Η πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα Προέδρου της Δημοκρατίας επανέφερε
στην επικαιρότητα το ζήτημα των περιουσιών των Τσάμηδων. Ωστόσο, οι
περιουσίες αυτές διαφοροποιούνται τόσο ως προς τα πραγματικά στοιχεία
όσο και ως προς τη νομική αξιολόγησή τους από τις περιουσίες Αλβανών
υπηκόων (οι Τσάμηδες τότε είχαν ελληνική υπηκοότητα) που χαρακτηρίστηκαν
«εχθρικές» την επομένη της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου (Α.Ν.
2636/1940).Η διαφοροποίηση αυτή έχει πολιτική σημασία διότι, υπό τη σημερινή
κατάσταση της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομολογίας, η τυχόν διεκδίκηση
από τους Τσάμηδες των δημευθέντων από τις ελληνικές αρχές περιουσιών
τους δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την
αντίστοιχη των «εχθρικών» περιουσιών του 1940.
Τα δικαστικά (έκτακτα) μέτρα, που ελήφθησαν σε βάρος των δωσιλόγων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή άλλων ομάδων πληθυσμού, απασχόλησαν τα ευρωπαϊκά όργανα την επομένη της πτώσης του τείχους του Βερολίνου.
Σε επίπεδο πολιτικό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσέτρεξε το 2002, ύστερα από αίτημα της Γερμανίας, σε γνωμοδοτήσεις επιφανών νομικών για να αποκτήσει πλήρη γνώση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εκδιωχθέντων Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία (διατάγματα Benes), πριν συναινέσει στην είσοδο της Τσεχίας στην Ε.Ε. Την ίδια περίοδο, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο πρίγκιπας Hans-Adam II του Λιχτενστάιν διεκδίκησε την κυριότητα ενός πίνακα ζωγραφικής που οι Αρχές της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας κατέσχεσαν το 1946 από το σαλόνι του οικογενειακού πύργου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι διεκδικητές εισέπραξαν αρνητική απάντηση: η ευρωπαϊκή προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ο Αρειος Πάγος σε ανάλογες
ελληνικές υποθέσεις. Το μεν πρώτο απέρριψε προσφυγή κατοίκων Φλώρινας των οποίων οι περιουσίες είχαν δημευθεί το 1948 ύστερα από καταδίκη για δωσιλογισμό (υπόθεση Σ. και λοιποί, 5.12.2002), ο δε δεύτερος δέχθηκε ότι δεν διακόπτεται η προθεσμία της χρησικτησίας επί ακινήτων των οποίων οι ιδιοκτήτες απουσιάζουν αναγκαστικά στο εξωτερικό, λόγω ποινικής καταδίκης τους από τα έκτακτα στρατοδικεία μετά το 1945 (Α.Π. 1274/1997).
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις εχθρικές περιουσίες του 1940. Αυτές τέθηκαν υπό μεσεγγύηση έως, θεωρητικά, το τέλος των εχθροπραξιών και στη συνέχεια το ελληνικό κράτος όφειλε να τις αποδώσει πίσω στους ιδιοκτήτες τους (όλοι αλβανικής υπηκοότητας). Τούτο, άλλωστε, έπραξε η Ελλάδα για τις ιταλικές και τις γερμανικές περιουσίες (φυσικών και νομικών προσώπων) μετά το 1945. Ωστόσο, αδικαιολόγητα, μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί στους Αλβανούς ιδιοκτήτες τα ακίνητα αυτά, αν και τόσο ο αριθμός τους (περί τα 200 ακίνητα) όσο και η σημερινή τους αξία (κατά προσέγγιση, 13 εκατομμύρια ευρώ) δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Πολύ δε περισσότερο που με το Ελληνοαλβανικό Σύμφωνο Φιλίας του 1996 (Ν. 2568/1998) δεν μπορεί κανείς σοβαρά να ισχυριστεί ότι οι σχέσεις των κρατών παραμένουν εχθρικές.
Στην παρούσα συγκυρία, που οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα βρίσκονται στο ναδίρ, η ελληνική διοίκηση μπορεί να δώσει μια λύση σε ένα ζήτημα που χρονίζει και μπορεί να προξενήσει, στο άμεσο μέλλον, μεγάλη ζημία στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αλήθεια, φαντάζεται κανείς τον Ελληνα νομικό σύμβουλο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή τον Ελληνα διπλωμάτη στην Ε.Ε. να επιχειρηματολογεί περί της ισχύος του εμπολέμου με την Αλβανία για να δικαιολογήσει γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί τα ακίνητα αυτά στους ιδιοκτήτες τους;
Αν εμπνευστεί η ελληνική διοίκηση από τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες και δεν θελήσει να αυτοσχεδιάσει, οι λύσεις είναι πολλές και απλές. Συγκρατώ σε αυτό το άρθρο την πιο σύμφωνη με τη σύγχρονη αντίληψη περί κράτους δικαίου. Να συσταθεί ένα ελληνικών συμφερόντων ίδρυμα στην Αλβανία, το οποίο θα έχει στόχο την εξαγορά των εν λόγω ακινήτων από τους Αλβανούς ιδιοκτήτες και τους κληρονόμους τους που επιθυμούν να τα πουλήσουν και τη μεταπώλησή τους σε τρίτους. Σημειώνεται ότι τα περίπου 200 μεσεγγυημένα ακίνητα των Αλβανών υπηκόων ενοικιάζονται μέχρι σήμερα (από το 1940!) σε ιδιώτες, με ευθύνη του προϊσταμένου της επιτόπιας ΔΟΥ, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές ενοικίου...
* Ο κ. Γιάννης Κτιστάκης διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (Νομική Σχολή).
Τα δικαστικά (έκτακτα) μέτρα, που ελήφθησαν σε βάρος των δωσιλόγων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή άλλων ομάδων πληθυσμού, απασχόλησαν τα ευρωπαϊκά όργανα την επομένη της πτώσης του τείχους του Βερολίνου.
Σε επίπεδο πολιτικό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσέτρεξε το 2002, ύστερα από αίτημα της Γερμανίας, σε γνωμοδοτήσεις επιφανών νομικών για να αποκτήσει πλήρη γνώση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εκδιωχθέντων Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία (διατάγματα Benes), πριν συναινέσει στην είσοδο της Τσεχίας στην Ε.Ε. Την ίδια περίοδο, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο πρίγκιπας Hans-Adam II του Λιχτενστάιν διεκδίκησε την κυριότητα ενός πίνακα ζωγραφικής που οι Αρχές της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας κατέσχεσαν το 1946 από το σαλόνι του οικογενειακού πύργου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι διεκδικητές εισέπραξαν αρνητική απάντηση: η ευρωπαϊκή προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ο Αρειος Πάγος σε ανάλογες
ελληνικές υποθέσεις. Το μεν πρώτο απέρριψε προσφυγή κατοίκων Φλώρινας των οποίων οι περιουσίες είχαν δημευθεί το 1948 ύστερα από καταδίκη για δωσιλογισμό (υπόθεση Σ. και λοιποί, 5.12.2002), ο δε δεύτερος δέχθηκε ότι δεν διακόπτεται η προθεσμία της χρησικτησίας επί ακινήτων των οποίων οι ιδιοκτήτες απουσιάζουν αναγκαστικά στο εξωτερικό, λόγω ποινικής καταδίκης τους από τα έκτακτα στρατοδικεία μετά το 1945 (Α.Π. 1274/1997).
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις εχθρικές περιουσίες του 1940. Αυτές τέθηκαν υπό μεσεγγύηση έως, θεωρητικά, το τέλος των εχθροπραξιών και στη συνέχεια το ελληνικό κράτος όφειλε να τις αποδώσει πίσω στους ιδιοκτήτες τους (όλοι αλβανικής υπηκοότητας). Τούτο, άλλωστε, έπραξε η Ελλάδα για τις ιταλικές και τις γερμανικές περιουσίες (φυσικών και νομικών προσώπων) μετά το 1945. Ωστόσο, αδικαιολόγητα, μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί στους Αλβανούς ιδιοκτήτες τα ακίνητα αυτά, αν και τόσο ο αριθμός τους (περί τα 200 ακίνητα) όσο και η σημερινή τους αξία (κατά προσέγγιση, 13 εκατομμύρια ευρώ) δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Πολύ δε περισσότερο που με το Ελληνοαλβανικό Σύμφωνο Φιλίας του 1996 (Ν. 2568/1998) δεν μπορεί κανείς σοβαρά να ισχυριστεί ότι οι σχέσεις των κρατών παραμένουν εχθρικές.
Στην παρούσα συγκυρία, που οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα βρίσκονται στο ναδίρ, η ελληνική διοίκηση μπορεί να δώσει μια λύση σε ένα ζήτημα που χρονίζει και μπορεί να προξενήσει, στο άμεσο μέλλον, μεγάλη ζημία στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αλήθεια, φαντάζεται κανείς τον Ελληνα νομικό σύμβουλο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή τον Ελληνα διπλωμάτη στην Ε.Ε. να επιχειρηματολογεί περί της ισχύος του εμπολέμου με την Αλβανία για να δικαιολογήσει γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί τα ακίνητα αυτά στους ιδιοκτήτες τους;
Αν εμπνευστεί η ελληνική διοίκηση από τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες και δεν θελήσει να αυτοσχεδιάσει, οι λύσεις είναι πολλές και απλές. Συγκρατώ σε αυτό το άρθρο την πιο σύμφωνη με τη σύγχρονη αντίληψη περί κράτους δικαίου. Να συσταθεί ένα ελληνικών συμφερόντων ίδρυμα στην Αλβανία, το οποίο θα έχει στόχο την εξαγορά των εν λόγω ακινήτων από τους Αλβανούς ιδιοκτήτες και τους κληρονόμους τους που επιθυμούν να τα πουλήσουν και τη μεταπώλησή τους σε τρίτους. Σημειώνεται ότι τα περίπου 200 μεσεγγυημένα ακίνητα των Αλβανών υπηκόων ενοικιάζονται μέχρι σήμερα (από το 1940!) σε ιδιώτες, με ευθύνη του προϊσταμένου της επιτόπιας ΔΟΥ, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές ενοικίου...
* Ο κ. Γιάννης Κτιστάκης διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (Νομική Σχολή).