Η προέλευση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων και το σχετικό υπόμνημα του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας Στρατής Αθανασάκου
Ο ποταμός Θύαμις (Καλαμάς, σήμερα) στην Θεσπρωτία, έδωσε με την
παραφθορά του την ονομασία στους κατοίκους της περιοχής: Θύαμις, Θυάμις,
Τσ(ι)άμης, και Θυαμιρία, Τσ(ι)αμουριά η περιοχή, στην οποία από τον 17ο
αι. ζούσαν μαζί χριστιανοί και μουσουλμάνοι.Για την καταγωγή των εκεί μουσουλμάνων υπάρχουν διαφορετικές
προσεγγίσεις. Καμιά όμως δεν τους θεωρεί αλβανικής καταγωγής, παρόλο που
μιλούσαν την αλβανική γλώσσα, κατάσταση συνηθισμένη στην περιοχή, αφού ο
Σουλτάνος είχε αναθέσει την διοίκηση σε Τουρκαλβανούς.
Ο πρώην βουλευτής Θεσπρωτίας Στρατής Αθανασάκος, που ήταν άριστος γνώστης του θέματος, είχε καταθέσει υπόμνημα επ’ αυτού, το 1986, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: « Όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί, αλλά και όπως είναι τοπικά παραδεκτό, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες είναι απόγονοι των Θεσπρωτών και προέρχονται από τους κατά καιρούς εξισλαμισθέντες κατοίκους της περιοχής.
» Στο θεσπρωτικό χώρο δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι ως έποικοι, αλλά ελάχιστοι ως όργανα της τουρκικής διοικήσεως, οι οποίοι, όμως, δεν παρέμειναν μόνιμα και οικογενειακά στον τόπο.
» Ούτε Αλβανοί από την ιστορικά παραδεκτή Αλβανία, εγκαταστάθηκαν ποτέ στην Θεσπρωτία. Συνεπώς οι αποτελέσαντες κατά καιρούς την μειονότητα αυτή, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι έλκουν την καταγωγή και έχουν εθνική καταγωγή τουρκική ή αλβανική.
» Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες διακρίνονταν περισσότερο για το έντονο θρησκευτικό τους πιστεύω και λιγότερο για το εθνικό τους πιστεύω και θεωρούσαν πατρίδα τους τη χώρα της θρησκείας τους, την Τουρκία. Γι’ αυτό και μετά τη μη ανταλλαγή τους κατά το 1926, πωλούσαν, όσοι έβρισκαν αγοραστές, την ακίνητη περιουσία τους και μετανάστευαν στην Τουρκία και κανένας στην Αλβανία».
Στην Τσαμουριά, το 1923 ζούσαν 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, να ανταλλαχτούν με τους χριστιανούς. Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20.000 εξαιρέθηκαν, από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος σε επιστολή του αποκάλυπτε πως είναι μισός Αλβανός.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τον Ιούλιο του 1942, υπό την καθοδήγηση του J. Dino γαμπρού του Αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, συγκρότησαν την K.S.I.L.I.A. («Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως») με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας, Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών.
Στην εφημερίδα των Τιράνων "Bashkimi i Kombit" στις 14.3.1944 δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειες των Τσάμηδων με τους Ναζί το Φεβρουάριο του 1944, που είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα την πυρπόληση 25.000 σπιτιών και τη δημιουργία 100.000 προσφύγων. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι Τσάμηδες συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία, και 18.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα, ενώ με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα 123 Τσάμηδες.
Στη συνέχεια οι Τσάμηδες κατηγορήθηκαν για αξιόποινες πράξεις και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των Τσάμηδων, με ποινή για πολλούς εξ αυτών το θάνατο.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση και διανομή των περιουσιών των Τσάμηδων η οποία επεβλήθη από την ανάγκη εποικισμού των περιοχών, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία το ζήτημα των Τσάμηδων πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο.
Μάλιστα, ο Χότζα αντιμετώπισε στην αρχή τους Τσάμηδες με δυσπιστία, αφού θεωρήθηκαν συνεργάτες των Ιταλών και γι’ αυτό ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας. Μετά από όλο αυτό το διάστημα της σιωπής γύρω από τους Τσάμηδες, με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα ζήτημα που ανακύπτει μετά σε κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας.
Ο Μακεδών
Ο πρώην βουλευτής Θεσπρωτίας Στρατής Αθανασάκος, που ήταν άριστος γνώστης του θέματος, είχε καταθέσει υπόμνημα επ’ αυτού, το 1986, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: « Όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί, αλλά και όπως είναι τοπικά παραδεκτό, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες είναι απόγονοι των Θεσπρωτών και προέρχονται από τους κατά καιρούς εξισλαμισθέντες κατοίκους της περιοχής.
» Στο θεσπρωτικό χώρο δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι ως έποικοι, αλλά ελάχιστοι ως όργανα της τουρκικής διοικήσεως, οι οποίοι, όμως, δεν παρέμειναν μόνιμα και οικογενειακά στον τόπο.
» Ούτε Αλβανοί από την ιστορικά παραδεκτή Αλβανία, εγκαταστάθηκαν ποτέ στην Θεσπρωτία. Συνεπώς οι αποτελέσαντες κατά καιρούς την μειονότητα αυτή, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι έλκουν την καταγωγή και έχουν εθνική καταγωγή τουρκική ή αλβανική.
» Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες διακρίνονταν περισσότερο για το έντονο θρησκευτικό τους πιστεύω και λιγότερο για το εθνικό τους πιστεύω και θεωρούσαν πατρίδα τους τη χώρα της θρησκείας τους, την Τουρκία. Γι’ αυτό και μετά τη μη ανταλλαγή τους κατά το 1926, πωλούσαν, όσοι έβρισκαν αγοραστές, την ακίνητη περιουσία τους και μετανάστευαν στην Τουρκία και κανένας στην Αλβανία».
Στην Τσαμουριά, το 1923 ζούσαν 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, να ανταλλαχτούν με τους χριστιανούς. Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20.000 εξαιρέθηκαν, από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος σε επιστολή του αποκάλυπτε πως είναι μισός Αλβανός.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τον Ιούλιο του 1942, υπό την καθοδήγηση του J. Dino γαμπρού του Αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, συγκρότησαν την K.S.I.L.I.A. («Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως») με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας, Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών.
Στην εφημερίδα των Τιράνων "Bashkimi i Kombit" στις 14.3.1944 δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειες των Τσάμηδων με τους Ναζί το Φεβρουάριο του 1944, που είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα την πυρπόληση 25.000 σπιτιών και τη δημιουργία 100.000 προσφύγων. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι Τσάμηδες συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία, και 18.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα, ενώ με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα 123 Τσάμηδες.
Στη συνέχεια οι Τσάμηδες κατηγορήθηκαν για αξιόποινες πράξεις και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των Τσάμηδων, με ποινή για πολλούς εξ αυτών το θάνατο.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση και διανομή των περιουσιών των Τσάμηδων η οποία επεβλήθη από την ανάγκη εποικισμού των περιοχών, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία το ζήτημα των Τσάμηδων πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο.
Μάλιστα, ο Χότζα αντιμετώπισε στην αρχή τους Τσάμηδες με δυσπιστία, αφού θεωρήθηκαν συνεργάτες των Ιταλών και γι’ αυτό ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας. Μετά από όλο αυτό το διάστημα της σιωπής γύρω από τους Τσάμηδες, με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα ζήτημα που ανακύπτει μετά σε κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας.
Ο Μακεδών