της εξουσίας του και στην προβολή νέας, ηπιότερης εικόνας του προς τις ΗΠΑ. Η ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών αποδίδεται σε διαπάλη εξουσίας και όχι σε κάποια υποθετική προδοσία από μέρους του Γκιουλέν, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας.
«Η Ερντογάν δεν έχει πια κανένα φίλο στην Ουάσιγκτον. Δείτε τα ΜΜΕ. Δεν υπάρχει ούτε ένα θετικό άρθρο για την τουρκική κυβέρνηση», λέει ο Μάικλ Ουέρτς, αναλυτής του συντηρητικού ινστιτούτου Center for American Progress.
Ουδείς θα μπορούσε, όμως, να έχει προβλέψει την τροπή των εξελίξεων. Πριν από δέκα μήνες, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έμοιαζαν να γνωρίζουν νέα άνθηση. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε φροντίσει μάλιστα η υποδοχή του πρωθυπουργού Ερντογάν στην επίσημη επίσκεψή του, την 1η Μαΐου, να είναι πρωτοφανής για Τούρκο ηγέτη. Πέρα από τα θέματα πρωτοκόλλου, οι συνομιλίες μεταξύ των δύο ηγετών είχαν σηματοδοτήσει την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας, ενώ για πρώτη φορά στα χρονικά Τούρκος επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών συμμετείχε στη συνάντηση Ερντογάν - Ομπάμα.
Παρά τη συμφωνία των δύο πλευρών σε ακανθώδη θέματα, όπως το συριακό, η υστερική αντίδραση του Ερντογάν στις διαδηλώσεις για την πλατεία Γκεζί της Πόλης δύο εβδομάδες αργότερα και οι βιτριολικές αντιαμερικανικές του δηλώσεις, μόλις δύο εβδομάδες μετά το αμερικανικό του ταξίδι, προκάλεσαν την έκπληξη και την απογοήτευση της Ουάσιγκτον. Την ίδια στιγμή, η ανακοινωθείσα πρόθεση της Αγκυρας να αγοράσει κινεζικό πυραυλικό σύστημα, αντί ανάλογου αμερικανικού, ενόχλησε ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση Ομπάμα.
Η διαχείριση του κύματος διαδηλώσεων από την κυβέρνηση και η αίσθηση ότι ο Ερντογάν είχε πάψει να είναι ο δημοκράτης σύμμαχος, που ονειρεύονταν οι Δυτικοί, προκάλεσαν την αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από τα τουρκικά πράγματα.
http://www.kathimerini.gr/
Ο προκάτοχός του στην πρεσβεία των ΗΠΑ, Ρος Ουίλσον (2005-2008), λέει: «Η τουρκική πολιτική σκηνή δεν διαφέρει και τόσο από άλλες στον κόσμο. Το αποτέλεσμα της κάλπης των δημοτικών στις 30 Μαρτίου μπορεί να προκαλέσει μεγάλες εκπλήξεις, απογοητεύοντας σφόδρα το κυβερνών ΑΚΡ. Η επίθεση της κυβέρνησης στον πρέσβη Ριτσαρντόνε προκάλεσε αίσθηση εδώ στην Ουάσιγκτον και έπληξε σοβαρά τις διμερείς σχέσεις».
Δεν έπεισε ο Ερντογάν
Κυβερνητικά στελέχη στην Ουάσιγκτον υπογραμμίζουν, σε δηλώσεις τους στην Al Monitor, ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν την παραμικρή διάθεση και πρόθεση να εμπλακούν στις εσωτερικές έριδες της Τουρκίας, επιλέγοντας για παράδειγμα να στηρίξουν τον Ταγίπ Ερντογάν ή τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Η στάση αυτή δείχνει ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός απέτυχε στην προσπάθειά του να πείσει την πολιτική ηγεσία της Ουάσιγκτον για τη δράση των «γκιουλενιστών». Σύμφωνα με τον Ερντογάν, ο αυτοεξόριστος ιεροκήρυκας έχει οικοδομήσει «παράλληλο κράτος», με αποκλειστικό στόχο την ανατροπή του ΑΚΡ και του Ερντογάν.
Η επικρατούσα αίσθηση στην Ουάσιγκτον είναι, όμως, εντελώς διαφορετική. Η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμά έτσι ότι ο Γκιουλέν και το άριστα οργανωμένο δίκτυο υποστηρικτών του βοήθησαν καθοριστικά τον Ερντογάν στην εδραίωση της εξουσίας του και στην προβολή νέας, ηπιότερης εικόνας του προς τις ΗΠΑ. Η ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών αποδίδεται σε διαπάλη εξουσίας και όχι σε κάποια υποθετική προδοσία από μέρους του Γκιουλέν, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας.
«Η Ερντογάν δεν έχει πια κανένα φίλο στην Ουάσιγκτον. Δείτε τα ΜΜΕ. Δεν υπάρχει ούτε ένα θετικό άρθρο για την τουρκική κυβέρνηση», λέει ο Μάικλ Ουέρτς, αναλυτής του συντηρητικού ινστιτούτου Center for American Progress.
Ουδείς θα μπορούσε, όμως, να έχει προβλέψει την τροπή των εξελίξεων. Πριν από δέκα μήνες, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έμοιαζαν να γνωρίζουν νέα άνθηση. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε φροντίσει μάλιστα η υποδοχή του πρωθυπουργού Ερντογάν στην επίσημη επίσκεψή του, την 1η Μαΐου, να είναι πρωτοφανής για Τούρκο ηγέτη. Πέρα από τα θέματα πρωτοκόλλου, οι συνομιλίες μεταξύ των δύο ηγετών είχαν σηματοδοτήσει την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας, ενώ για πρώτη φορά στα χρονικά Τούρκος επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών συμμετείχε στη συνάντηση Ερντογάν - Ομπάμα.
Παρά τη συμφωνία των δύο πλευρών σε ακανθώδη θέματα, όπως το συριακό, η υστερική αντίδραση του Ερντογάν στις διαδηλώσεις για την πλατεία Γκεζί της Πόλης δύο εβδομάδες αργότερα και οι βιτριολικές αντιαμερικανικές του δηλώσεις, μόλις δύο εβδομάδες μετά το αμερικανικό του ταξίδι, προκάλεσαν την έκπληξη και την απογοήτευση της Ουάσιγκτον. Την ίδια στιγμή, η ανακοινωθείσα πρόθεση της Αγκυρας να αγοράσει κινεζικό πυραυλικό σύστημα, αντί ανάλογου αμερικανικού, ενόχλησε ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση Ομπάμα.
Η διαχείριση του κύματος διαδηλώσεων από την κυβέρνηση και η αίσθηση ότι ο Ερντογάν είχε πάψει να είναι ο δημοκράτης σύμμαχος, που ονειρεύονταν οι Δυτικοί, προκάλεσαν την αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από τα τουρκικά πράγματα.
http://www.kathimerini.gr/