Οι έρευνες της Δικαιοσύνης για τους εξοπλισμούς και τις
διαδρομές του «μαύρου» χρήματος ικανοποιούν το κοινό αίσθημα,
δημιουργώντας ελπίδες αποκατάστασης του δημόσιου ήθους. Αν και η κάθαρση
θα έπρεπε να αποτελεί πρωτοβουλία της κυβέρνησης που τώρα θα είχε
δικαίωμα να καυχιέται για πλήγματα στη διαφθορά, το θετικό είναι ότι για
πρώτη φορά δεν υπάρχουν παρεμβάσεις στο ανακριτικό έργο.Ωστόσο, οι έρευνες βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η παρέλευση 11
ετών από την κορύφωση του εξοπλιστικού προγράμματος περιορίζει τα
περιθώρια ερευνών και επομένως η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να στερηθεί
κανένα πλεονέκτημά της. Η εξέταση των πρωταγωνιστών των διακρατικών και
διεταιρικών επαφών της περιόδου 1997-2003 αποτελεί βασικό όπλο
εντοπισμού της αλήθειας με κύριους μάρτυρες τα επιφανή στελέχη του
ΠΑΣΟΚ.
Στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου, τα τότε μέλη του ΚΥΣΕΑ είχαν τη δικαιολογία ότι αντικείμενο της δίκης ήταν οι δωροδοκίες και όχι η καθεαυτή προμήθεια των γερμανικών υποβρυχίων. Και πραγματικά, αφού είχαν ήδη εντοπιστεί οι μίζες, δεν χρειαζόταν ο κατηγορούμενος να κάνει «σόου» με τους μάρτυρες. Αντίθετα, τώρα που η ανάκριση γι' άλλα σκάνδαλα ακόμη εξελίσσεται πρέπει να κληθούν οι έχοντες γνώση του παρασκηνίου.Ορισμένες υποθέσεις ανάμειξης του κ. Σημίτη και βασικών υπουργών στα εξοπλιστικά είναι σημαντικότατες:
Τον Μάρτιο του 1997 ο υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος ενημερώνεται για το ενδιαφέρον των ΗΠΑ επί του προγράμματος εκσυγχρονισμού των Φάντομ F-4. Οι αμερικανικές υπηρεσίες εντοπίζουν (πολύ νωρίς!) και διαμαρτύρονται ότι η κυβέρνηση Σημίτη ακολουθεί «πολιτικά κριτήρια» υπέρ του Βερολίνου, αλλά το συμβόλαιο καταλήγει στη γερμανική DASA.
Τον Ιούλιο του 1998, ο κ. Τσοχατζόπουλος επισκέπτεται αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ υπό την «εποπτεία» του στρατιωτικού συμβούλου του κ. Σημίτη. Κατά τις διαρροές από τα τότε λεγόμενα «υπόγεια του Μαξίμου», ο κ. Σημίτης «διαπιστώνει με ανησυχία τις κινήσεις Τσοχατζόπουλου». Ακολουθεί, στις 8 Οκτωβρίου, μια «δύσκολη» συνάντησή τους και νέα διαρροή ότι το Μαξίμου θέλει να στερήσει από τον κ. Τσοχατζόπουλο «τον ρόλο αποκλειστικού αξιολογητή των αμυντικών συστημάτων που του αναγνωρίζουν οι ενδιαφερόμενες πρεσβείες». Η αντικατάσταση Τσοχατζόπουλου από τον κ. Γ. Παπαντωνίου, τρία χρόνια αργότερα, αποτελούσε την ύστατη κίνηση του Μαξίμου για έλεγχο των εξοπλισμών.
Τον Δεκέμβριο του 1999, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τ. Μπλερ με επιστολή προς τον κ. Σημίτη υπενθύμιζε επανειλημμένες συζητήσεις τους, υπογραμμίζοντας την υποψηφιότητα του άρματος μάχης Challenger 2E και ζητώντας οριστικοποίηση του προβαδίσματος της Vosper για το πρόγραμμα πυραυλακάτων.
Τον Φεβρουάριο του 2001, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου συναντάται, κυρίως για τα Βαλκάνια, με τον ανώτατο νατοϊκό διοικητή Ευρώπης, πτέραρχο Τζ. Ράλστον, ο οποίος (αφού υπογράμμισε ότι μιλά ως Αμερικανός στρατιωτικός) πρόβαλε τα πλεονεκτήματα των αρμάτων Abrams M1 A2.
Την ίδια εποχή, αρκετοί γνώριζαν τις συνεννοήσεις του κ. Σημίτη με τον Γάλλο ομόλογό του Λ. Ζοσπέν για τους (χρησιμότατους) πυραύλους Scalp των Mirage, όπως και τις επαφές του ίδιου και του κ. Παπαντωνίου με το κονσόρτσιουμ του Eurofighter. Ολα αυτά δεν είναι απαραίτητα αρνητικά, αλλά ο κ. Σημίτης και οι υπουργοί του δεν μπορούν να δηλώνουν άγνοια!
Αλέξανδρος Τάρκας
Στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου, τα τότε μέλη του ΚΥΣΕΑ είχαν τη δικαιολογία ότι αντικείμενο της δίκης ήταν οι δωροδοκίες και όχι η καθεαυτή προμήθεια των γερμανικών υποβρυχίων. Και πραγματικά, αφού είχαν ήδη εντοπιστεί οι μίζες, δεν χρειαζόταν ο κατηγορούμενος να κάνει «σόου» με τους μάρτυρες. Αντίθετα, τώρα που η ανάκριση γι' άλλα σκάνδαλα ακόμη εξελίσσεται πρέπει να κληθούν οι έχοντες γνώση του παρασκηνίου.Ορισμένες υποθέσεις ανάμειξης του κ. Σημίτη και βασικών υπουργών στα εξοπλιστικά είναι σημαντικότατες:
Τον Μάρτιο του 1997 ο υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος ενημερώνεται για το ενδιαφέρον των ΗΠΑ επί του προγράμματος εκσυγχρονισμού των Φάντομ F-4. Οι αμερικανικές υπηρεσίες εντοπίζουν (πολύ νωρίς!) και διαμαρτύρονται ότι η κυβέρνηση Σημίτη ακολουθεί «πολιτικά κριτήρια» υπέρ του Βερολίνου, αλλά το συμβόλαιο καταλήγει στη γερμανική DASA.
Τον Ιούλιο του 1998, ο κ. Τσοχατζόπουλος επισκέπτεται αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ υπό την «εποπτεία» του στρατιωτικού συμβούλου του κ. Σημίτη. Κατά τις διαρροές από τα τότε λεγόμενα «υπόγεια του Μαξίμου», ο κ. Σημίτης «διαπιστώνει με ανησυχία τις κινήσεις Τσοχατζόπουλου». Ακολουθεί, στις 8 Οκτωβρίου, μια «δύσκολη» συνάντησή τους και νέα διαρροή ότι το Μαξίμου θέλει να στερήσει από τον κ. Τσοχατζόπουλο «τον ρόλο αποκλειστικού αξιολογητή των αμυντικών συστημάτων που του αναγνωρίζουν οι ενδιαφερόμενες πρεσβείες». Η αντικατάσταση Τσοχατζόπουλου από τον κ. Γ. Παπαντωνίου, τρία χρόνια αργότερα, αποτελούσε την ύστατη κίνηση του Μαξίμου για έλεγχο των εξοπλισμών.
Τον Δεκέμβριο του 1999, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τ. Μπλερ με επιστολή προς τον κ. Σημίτη υπενθύμιζε επανειλημμένες συζητήσεις τους, υπογραμμίζοντας την υποψηφιότητα του άρματος μάχης Challenger 2E και ζητώντας οριστικοποίηση του προβαδίσματος της Vosper για το πρόγραμμα πυραυλακάτων.
Τον Φεβρουάριο του 2001, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου συναντάται, κυρίως για τα Βαλκάνια, με τον ανώτατο νατοϊκό διοικητή Ευρώπης, πτέραρχο Τζ. Ράλστον, ο οποίος (αφού υπογράμμισε ότι μιλά ως Αμερικανός στρατιωτικός) πρόβαλε τα πλεονεκτήματα των αρμάτων Abrams M1 A2.
Την ίδια εποχή, αρκετοί γνώριζαν τις συνεννοήσεις του κ. Σημίτη με τον Γάλλο ομόλογό του Λ. Ζοσπέν για τους (χρησιμότατους) πυραύλους Scalp των Mirage, όπως και τις επαφές του ίδιου και του κ. Παπαντωνίου με το κονσόρτσιουμ του Eurofighter. Ολα αυτά δεν είναι απαραίτητα αρνητικά, αλλά ο κ. Σημίτης και οι υπουργοί του δεν μπορούν να δηλώνουν άγνοια!
Αλέξανδρος Τάρκας