22 Νοεμβρίου 2013

Θέλει φιλικές σχέσεις με τον… Μεγάλο Σατανά

ΙΡΑΝ O ανώτατος πνευματικός ηγέτης αγιατολάχ Χαμενεΐ, παρά τη ρητορική του, έκανε άνοιγμα στις ΗΠΑ, δημιουργώντας πανικό στο Ισραήλ, που προσπαθεί να σώσει ό,τι σώζεται, ενώ και η Αγκυρα δηλώνει παρούσα στο «μεγάλο παιχνίδι»
 Της Ελλης Πάνου
 Η Τεχεράνη θέλει τις φιλικές σχέσεις με τη Δύση και «με όλες τις χώρες και όλους τους λαούς», δεν νιώθει εχθρικά ούτε καν απέναντι στον «Μεγάλο Σατανά», παρόλο που η Ουάσινγκτον είναι «υπερόπτης, εκδικητική και μοχθηρή». Ωστόσο, το Ιράν δεν πρόκειται να απεμπολήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Αυτό ήταν το μήνυμα χθες του ανώτατου πνευματικού ηγέτη του Ιράν, αγιατολάχ Χαμενεΐ, που έθεσε τις κόκκινες γραμμές της Τεχεράνης, μια ημέρα πριν από τη νέα προσπάθεια να προχωρήσουν οι συνομιλίες στη Γενεύη για το πυρηνικό της πρόγραμμα.Ο Χαμενεΐ ξεχώρισε από όλο τον «καλό κόσμο» τη Γαλλία -που προέβαλε εμπόδια στο προηγούμενο γύρο των συνομιλιών- επειδή «γονάτισε μπροστά στο καθεστώς» του Τελ Αβίβ, την ώρα ο φίλα προσκείμενος στο Ιράν, Βλαντίμιρ Πούτιν, υποδεχόταν στη Μόσχα τον Ισραηλινό πρωθυπουργό.
Eκκληση στη Ρωσία
 Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, αφού απέτυχε να πείσει τις ΗΠΑ ότι κάθε είδους συμφωνία με την Τεχεράνη είναι κακή συμφωνία, κάνει έκκληση τώρα στη Ρωσία, τουλάχιστον να θέσει αυστηρούς όρους. Η συνάντησή τους έγινε την ώρα που οι απεσταλμένοι ΗΠΑ, Κίνας, Γαλλίας, Βρετανίας, Γερμανίας, και φυσικά της Ρωσίας, άρχιζαν έναν τρίτο και πιθανώς καταληκτικό γύρο συνομιλιών με το Ιράν, για τη χαλάρωση των οικονομικών κυρώσεων, με αντάλλαγμα τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος.

Το Ισραήλ -η κρυφή μοναδική πυρηνική δύναμη στη Μέση Ανατολή- θεωρεί το Ιράν «θανάσιμη απειλή» και η γραμμή του Νετανιάχου είναι ότι η συμφωνία που βρίσκεται τώρα στα σκαριά αποτελεί «ιστορικό λάθος», που δεν θα εμποδίσει να την Τεχεράνη να κατασκευάσει γρήγορα ατομική βόμβα εάν το θελήσει. Η Ρωσία, από την άλλη, που έχει κατασκευάσει το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο του Ιράν και διατηρεί καλές σχέσεις με το καθεστώς, διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών, χωρίς να αναφέρει προσωπικά τον Νετανιάχου, υποστήριξε ότι οι απόψεις του Ισραήλ είναι «κάθε άλλο παρά ρεαλιστικές».

Πίσω στο Τελ Αβίβ δεν επικρατεί βέβαια και μεγάλη αισιοδοξία για την επιτυχή έκβαση της αποστολής στη Μόσχα. Οπως είπε η υπουργός Δικαιοσύνης Τζίπι Λίβνι, η Ρωσία και η Κίνα ήταν αυτές που δεν ήθελαν εξ αρχής να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις, επομένως είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς «ότι ξαφνικά, σήμερα, θα απαιτήσουν από τον κόσμο να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στην Τεχεράνη». Οσο για τους Ευρωπαίους, διπλωμάτες που μετέχουν στις συνομιλίες υποστηρίζουν ότι προσπαθούν να διαχειριστούν την ευρεία γκάμα των προβλημάτων που έχει θέσει το Ισραήλ «πιεστικά για μεγάλο χρονικό διάστημα», αλλά η βεβαιότητά τους είναι ότι «δεν υπάρχει συμφωνία, έστω και η ελάχιστη, που θα μπορούσε να έχει τις ευλογίες του Ισραήλ».

«Νο war»
 Στην Ουάσινγκτον, παρά τις φιλοϊσραηλινές κινήσεις των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο, η αμερικανική κοινή γνώμη, όπως και ο πρόεδρος, δεν έχουν καμία διάθεση για πόλεμο. Ούτε βλέπουν άλλη εναλλακτική από τη διπλωματική οδό, η οποία, για να πετύχει, θα πρέπει να κινείται στα όρια των ρεαλιστικών προσδοκιών. Αυτό σημαίνει ότι οι παραχωρήσεις που θα κάνει η Τεχεράνη θα πρέπει να αντισταθμίζονται από αντίστοιχα κίνητρα εκ μέρους της λεγόμενης ομάδας P5+1, δηλαδή των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γερμανίας.

Για το «αντι-ιρανικό» μέτωπο, ωστόσο, πιο κρίσιμο είναι το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της προσέγγισης και η προοπτική να λιώσει ο πάγος στις σχέσεις Τεχεράνης-Ουάσινγκτον και να καταρρεύσουν τα ταμπού. Αξιωματούχοι από τις δύο χώρες και το Ιράν μπορούν πλέον να κάθονται να διαπραγματεύονται με τις ώρες χωρίς να ακουστεί ούτε κιχ από τους σκληροπυρηνικούς στην Τεχεράνη, ενώ για πρώτη φορά Ιρανοί πολιτικοί έχουν αρχίσει να συζητούν εάν πρέπει να συνεχίσουν να αναφέρονται στις ΗΠΑ ως τον «Μεγάλο Σατανά».

Ασχέτως με τα αποτελέσματα αυτής της φάσης -εκτιμά η επιθεώρηση Stratfor- υπάρχουν μια σειρά από χώρες με συμφέροντα στην περιοχή, που δεν περιμένουν την έκβαση των συνομιλιών για να καταλάβουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μετατόπιση δυνάμεων στην αυλή τους και δεν χάνουν χρόνο να λάβουν θέση απέναντι στις νέες προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες. Η Τουρκία είναι μία από αυτές, έχοντας θέσει το διπλωματικό της δυναμικό σε ύψιστο συναγερμό, με μπαράζ συναντήσεων.

O υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου έβαλε μπρος τις μηχανές στις αρχές του μήνα, υποδεχόμενος τον Ιρανό ομόλογο του στην Αγκυρα, μετά πήγε στη Βαγδάτη για συνάντηση με τον πρωθυπουργό του Ιράκ, αλ Μαλίκι, στις αρχές της εβδομάδας ολοκλήρωσε τις συναντήσεις του στην Ουάσινγκτον, σήμερα συνοδεύει τον Ερντογάν στο Κρεμλίνο, πριν μεταβεί στην Τεχεράνη τον επόμενο μήνα.

Μια μέρα μετά τη επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον, ο Νταβούτογλου έγραψε άρθρο στο περιοδικό Foreign Policy, όπου αφού υπογράμμισε τη σημασία της στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας «σε ένα ολοένα πιο χαοτικό γεωπολιτικό περιβάλλον», εξέφρασε την υποστήριξή του στον διάλογο των Αμερικανών με την Τεχεράνη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Αγκυρα δεν πρόκειται να εναντιωθεί στις επιθέσεις φιλίας εκατέρωθεν.

Οι κινήσεις Ερντογάν
 Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν είναι σαφές ότι θέλει να διαπραγματευτεί ανταλλάγματα για την υποστήριξή της αυτή. Είναι προφανές ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει με νευρικότητα την προοπτική να ενισχυθούν οι θέσεις του Ιράν και των συμμάχων του στην αυλή της, την ώρα που αφενός έχει ήδη γκρεμίσει τις γέφυρες με το καθεστώς Ασαντ και αφετέρου δεν έχει σταθεροποιήσει τις σχέσεις με τη Βαγδάτη, μετά τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν με επίκεντρο τον αμφιλεγόμενο αγωγό από το Ιρακινό Κουρδιστάν, που στέλνει πετρέλαιο στην Τουρκία παρά τη θέληση της ιρακινή κυβέρνησης.

Η Αγκυρα δεν ενδιαφέρεται τόσο για το πετρέλαιο, όσο να βάλει πόδι -και πολιτικά και οικονομικά- στο ιρακινό Κουρδιστάν, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί σε κουρδικές ψήφους στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014. Η Ουάσινγκτον, από την άλλη, δεν έχει καμία διάθεση να υπονομεύσει τους συμμάχους της Τεχεράνης στη Βαγδάτη, ή την κεντρική εξουσία του Ιράκ, μια χώρα που παραμένει ακόμα βαθιά διαιρεμένη και ακόμα δεν δείχνει πεπεισμένη ότι πρέπει να δώσει χέρι βοήθειας στον Ερντογάν.