του Ν. Πέλπα
"Όπλα - κυρίως για το πεζικό - και τουφέκια, τα οποία στην πλειονότητά
τους έφταναν από τις ανατολικές χώρες (τη Ρουμανία, την Τσεχία, την
Ουγγαρία και αλλού). Όλα τα όπλα που έφταναν τα συγκεντρώναμε σε ένα
παλιό εργοστάσιο, λίγο έξω από το Βελιγράδι προς το Πάντσεβο. Υπήρχαν
και δικά μας όπλα, αλλά πολύ λίγα. Το εργοστάσιο αυτό το φύλαγαν άνδρες
της υπηρεσίας μας (UDBA), δικοί μας άνθρωποι επίσης συσκεύαζαν σε
κασόνια τον οπλισμό και όλη η επιχείρηση διεξαγόταν κάτω από συνθήκες
απόλυτης μυστικότητας. Η μεταφορά τους προς την Ελλάδα γινόταν με
φορτηγά, τη νύχτα, με συνοδεία πρακτόρων της UDBA. Ο οπλισμός, μέσω
Σκοπίων, έφτανε στην πόλη Μπίτολα (Μοναστήρι) κι από εκεί μεταφερόταν
στα σύνορα, όπου τα παραλάμβαναν οι Έλληνες". Ένας από τους σχετικά
άγνωστους πρωταγωνιστές της τραγωδίας του ελληνικού εμφυλίου πολέμου,
στενός συνεργάτης του Τίτο, αποκαλύπτει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ πώς, υπό την
επίβλεψη και καθοδήγησή του, έφταναν από τις χώρες του πρώην Σοβιετικού
μπλοκ τα όπλα και τα εφόδια στον Γράμμο για τον εξοπλισμό και την
ενίσχυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ο 95χρονος, σήμερα, Γιόβο Κάπισιτς, τότε διοικητής της κρατικής υπηρεσίας ασφαλείας του Τίτο (UBDA), στον οποίο είχε ανατεθεί η επιχείρηση υποστήριξης του Δημοκρατικού Στρατού, μιλάει ακόμα για τους λόγους που ώθησαν τη Γιουγκοσλαβία να εμπλακεί στον ελληνικό εμφύλιο. "Δύο παράγοντες συνέλαβαν στο να αναμειχθούμε στον ελληνικό αγώνα, ο πρώτος ήταν οι πιέσεις που δεχθήκαμε από τη Σοβιετική Ένωση και άλλες ανατολικές χώρες και ο δεύτερος έχει να κάνει με τα επιτακτικά αιτήματα που έφταναν από τους δικούς μας 'Μακεδόνες'" αναφέρει.
"Η Σοβιετική Ένωση κάτι 'μαγείρευε' και χρησιμοποιούσε την κατάσταση στην Ελλάδα, γι' αυτό ζητούσε επίμονα την ανάμειξή μας. Από την άλλη, στο εσωτερικό είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις πιέσεις των 'Μακεδόνων'. Αυτοί, μάλιστα, ζητούσαν να επέμβουμε και να συγκρουστούμε με την Ελλάδα γιατί πίστευαν ότι έτσι θα πάρουν τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή. Αυτή ήταν η κυρίαρχη ιδέα στα Σκόπια" εξηγεί, ενώ στην ερώτηση εάν εκδηλωνόταν αυτή η ιδέα και από τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος στα Σκόπια απαντά:
"Βεβαίως, υπήρχαν τέτοιες βλέψεις, εκδηλωνόταν ανοιχτά στα κομματικά όργανα αλλά απέφευγαν να τις εκφράζουν δημόσια. Ό,τι επιθυμούν σήμερα, το επιθυμούσαν και τότε. Η ιδέα πάντοτε υπήρχε".
Στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, ο στρατηγός Κάπισιτς μιλάει ακόμα για τις σχέσεις του Βελιγραδίου με τα κομματικά στελέχη στα Σκόπια, τα παιδιά που έφταναν από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία, το Μπούλκες, αλλά και το πώς η ρήξη στις σχέσεις Στάλιν - Τίτο επηρέασε τη στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο:
Ερ.: Πώς κατάφερε το Βελιγράδι να ηρεμήσει τα κομματικά στελέχη από τα Σκόπια;
Απ.: "Αρχικά τους ηρεμήσαμε με την εμπλοκή μας στο ελληνικό εμφύλιο, με τη βοήθεια που παρείχαμε, το νοσοκομείο για τους τραυματίες που ανοίξαμε στη 'Μακεδονία'. Αργότερα κατάλαβαν ότι δεν είχαμε καμία πρόθεση να επέμβουμε στρατιωτικά γιατί ξέραμε ότι μετά θα έρχονταν οι Εγγλέζοι και οι Γάλλοι και θα μας έσπαγαν το σβέρκο. Κι αυτό που κάναμε ήταν ήδη πολύ και δεχθήκαμε έντονη κριτική από τη Δύση. Αλλά δεν αντέδρασαν οι δυτικές χώρες γιατί δεν ήθελαν να δυσχεράνουν τις σχέσεις με τον Τίτο [...] Η πολιτική ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας εκτιμούσε ότι η λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η Δύση δεν θα επέτρεπε ποτέ να τεθεί η Ελλάδα υπό τη σκέπη της Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς το γνωρίζαμε αυτό, αλλά αναγκαστήκαμε να εμπλακούμε, όπως είπα, εξαιτίας της Σοβιετικής Ένωσης και των δικών μας 'Μακεδόνων'. Όταν ελήφθη η απόφαση για να παρασχεθεί βοήθεια στους Έλληνες αγωνιστές, έγινε ένα σχέδιο για τη μορφή της βοήθειας και τους τρόπους που θα υλοποιηθεί".
Ερ.: Τι περιλάμβανε η βοήθεια εκτός από οπλισμό;
Απ.: "Το δεύτερο σκέλος της βοήθειας, που ήταν και το σημαντικότερο, αποτελούσαν τα τρόφιμα, ο ρουχισμός και τα φάρμακα. Μαζεύαμε ρούχα από τον κόσμο - κάποια έφταναν από άλλες χώρες - συγκεντρώναμε επίσης τρόφιμα, ακόμη και σοκολάτες, τα βάζαμε στα πακέτα και τα στέλναμε με το ίδιο τρόπο, όπως και τα όπλα, στην Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία, αν και δεν μπήκε με μεγάλη ευχαρίστηση σε αυτή την ιστορία, πρέπει να πω ότι την αποστολή μας την εκλάβαμε σε κάποιο βαθμό και ως συνεισφορά στον αγώνα ενός κινήματος που είχε σημαντικό ρόλο στον αντιφασιστικό αγώνα [...] Όσο δε εντείνονταν οι εχθροπραξίες στην Ελλάδα, παρουσιάστηκαν και άλλες ανάγκες για βοήθεια. Αναλάβαμε μια νέα αποστολή, που είχε να κάνει με την περίθαλψη των τραυματιών και τη φιλοξενία παιδιών από πληγείσες περιοχές. Για τους τραυματίες διαθέσαμε στους Έλληνες ένα νοσοκομείο στο Κατλάνοβο, όπου νοσηλεύονταν όσοι είχαν χτυπηθεί στο μέτωπο. Αν και το στήσαμε βιαστικά, το νοσοκομείο ήταν ωραίο και κάλυπτε όλες τις ανάγκες".
Ερ.: Δικοί σας άνθρωποι δεν έμπαιναν στο ελληνικό έδαφος; Γιατί εικάζεται ότι δικοί σας αξιωματικοί εκπαίδευαν τους Έλληνες αντάρτες.
Απ.: "Δεν είναι έτσι. Όλο και όλο μια φορά μπήκαν στην Ελλάδα δικοί μας αξιωματικοί. Πρόκειται για δύο άτομα που έστειλε το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Γιουγκοσλαβίας και αποστολή τους ήταν να έρθουν σε επαφή με τη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού και να γνωριστούν με την κατάσταση, αφού οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ελλιπείς. Συνεπώς η αποστολή τους ήταν καθαρά αναγνωριστική".
Ερ.: Τι σας ανέφεραν;
Απ.: "Δεν γνωρίζω τι έγραψαν στην αναφορά τους καθώς την παρέδωσαν στο ΓΕΣ. Εμείς δεν είχαμε καμία ενημέρωση για το περιεχόμενο γιατί ήμασταν υπηρεσία ασφάλειας και όχι στρατιωτική υπηρεσία. Δεν νομίζω πάντως ότι είχε κάποια πολιτική βαρύτητα η αναφορά τους".
Ερ.: Πόσα παιδιά έφτασαν στη Γιουγκοσλαβία και τι γνωρίζατε γι' αυτά;
Απ.: "Η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό για τα παιδιά που έφταναν από την Ελλάδα. Απ' ό,τι θυμάμαι, πρέπει να ήταν γύρω στις 10.000 παιδιά. Ήταν ταλαιπωρημένα και πεινασμένα. Αυτό που ξέραμε εμείς για τα παιδιά αυτά είναι ότι προέρχονταν από περιοχές που βρέθηκαν στη δίνη του πολέμου και οι γονείς τους τα έστειλαν έξω για να τα σώσουν ή γιατί δεν μπορούσαν να τα ταΐσουν. Όπως και να 'χει, εμείς τα υποδεχθήκαμε όπως έπρεπε, τα περιποιηθήκαμε, τα ταΐσαμε, τα ντύσαμε και στη συνέχεια τα στέλναμε στις γύρω χώρες - Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία. Δεν νομίζω να έμειναν στη Γιουγκοσλαβία κάποια από αυτά τα παιδιά".
Ερ.: Για το Μπούλκες τι γνωρίζετε;
Απ.: "Το Μπούλκες κι ένα διπλανό χωριό, που δεν θυμάμαι τα όνομα του, τα δώσαμε στους Έλληνες συντρόφους σαν ανεξάρτητη περιοχή, όπου εμείς δεν είχαμε καμία ανάμειξη στην οργάνωση και τη λειτουργία της κοινότητας αυτής. Η παραχώρηση των χωριών αυτών έγινε ύστερα από αίτημα της ελληνικής πλευράς για να εγκατασταθούν εκεί διωκόμενοι αριστεροί, εξαντλημένοι αντάρτες για ανάρρωση και ηλικιωμένοι από περιοχές που βρίσκονται στο επίκεντρο των εχθροπραξιών".
Ερ.: Δεν λειτούργησε το Μπούλκες ως κέντρο στρατιωτικής εκπαίδευσης;
Απ.: "Όχι, ποτέ. Αυτά είναι βλακείες. Δεν υπήρχαν όπλα στο Μπούλκες. Άλλωστε, εμείς δεν θα επιτρέπαμε καμία στρατιωτική δραστηριότητα".
Ερ.: Υπάρχουν μαρτυρίες για σφαγές στο Μπούλκες, για δολοφονίες που διαπράχθηκαν μεταξύ των Ελλήνων. Εσείς ως υπηρεσία ασφάλειας γνωρίζατε κάτι; Είχατε δικούς σας πράκτορες μέσα στο χωριό;
Απ.: "Δεν είχαμε τέτοιες πληροφορίες. Η UDBA ποτέ δεν ασχολήθηκε με κάποιο τέτοιο θέμα. Σας είπα ότι τα χωριά αυτά ήταν ανεξάρτητες περιοχές. Αυτοί είχαν δικά τους όργανα τάξης και εμείς δεν ανακατευόμασταν σε ό,τι γίνεται εντός της ελληνικής κοινότητας.
Η εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο είχε άλλες δύο πτυχές: τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού και την παραχώρηση ενός οικήματος στο κέντρο του Βελιγραδίου. "Κάποτε έφτασε ένα αίτημα από τους Έλληνες για τη δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού που θα μετέδιδε τις εξελίξεις από την Ελλάδα. Αν και στην αρχή ήμασταν διστακτικοί, ικανοποιήσαμε το αίτημά τους και τους παραχωρήσαμε ένα χώρο στους πρόποδες του όρους Άβαλα, έξω από το Βελιγράδι και τον εξοπλίσαμε πλήρως με ό,τι χρειαζόταν για να λειτουργήσει ο ραδιοφωνικός σταθμός. Αυτοί είχαν την αποκλειστική ευθύνη για τη λειτουργία του, ενώ εμείς δεν είχαμε καμία ανάμειξη. Τότε δεχθήκαμε και τις περισσότερες επικρίσεις από τη Δύση και οι σχέσεις μας έφτασαν σε κρίσιμη καμπή" θυμάται ο στρατηγός.
Η Γιουγκοσλαβία παραχώρησε επίσης στο ΚΚΕ και την "κυβέρνηση του βουνού" ένα σπίτι στο κέντρο του Βελιγραδίου, όπου φιλοξενούνταν τα στελέχη τους, όταν επισκέπτονταν τη Γιουγκοσλαβία, ενώ εκεί γινόταν όλες οι συναντήσεις και οι συνεδριάσεις. "Το σπίτι αυτό - αφηγείται ο στρατηγός Κάπιτσιτς - βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, στην οδό Svetozara Markovica. Ο διαχειριστής που έβαλαν οι Έλληνες ονομαζόταν Στρατής - ένας αδύνατος, κοντός άνθρωπος. Αυτός οργάνωνε τα πάντα γύρω από το σπίτι, τις προμήθειες, τις συναντήσεις, ήξερε ποιο στέλεχος έρχεται από την Ελλάδα και οργάνωνε τα πάντα γύρω από την παραμονή του. Στο σπίτι αυτό έμειναν όλοι οι ηγέτες του ΚΚΕ και κάποιοι υπουργοί της κυβέρνησης του βουνού. Είχαμε καλή συνεργασία με τον Στρατή γιατί μιλούσε τη γλώσσα μας. Με αυτόν βλεπόμασταν συχνά, κάναμε και παρέα".
Η γιουγκοσλαβική ηγεσία άλλαξε στάση απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο όταν επήλθε η ρήξη στις σχέσεις Στάλιν - Τίτο. Κλείνοντας τη συνέντευξή του στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, ο Γιόβο Κάπιτσιτς θυμάται: "Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση της Κομινφόρμ και άρχισε η λυσσαλέα επίθεση κατά του Τίτο, ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός, από τα Άβαλα, τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα μετέδωσε όλο το κείμενο της απόφασης και συντάχθηκε με τη γραμμή του Στάλιν. Το τι έλεγαν για τον Τίτο δεν περιγράφεται. Ο σταθμός, με πρωτοφανή φανατισμό, υπερασπιζόταν τις θέσεις του Στάλιν. Τότε διέταξα να τους πετάξουν όλους έξω και βάλαμε λουκέτο στον ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό. Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα συμπεριφερόταν έτσι. Εμείς τους βοηθούσαμε, τους προσφέραμε φιλοξενία κι ενώ περιμέναμε επίθεση από τον βορρά, σκάβαμε χαρακώματα στα σύνορα και επιστρατεύαμε αμούστακα παλικάρια για να σταματήσουν με λιανοντούφεκα τα άρματα του Στάλιν, είχαμε και τους Έλληνες που μας πολεμούσαν μέσα στο έδαφος μας. Έτσι, λοιπόν, κλείσαμε το σταθμό και μετά από μετρικούς μήνες διαλύσαμε και το Μπούλκες. Ενδεικτικό του μίσους που είχαν οι Έλληνες για τον Τίτο είναι και το γεγονός ότι κατά την εκκένωση του Μπούλκες, όταν τους οδηγήσαμε στο σταθμό των τρένων, έκαναν διαδήλωση και επιδεικτικά έσκιζαν τα χαρτονομίσματα της Γιουγκοσλαβίας".
Ο 95χρονος, σήμερα, Γιόβο Κάπισιτς, τότε διοικητής της κρατικής υπηρεσίας ασφαλείας του Τίτο (UBDA), στον οποίο είχε ανατεθεί η επιχείρηση υποστήριξης του Δημοκρατικού Στρατού, μιλάει ακόμα για τους λόγους που ώθησαν τη Γιουγκοσλαβία να εμπλακεί στον ελληνικό εμφύλιο. "Δύο παράγοντες συνέλαβαν στο να αναμειχθούμε στον ελληνικό αγώνα, ο πρώτος ήταν οι πιέσεις που δεχθήκαμε από τη Σοβιετική Ένωση και άλλες ανατολικές χώρες και ο δεύτερος έχει να κάνει με τα επιτακτικά αιτήματα που έφταναν από τους δικούς μας 'Μακεδόνες'" αναφέρει.
"Η Σοβιετική Ένωση κάτι 'μαγείρευε' και χρησιμοποιούσε την κατάσταση στην Ελλάδα, γι' αυτό ζητούσε επίμονα την ανάμειξή μας. Από την άλλη, στο εσωτερικό είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις πιέσεις των 'Μακεδόνων'. Αυτοί, μάλιστα, ζητούσαν να επέμβουμε και να συγκρουστούμε με την Ελλάδα γιατί πίστευαν ότι έτσι θα πάρουν τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή. Αυτή ήταν η κυρίαρχη ιδέα στα Σκόπια" εξηγεί, ενώ στην ερώτηση εάν εκδηλωνόταν αυτή η ιδέα και από τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος στα Σκόπια απαντά:
"Βεβαίως, υπήρχαν τέτοιες βλέψεις, εκδηλωνόταν ανοιχτά στα κομματικά όργανα αλλά απέφευγαν να τις εκφράζουν δημόσια. Ό,τι επιθυμούν σήμερα, το επιθυμούσαν και τότε. Η ιδέα πάντοτε υπήρχε".
Στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, ο στρατηγός Κάπισιτς μιλάει ακόμα για τις σχέσεις του Βελιγραδίου με τα κομματικά στελέχη στα Σκόπια, τα παιδιά που έφταναν από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία, το Μπούλκες, αλλά και το πώς η ρήξη στις σχέσεις Στάλιν - Τίτο επηρέασε τη στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο:
Ερ.: Πώς κατάφερε το Βελιγράδι να ηρεμήσει τα κομματικά στελέχη από τα Σκόπια;
Απ.: "Αρχικά τους ηρεμήσαμε με την εμπλοκή μας στο ελληνικό εμφύλιο, με τη βοήθεια που παρείχαμε, το νοσοκομείο για τους τραυματίες που ανοίξαμε στη 'Μακεδονία'. Αργότερα κατάλαβαν ότι δεν είχαμε καμία πρόθεση να επέμβουμε στρατιωτικά γιατί ξέραμε ότι μετά θα έρχονταν οι Εγγλέζοι και οι Γάλλοι και θα μας έσπαγαν το σβέρκο. Κι αυτό που κάναμε ήταν ήδη πολύ και δεχθήκαμε έντονη κριτική από τη Δύση. Αλλά δεν αντέδρασαν οι δυτικές χώρες γιατί δεν ήθελαν να δυσχεράνουν τις σχέσεις με τον Τίτο [...] Η πολιτική ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας εκτιμούσε ότι η λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η Δύση δεν θα επέτρεπε ποτέ να τεθεί η Ελλάδα υπό τη σκέπη της Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς το γνωρίζαμε αυτό, αλλά αναγκαστήκαμε να εμπλακούμε, όπως είπα, εξαιτίας της Σοβιετικής Ένωσης και των δικών μας 'Μακεδόνων'. Όταν ελήφθη η απόφαση για να παρασχεθεί βοήθεια στους Έλληνες αγωνιστές, έγινε ένα σχέδιο για τη μορφή της βοήθειας και τους τρόπους που θα υλοποιηθεί".
Ερ.: Τι περιλάμβανε η βοήθεια εκτός από οπλισμό;
Απ.: "Το δεύτερο σκέλος της βοήθειας, που ήταν και το σημαντικότερο, αποτελούσαν τα τρόφιμα, ο ρουχισμός και τα φάρμακα. Μαζεύαμε ρούχα από τον κόσμο - κάποια έφταναν από άλλες χώρες - συγκεντρώναμε επίσης τρόφιμα, ακόμη και σοκολάτες, τα βάζαμε στα πακέτα και τα στέλναμε με το ίδιο τρόπο, όπως και τα όπλα, στην Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία, αν και δεν μπήκε με μεγάλη ευχαρίστηση σε αυτή την ιστορία, πρέπει να πω ότι την αποστολή μας την εκλάβαμε σε κάποιο βαθμό και ως συνεισφορά στον αγώνα ενός κινήματος που είχε σημαντικό ρόλο στον αντιφασιστικό αγώνα [...] Όσο δε εντείνονταν οι εχθροπραξίες στην Ελλάδα, παρουσιάστηκαν και άλλες ανάγκες για βοήθεια. Αναλάβαμε μια νέα αποστολή, που είχε να κάνει με την περίθαλψη των τραυματιών και τη φιλοξενία παιδιών από πληγείσες περιοχές. Για τους τραυματίες διαθέσαμε στους Έλληνες ένα νοσοκομείο στο Κατλάνοβο, όπου νοσηλεύονταν όσοι είχαν χτυπηθεί στο μέτωπο. Αν και το στήσαμε βιαστικά, το νοσοκομείο ήταν ωραίο και κάλυπτε όλες τις ανάγκες".
Ερ.: Δικοί σας άνθρωποι δεν έμπαιναν στο ελληνικό έδαφος; Γιατί εικάζεται ότι δικοί σας αξιωματικοί εκπαίδευαν τους Έλληνες αντάρτες.
Απ.: "Δεν είναι έτσι. Όλο και όλο μια φορά μπήκαν στην Ελλάδα δικοί μας αξιωματικοί. Πρόκειται για δύο άτομα που έστειλε το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Γιουγκοσλαβίας και αποστολή τους ήταν να έρθουν σε επαφή με τη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού και να γνωριστούν με την κατάσταση, αφού οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ελλιπείς. Συνεπώς η αποστολή τους ήταν καθαρά αναγνωριστική".
Ερ.: Τι σας ανέφεραν;
Απ.: "Δεν γνωρίζω τι έγραψαν στην αναφορά τους καθώς την παρέδωσαν στο ΓΕΣ. Εμείς δεν είχαμε καμία ενημέρωση για το περιεχόμενο γιατί ήμασταν υπηρεσία ασφάλειας και όχι στρατιωτική υπηρεσία. Δεν νομίζω πάντως ότι είχε κάποια πολιτική βαρύτητα η αναφορά τους".
Ερ.: Πόσα παιδιά έφτασαν στη Γιουγκοσλαβία και τι γνωρίζατε γι' αυτά;
Απ.: "Η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό για τα παιδιά που έφταναν από την Ελλάδα. Απ' ό,τι θυμάμαι, πρέπει να ήταν γύρω στις 10.000 παιδιά. Ήταν ταλαιπωρημένα και πεινασμένα. Αυτό που ξέραμε εμείς για τα παιδιά αυτά είναι ότι προέρχονταν από περιοχές που βρέθηκαν στη δίνη του πολέμου και οι γονείς τους τα έστειλαν έξω για να τα σώσουν ή γιατί δεν μπορούσαν να τα ταΐσουν. Όπως και να 'χει, εμείς τα υποδεχθήκαμε όπως έπρεπε, τα περιποιηθήκαμε, τα ταΐσαμε, τα ντύσαμε και στη συνέχεια τα στέλναμε στις γύρω χώρες - Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία. Δεν νομίζω να έμειναν στη Γιουγκοσλαβία κάποια από αυτά τα παιδιά".
Ερ.: Για το Μπούλκες τι γνωρίζετε;
Απ.: "Το Μπούλκες κι ένα διπλανό χωριό, που δεν θυμάμαι τα όνομα του, τα δώσαμε στους Έλληνες συντρόφους σαν ανεξάρτητη περιοχή, όπου εμείς δεν είχαμε καμία ανάμειξη στην οργάνωση και τη λειτουργία της κοινότητας αυτής. Η παραχώρηση των χωριών αυτών έγινε ύστερα από αίτημα της ελληνικής πλευράς για να εγκατασταθούν εκεί διωκόμενοι αριστεροί, εξαντλημένοι αντάρτες για ανάρρωση και ηλικιωμένοι από περιοχές που βρίσκονται στο επίκεντρο των εχθροπραξιών".
Ερ.: Δεν λειτούργησε το Μπούλκες ως κέντρο στρατιωτικής εκπαίδευσης;
Απ.: "Όχι, ποτέ. Αυτά είναι βλακείες. Δεν υπήρχαν όπλα στο Μπούλκες. Άλλωστε, εμείς δεν θα επιτρέπαμε καμία στρατιωτική δραστηριότητα".
Ερ.: Υπάρχουν μαρτυρίες για σφαγές στο Μπούλκες, για δολοφονίες που διαπράχθηκαν μεταξύ των Ελλήνων. Εσείς ως υπηρεσία ασφάλειας γνωρίζατε κάτι; Είχατε δικούς σας πράκτορες μέσα στο χωριό;
Απ.: "Δεν είχαμε τέτοιες πληροφορίες. Η UDBA ποτέ δεν ασχολήθηκε με κάποιο τέτοιο θέμα. Σας είπα ότι τα χωριά αυτά ήταν ανεξάρτητες περιοχές. Αυτοί είχαν δικά τους όργανα τάξης και εμείς δεν ανακατευόμασταν σε ό,τι γίνεται εντός της ελληνικής κοινότητας.
Η εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο είχε άλλες δύο πτυχές: τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού και την παραχώρηση ενός οικήματος στο κέντρο του Βελιγραδίου. "Κάποτε έφτασε ένα αίτημα από τους Έλληνες για τη δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού που θα μετέδιδε τις εξελίξεις από την Ελλάδα. Αν και στην αρχή ήμασταν διστακτικοί, ικανοποιήσαμε το αίτημά τους και τους παραχωρήσαμε ένα χώρο στους πρόποδες του όρους Άβαλα, έξω από το Βελιγράδι και τον εξοπλίσαμε πλήρως με ό,τι χρειαζόταν για να λειτουργήσει ο ραδιοφωνικός σταθμός. Αυτοί είχαν την αποκλειστική ευθύνη για τη λειτουργία του, ενώ εμείς δεν είχαμε καμία ανάμειξη. Τότε δεχθήκαμε και τις περισσότερες επικρίσεις από τη Δύση και οι σχέσεις μας έφτασαν σε κρίσιμη καμπή" θυμάται ο στρατηγός.
Η Γιουγκοσλαβία παραχώρησε επίσης στο ΚΚΕ και την "κυβέρνηση του βουνού" ένα σπίτι στο κέντρο του Βελιγραδίου, όπου φιλοξενούνταν τα στελέχη τους, όταν επισκέπτονταν τη Γιουγκοσλαβία, ενώ εκεί γινόταν όλες οι συναντήσεις και οι συνεδριάσεις. "Το σπίτι αυτό - αφηγείται ο στρατηγός Κάπιτσιτς - βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, στην οδό Svetozara Markovica. Ο διαχειριστής που έβαλαν οι Έλληνες ονομαζόταν Στρατής - ένας αδύνατος, κοντός άνθρωπος. Αυτός οργάνωνε τα πάντα γύρω από το σπίτι, τις προμήθειες, τις συναντήσεις, ήξερε ποιο στέλεχος έρχεται από την Ελλάδα και οργάνωνε τα πάντα γύρω από την παραμονή του. Στο σπίτι αυτό έμειναν όλοι οι ηγέτες του ΚΚΕ και κάποιοι υπουργοί της κυβέρνησης του βουνού. Είχαμε καλή συνεργασία με τον Στρατή γιατί μιλούσε τη γλώσσα μας. Με αυτόν βλεπόμασταν συχνά, κάναμε και παρέα".
Η γιουγκοσλαβική ηγεσία άλλαξε στάση απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο όταν επήλθε η ρήξη στις σχέσεις Στάλιν - Τίτο. Κλείνοντας τη συνέντευξή του στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, ο Γιόβο Κάπιτσιτς θυμάται: "Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση της Κομινφόρμ και άρχισε η λυσσαλέα επίθεση κατά του Τίτο, ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός, από τα Άβαλα, τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα μετέδωσε όλο το κείμενο της απόφασης και συντάχθηκε με τη γραμμή του Στάλιν. Το τι έλεγαν για τον Τίτο δεν περιγράφεται. Ο σταθμός, με πρωτοφανή φανατισμό, υπερασπιζόταν τις θέσεις του Στάλιν. Τότε διέταξα να τους πετάξουν όλους έξω και βάλαμε λουκέτο στον ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό. Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα συμπεριφερόταν έτσι. Εμείς τους βοηθούσαμε, τους προσφέραμε φιλοξενία κι ενώ περιμέναμε επίθεση από τον βορρά, σκάβαμε χαρακώματα στα σύνορα και επιστρατεύαμε αμούστακα παλικάρια για να σταματήσουν με λιανοντούφεκα τα άρματα του Στάλιν, είχαμε και τους Έλληνες που μας πολεμούσαν μέσα στο έδαφος μας. Έτσι, λοιπόν, κλείσαμε το σταθμό και μετά από μετρικούς μήνες διαλύσαμε και το Μπούλκες. Ενδεικτικό του μίσους που είχαν οι Έλληνες για τον Τίτο είναι και το γεγονός ότι κατά την εκκένωση του Μπούλκες, όταν τους οδηγήσαμε στο σταθμό των τρένων, έκαναν διαδήλωση και επιδεικτικά έσκιζαν τα χαρτονομίσματα της Γιουγκοσλαβίας".