Ισως
δεν έχει γίνει ιδιαίτερα αντιληπτή από ένα μεγάλο μέρος της κοινής
γνώμης η ένταση στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Γερμανίας τις
τελευταίες εβδομάδες. Αφετηρία ήταν η αποκάλυψη του «Σπίγκελ» ότι η NSA
παρακολουθούσε ακόμη και το κινητό τηλέφωνο της καγκελαρίου της
Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, αλλά πολύ γρήγορα πήρε και άλλη διάσταση, με
την Ουάσιγκτον να κατηγορεί ανοιχτά το Βερολίνο ότι βυθίζει στην ύφεση
ολόκληρη την Ευρωζώνη. Δεν ήταν ασφαλώς σύμπτωση ότι το κατηγορητήριο
απαγγέλθηκε από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών μετά τις
αντιδράσεις και τον μεγάλο θόρυβο που δημιουργήθηκε στη Γερμανία και ενώ
αντιπροσωπεία Γερμανών αρμοδίων αξιωματούχων βρισκόταν καθ’ οδόν προς
την αμερικανική πρωτεύουσα για να ζητήσει εξηγήσεις.
Το πιθανότερο είναι ότι η παρακολούθηση του τηλεφώνου της Αγκελα Μέρκελ εντάσσεται σε μία γενική πρακτική και δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς η προηγμένη τεχνολογία, στην οποία οι ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητα πρωτοπόροι, προσφέρει άπειρες δυνατότητες. Αυτό το γνωρίζουν οι πάντες και η έκπληξη δεν είναι ότι τα ηλεκτρονικά αυτιά και μάτια των Αμερικανών παρακολουθούν το επίγειο σύμπαν, αλλά για κάποιους λόγους αυτό διέρρευσε στον Τύπο για να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ σημαντικών συμμάχων.
Οδηγώντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν ρόδινες οι σχέσεις της Γερμανίας με τον αγγλοσαξονικό άξονα, δηλαδή με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αλλωστε, μερικές ημέρες αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι και η βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο συμμετείχε στις παρακολουθήσεις στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι ότι αν και η Γερμανία επελέγη ως η εμπροσθοφυλακή της Δύσης και γύρω από αυτήν κυρίως κτίστηκε η πολιτική της ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η καχυποψία παρέμεινε, έστω και καλυμμένη. Η φανερή αντίφαση ήταν και είναι ότι, ενώ οι ΗΠΑ και η Βρετανία ήθελαν τη Γερμανία ενισχυμένη και δυνατή, αλλά μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και γίγνεσθαι, δεν την ήθελαν τόσο κραταιά ώστε να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Γι’ αυτό δεν έχαναν την ευκαιρία να υπενθυμίζουν ποιοι ήταν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι που έγινε διεθνώς αντιληπτό με αφορμή τον εορτασμό με μεγαλειώδεις τελετές και δημοσιότητα των 50 χρόνων από τη λήξη του, το 1995. Είναι γνωστή επίσης η αντίθεση της Μάργκαρετ Θάτσερ στην ενοποίηση της Γερμανίας, όπως και η εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ μπλέχτηκαν ενεργά, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας για να μην τεθούν υπό την αποκλειστική επιρροή του Βερολίνου όλα τα Βαλκάνια.
Η καχυποψία των Αγγλοσαξόνων δεν εμπόδισε τη Γερμανία να κυριαρχήσει οικονομικά και πολιτικά σε όλη την Ευρώπη. Γεγονός που της έδωσε τη δυνατότητα να υψώνει το ανάστημά της κατά καιρούς στους συμμάχους της και νικητές του πολέμου. Αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο του Ιράκ, δεν ήθελε την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι, δεν επηρεάζεται από τα επανειλημμένα δηλητηριώδη σχόλια και ρεπορτάζ του αγγλόφωνου Τύπου για την οικονομική πολιτική της και τη λιτότητα που επιβάλλει στην Ευρωζώνη και δεν δίστασε να αγνοήσει και μάλιστα φωναχτά και επιδεικτικά τις παρεμβάσεις Αμερικανών αξιωματούχων, όπως του πρώην υπουργού Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, να αλλάξει τη στάση της. Στάση που ανησυχεί ιδιαίτερα την Ουάσιγκτον γιατί κατ’ αυτήν απειλεί την οικονομική σταθερότητα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ΗΠΑ κατηγορούν τώρα τη Γερμανία πως έχει εμπορικό πλεόνασμα μεγαλύτερο από την Κίνα και την καλούν να αυξήσει μισθούς και πληθωρισμό για να αυξήσει την εσωτερική ζήτηση, γιατί με την πολιτική της στραγγαλίζει οικονομικά τους εταίρους της και δημιουργεί κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.
Οι Γερμανοί απαντούν επιθετικά ότι οι Αμερικανοί κρατούν τεχνητά χαμηλά το δολάριο και παρουσιάζουν στοιχεία που λένε ότι το εμπορικό τους πλεόνασμα μειώθηκε αισθητά μετά την κατάρρευση της τράπεζας Λίμαν (άρα για την κρίση ευθύνονται οι ΗΠΑ), προέρχεται περισσότερο από τις εξαγωγές της εκτός Ευρώπης, παρά εντός, η χώρα τους τονώνει την εσωτερική ζήτηση και η περιφέρεια της Ευρώπης γίνεται πιο ανταγωνιστική (προφανώς με την πολιτική που επιβάλλουν).
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η αντιπαράθεση Γερμανών και Αγγλοσαξόνων έχει βαθιές ρίζες, ίσως να μην έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή της και ενδεχομένως απαιτεί μία επανεκκίνηση του οικονομικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.http://news.kathimerini.gr/
Το πιθανότερο είναι ότι η παρακολούθηση του τηλεφώνου της Αγκελα Μέρκελ εντάσσεται σε μία γενική πρακτική και δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς η προηγμένη τεχνολογία, στην οποία οι ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητα πρωτοπόροι, προσφέρει άπειρες δυνατότητες. Αυτό το γνωρίζουν οι πάντες και η έκπληξη δεν είναι ότι τα ηλεκτρονικά αυτιά και μάτια των Αμερικανών παρακολουθούν το επίγειο σύμπαν, αλλά για κάποιους λόγους αυτό διέρρευσε στον Τύπο για να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ σημαντικών συμμάχων.
Οδηγώντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν ρόδινες οι σχέσεις της Γερμανίας με τον αγγλοσαξονικό άξονα, δηλαδή με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αλλωστε, μερικές ημέρες αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι και η βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο συμμετείχε στις παρακολουθήσεις στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι ότι αν και η Γερμανία επελέγη ως η εμπροσθοφυλακή της Δύσης και γύρω από αυτήν κυρίως κτίστηκε η πολιτική της ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η καχυποψία παρέμεινε, έστω και καλυμμένη. Η φανερή αντίφαση ήταν και είναι ότι, ενώ οι ΗΠΑ και η Βρετανία ήθελαν τη Γερμανία ενισχυμένη και δυνατή, αλλά μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και γίγνεσθαι, δεν την ήθελαν τόσο κραταιά ώστε να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Γι’ αυτό δεν έχαναν την ευκαιρία να υπενθυμίζουν ποιοι ήταν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι που έγινε διεθνώς αντιληπτό με αφορμή τον εορτασμό με μεγαλειώδεις τελετές και δημοσιότητα των 50 χρόνων από τη λήξη του, το 1995. Είναι γνωστή επίσης η αντίθεση της Μάργκαρετ Θάτσερ στην ενοποίηση της Γερμανίας, όπως και η εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ μπλέχτηκαν ενεργά, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας για να μην τεθούν υπό την αποκλειστική επιρροή του Βερολίνου όλα τα Βαλκάνια.
Η καχυποψία των Αγγλοσαξόνων δεν εμπόδισε τη Γερμανία να κυριαρχήσει οικονομικά και πολιτικά σε όλη την Ευρώπη. Γεγονός που της έδωσε τη δυνατότητα να υψώνει το ανάστημά της κατά καιρούς στους συμμάχους της και νικητές του πολέμου. Αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο του Ιράκ, δεν ήθελε την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι, δεν επηρεάζεται από τα επανειλημμένα δηλητηριώδη σχόλια και ρεπορτάζ του αγγλόφωνου Τύπου για την οικονομική πολιτική της και τη λιτότητα που επιβάλλει στην Ευρωζώνη και δεν δίστασε να αγνοήσει και μάλιστα φωναχτά και επιδεικτικά τις παρεμβάσεις Αμερικανών αξιωματούχων, όπως του πρώην υπουργού Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, να αλλάξει τη στάση της. Στάση που ανησυχεί ιδιαίτερα την Ουάσιγκτον γιατί κατ’ αυτήν απειλεί την οικονομική σταθερότητα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ΗΠΑ κατηγορούν τώρα τη Γερμανία πως έχει εμπορικό πλεόνασμα μεγαλύτερο από την Κίνα και την καλούν να αυξήσει μισθούς και πληθωρισμό για να αυξήσει την εσωτερική ζήτηση, γιατί με την πολιτική της στραγγαλίζει οικονομικά τους εταίρους της και δημιουργεί κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.
Οι Γερμανοί απαντούν επιθετικά ότι οι Αμερικανοί κρατούν τεχνητά χαμηλά το δολάριο και παρουσιάζουν στοιχεία που λένε ότι το εμπορικό τους πλεόνασμα μειώθηκε αισθητά μετά την κατάρρευση της τράπεζας Λίμαν (άρα για την κρίση ευθύνονται οι ΗΠΑ), προέρχεται περισσότερο από τις εξαγωγές της εκτός Ευρώπης, παρά εντός, η χώρα τους τονώνει την εσωτερική ζήτηση και η περιφέρεια της Ευρώπης γίνεται πιο ανταγωνιστική (προφανώς με την πολιτική που επιβάλλουν).
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η αντιπαράθεση Γερμανών και Αγγλοσαξόνων έχει βαθιές ρίζες, ίσως να μην έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή της και ενδεχομένως απαιτεί μία επανεκκίνηση του οικονομικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.http://news.kathimerini.gr/