Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα των εξελίξεων στην Κριμαία με την Κύπρο,
αυτή δεν είναι οι αποσχιστικές ενέργειες των Τουρκοκυπρίων, είναι ότι
και στις δύο χώρες η πλειοψηφία του λαού πήρε αποφάσεις με
δημοψηφίσματα, που δεν σεβάστηκε η διεθνής κοινότητα. Κατά τα άλλα η
Κριμαία και η κατεχόμενη Κύπρος δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση. Τόσο ο
Ουκρανός πρέσβης όσο και κυβερνητικοί κύκλοι της Κύπρου κάνουν λόγο για
ομοιότητες μεταξύ των δυο γεγονότων, κάποιοι μάλιστα υποβάλλουν ότι δεν
πρέπει να υποστηρίζει η Κύπρος την αυτοδιάθεση των Ρώσων της Κριμαίας
γιατί εμείς έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την αυτοδιάθεση των
Τουρκοκυπρίων. Αλλά, ακριβώς αντίθετη είναι η πραγματικότητα. Στην
κατεχόμενη Κύπρο ουδέποτε υπήρχε πλειοψηφία Τουρκοκυπρίων, αντίθετα η
συντριπτική πλειοψηφία ήταν Ελληνοκύπριοι για 3.000 χρόνια και
εκδιώχθηκαν από τον στρατό της Τουρκίας, οι περιουσίες τους κλάπηκαν, οι
εκκλησίες τους λεηλατήθηκαν και οι Τουρκοκύπριοι εγκαταστάθηκαν
παράνομα στις περιοχές των Ελληνοκυπρίων.
Πού υπάρχει κάτι παρόμοιο στην Ουκρανία; Οι κάτοικοι της Κριμαίας ήταν πάντα κάτοικοι της Κριμαίας, δεν εγκαταστάθηκαν εκεί μετά από κάποια εισβολή για να εκδιώξουν τους νόμιμους κατοίκους και μετά να κάνουν δημοψηφίσματα. Φυσικά από το 2004, έχει δημιουργηθεί ένα τραγικό προηγούμενο, αφού η ηγεσία μας αποδέχτηκε αυτό που της επέβαλαν οι υποκριτές της διεθνούς κοινότητας. Αποδέχτηκε δηλαδή τα χωριστά δημοψηφίσματα που ανέτρεψαν μια και καλή τη λογική του ενός λαού και της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας του (ενός) λαού, αλλά και το δικαίωμα των εποίκων να αποφασίζουν για το έδαφος που εποίκισαν κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Αυτό βεβαίως δεν θα έπρεπε να νομιμοποιεί την παρανομία ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε εμείς να αποδεχόμαστε ότι νομιμοποιεί την παρανομία και ότι επομένως οι Τουρκοκύπριοι και οι πολλαπλάσιοί τους έποικοι μπορούν ελεύθερα να αποφασίσουν ό,τι θέλουν, για παράδειγμα να ενωθούν με την Τουρκία, όπως ενώθηκε η Κριμαία με τη Ρωσία.
Πού υπάρχει κάτι παρόμοιο στην Ουκρανία; Οι κάτοικοι της Κριμαίας ήταν πάντα κάτοικοι της Κριμαίας, δεν εγκαταστάθηκαν εκεί μετά από κάποια εισβολή για να εκδιώξουν τους νόμιμους κατοίκους και μετά να κάνουν δημοψηφίσματα. Φυσικά από το 2004, έχει δημιουργηθεί ένα τραγικό προηγούμενο, αφού η ηγεσία μας αποδέχτηκε αυτό που της επέβαλαν οι υποκριτές της διεθνούς κοινότητας. Αποδέχτηκε δηλαδή τα χωριστά δημοψηφίσματα που ανέτρεψαν μια και καλή τη λογική του ενός λαού και της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας του (ενός) λαού, αλλά και το δικαίωμα των εποίκων να αποφασίζουν για το έδαφος που εποίκισαν κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Αυτό βεβαίως δεν θα έπρεπε να νομιμοποιεί την παρανομία ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε εμείς να αποδεχόμαστε ότι νομιμοποιεί την παρανομία και ότι επομένως οι Τουρκοκύπριοι και οι πολλαπλάσιοί τους έποικοι μπορούν ελεύθερα να αποφασίσουν ό,τι θέλουν, για παράδειγμα να ενωθούν με την Τουρκία, όπως ενώθηκε η Κριμαία με τη Ρωσία.
Άλλοι, επίσης παραπλανητικά, ισχυρίζονται αφελώς ότι η Ρωσία πήγε στην Κριμαία να προστατεύσει τους Ρώσους όπως έκανε η Τουρκία που ήρθε εδώ να προστατεύσει δήθεν τους Τουρκοκυπρίους. Παραβλέπουν φυσικά ότι οι Ρώσοι στην Κριμαία είναι η πλειοψηφία και οι υπόλοιποι κάτοικοι είναι πολύ μικρές μειονότητες, ενώ στην Κύπρο ο λαός με το δικό δημοψήφισμα το 1950 αποφάσισε κατά 95,7% την ένωση με την Ελλάδα και η Ελλάδα δεν ήρθε εδώ να ανταποκριθεί στο συντριπτικά πλειοψηφικό κάλεσμα των Κυπρίων.
Η Κύπρος σήμερα έχει κάθε λόγο να στηρίξει τη Ρωσία. Ακόμα και έναντι της υποκρισίας Ευρωπαίων και Αμερικανών, που στην περίπτωση της Κριμαίας θα πάρουν μέτρα εναντίον της Ρωσίας αλλά στην περίπτωση της Κύπρου παίρνουν μέτρα υπέρ του εισβολέα. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πρέπει να αποδείξει στους Ρώσους ότι η Κύπρος είναι διατεθειμένη να αντιπαρατεθεί και με τους εταίρους της για να στηρίξει τα συμφέροντα της Ρωσίας. Μπορεί να το κάνει ως ισότιμο μέλος της ΕΕ και οφείλει να το κάνει για να μη χάσει τη στήριξη της Ρωσίας, που μέχρι τώρα στάθηκε στο πλευρό της Κύπρου όπου τη χρειάστηκε, πολιτικά και οικονομικά. Αν χάσουμε και το στήριγμα της Ρωσίας, και είμαστε πολύ κοντά να το χάσουμε, πού αλλού θα στραφούμε για βοήθεια την ώρα των μεγάλων ραδιουργιών;