Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
Η υπαρξιακή υποχρέωση κάθε λαού και έθνους να αφιερώνει στιγμές εορτασμού
Οι παρελάσεις, στρατιωτικές παρελάσεις και μαθητικές, αποτελούν ένα συμβολισμό με τον οποίο εμείς διαδηλώνουμε τον σεβασμό μας, την περηφάνια μας και αποδίδουμε την πρέπουσα τιμή σε αυτούς που μας κράτησαν ελεύθερους
Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ Ελληνισμός κινδυνεύει να περάσει στο στάδιο του επιθανάτιου ρόγχου, αν δεν υπάρξει γρήγορη κινητοποίηση αποτροπής αυτού που έρχεται…
Οι κοινωνίες, οι λαοί και τα έθνη δεν ζουν σε κενό αέρος, αλλά ζουν σε ιστορικές διαδρομές, όπου παράγεται πολιτισμός και πολιτική, αναπτύσσονται εκείνες οι συνιστώσες που ενώνουν, σμιλεύουν τις ταυτότητες, καθοδηγούν το αξιακό σύστημα, προσανατολίζουν τα έθνη στην πορεία που χαράσσουν οι ηγεσίες, αποδέχονται οι λαοί και επιτάσσει η ιστορία ως παράδοση και ως προοπτική.
Αυτό σημαίνει πως τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε διάφορες ιστορικές περιόδους των κρατών και των οργανωμένων κοινωνιών, των ευρύτερων εθνικών συνόλων, των λαών και των συλλογικών υποκειμένων επηρεάζουν την ιδιοσυστασία, την ταυτότητα και την παρουσία τους στον κόσμο, την εικόνα και την αυτοαντίληψή τους σε μια διαδρομή που χαράσσει την ιστορία σε υπαρξιακό επίπεδο πολιτισμού.
Με αυτήν την έννοια υπάρχουν εξελίξεις-σταθμοί, που συνιστούν αναπαραστάσεις και αφηγήματα της ιστορίας των λαών. Ο αναστοχασμός επετειακών στιγμών αγώνα για την ελευθερία, θυσίας για την πατρίδα, ηρωικών στιγμών δόξας, όπως και ηγετικών μορφών που αγωνίστηκαν για τα συγκεκριμένα ιδανικά και τις αξίες του έθνους στην ιστορική του πορεία, αυτός ο αναστοχασμός, η θύμηση, είναι υπαρξιακή υποχρέωση κάθε λαού, κάθε κοινωνίας, κάθε έθνους.
Η 28η Οκτωβρίου, που αποτελεί ακριβώς μια τέτοια στιγμή με την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, συντελέστηκε ως εορτασμός και φέτος, αλλά και τα τελευταία χρόνια στην ελληνική μητρόπολη, κατά τρόπον που όχι μόνο δεν τιμά, αλλά προσβάλλει την ιστορία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό τούτης της χώρας. Το σκηνικό διαδραματίστηκε κατά τρόπον που γελοιοποιούσε τους επετειακούς εορτασμούς στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, κυρίως όμως αυτούς που έκαναν τη συζήτηση γύρω από την αναγκαιότητα να γιορτάζονται οι επέτειοι της θυσίας, οι οποίοι αποτελούν μέρος της ιθύνουσας τάξης της χώρας.
Το περιεχόμενο της συζήτησης αφορούσε στο κατά πόσον αξίζει τον κόπο ή πρέπει οι λαοί, τα έθνη, τα κράτη να αφιερώνουν ορισμένες στιγμές εορτασμού και αναστοχασμού που να τιμούν αυτούς που αγωνίστηκαν και τις αξίες, τις οποίες υπερασπίστηκαν μαχόμενοι, δηλαδή τις ιδέες της ελευθερίας, του έθνους και της πατρίδας. Υπήρξε αμφισβήτηση της αναγκαιότητας των παρελάσεων.
Όμως οι παρελάσεις, και δη οι στρατιωτικές παρελάσεις και οι μαθητικές παρελάσεις αποτελούν ένα συμβολισμό, με τον οποίο εμείς διαδηλώνουμε τον σεβασμό μας, την περηφάνια μας και αποδίδουμε την πρέπουσα τιμή σε αυτούς που μας κράτησαν ελεύθερους. Το διαδηλώνουμε αυτό ενόπλως, καθώς το στράτευμα αποτελεί το ένοπλο τμήμα του λαού που υπερασπίζεται τη χώρα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της.
Η κάθε παρέλαση, λοιπόν, συμβολίζει την προβολή της ισχύος, όπως ήταν τότε και όπως πρέπει να είναι σήμερα. Ταυτόχρονα δε, μεταδίδει στον καθένα το αίσθημα ασφάλειας και ψυχικής ανάτασης, πως υπάρχει η ικανότητα υπεράσπισης της χώρας, υπάρχει εμπιστοσύνη και πίστη. Αυτό δεν τεκμαίρεται μόνο μέσα από τους στατιστικούς αριθμούς των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι εσχάτως μάλιστα δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Τεκμαίρεται από το αίσθημα ευθύνης και αποφασιστικότητας που μεταδίδουν τα πρόσωπα αγέρωχα και υπερήφανα των παρελαυνόντων, οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση με την κοινωνία, στην οποία υπόσχονται τη θυσία για την πατρίδα ως μέλλον και τη διαρκή υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος ως σύστημα ασφάλειας της χώρας.
Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο είναι η παρέλαση των νέων, των μαθητών, ως της γενεάς που υπόσχεται το πολλώ κάρρονες. Αυτή η παρέλαση ταυτίζεται με το όνειρο, με τη θέληση της μνήμης και της συνέχειας της ελληνικότητας ως αξιακού συστήματος, ως παιδείας, ως πολιτισμού. Γιατί ο ελληνικός πολιτισμός είναι θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν αποτελεί εθνικιστική ιδέα η προβολή του Ελληνισμού και του εθνικού ιδεώδους ως πολιτιστικού ιδεώδους, δηλαδή ως εθνικής συγκρότησης του κράτους. Εκείνη η στιγμή είναι ιερή. Τα παιδιά παρελαύνουν μπροστά στους γονείς και στους καθηγητές τους, υπόσχονται και πιστεύουν στο μέλλον.
Τόσο οι μαθητές, όσο και το στράτευμα ταυτίζεται με ένα σύμβολο που συνοψίζει την ιστορία του Έθνους. Το σύμβολο είναι η σημαία. Σε αυτό πρέπει να εκπαιδευτούμε ξανά, σε ένα αγκάλιασμα του πάθους, του έρωτα στην ανθρώπινη ύπαρξη, τον ελληνικό πολιτισμό, στην πνευματική Ελλάδα. Αυτό βεβαίως είναι υπόθεση επιστροφής στις ρίζες του ελληνικού αξιακού συστήματος του πολιτισμού, με το οποίο ταυτίζονται πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, πλην ημών των Νεοελλήνων.
Ας μην είμαστε ανιστόρητοι και κυρίως ημιμαθείς…
ΕΙΝΑΙ αδιανόητο πως επιτρέπεται να εκφέρονται και να διαχέονται μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, από ηγετικούς παράγοντες αυτής της χώρας, πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλους, πως το «όχι» του ’40 δεν το είπε ο Μεταξάς, πως τη γραμμή της Πίνδου δεν την υπερασπίστηκε το ελληνικό επιτελείο και τα στρατευμένα νιάτα της χώρας υπό την καθοδήγηση της τότε στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του Μεταξά, αλλά πως όλα αυτά τα έκανε ο λαός από μόνος του, γενικώς και αορίστως! Φυσικά, ο Μεταξάς λειτούργησε ανταποκρινόμενος στη θέληση του λαού για αντίσταση στον ξένο εισβολέα και ελευθερία. Αυτό όμως το αξιακό σύστημα αντίστασης και ελευθερίας ποιος το καλλιέργησε στη δεκαετία του ’30, εποχή φτώχιας και διάλυσης;
Ας μην είμαστε ανιστόρητοι και κυρίως ημιμαθείς. Διότι τα μέσα ενημέρωσης εκπαιδεύουν τους νέους, και θυμώνουν και εκνευρίζουν όλους εκείνους που ξέρουν πώς έγιναν τα πράγματα εκείνο το σπουδαίο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου.
Ιδιαιτέρως όμως στην Κύπρο, ο κυπριακός Ελληνισμός κινδυνεύει να περάσει στο στάδιο του επιθανάτιου ρόγχου, αν δεν υπάρξει γρήγορη κινητοποίηση αποτροπής αυτού που έρχεται. Η αποτροπή είναι η ενίσχυση της ελληνικής ταυτότητας και των παραδοσιακών αξιών, ο αναστοχασμός των αγώνων, η τιμή στους ήρωες που έπεσαν για την πατρίδα και κυρίως, όμως, η αναπαράσταση της ιστορίας ως εθνικής διαδρομής που σφυρηλάτησε όλες τις γενιές που προϋπήρξαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, κυρίαρχη από τις οποίες ήταν η ελληνική νίκη στην Πίνδο και η μεγαλουργία της μικρής Ελλάδος έναντι στην κραταιά Ιταλία. Αυτό πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί παραδειγματικά ως πρότυπο μαζί με το 1955 και τις άλλες ηρωικές στιγμές της κυπριακής εποποιίας.
Γιατί, όπως έχουμε υπογραμμίσει και στο παρελθόν, η διαπραγμάτευση δεν διεξάγεται μόνο με έξυπνα και σοβαρά επιχειρήματα από την κάθε πλευρά, αλλά ενισχύεται από την εσωτερική δύναμη του λαού, από το σύστημα αξιών του, από τη θέληση για ελευθερία και αποφασιστικότητα. Εάν αυτός ο λαός εμφανίζεται ως πρόβατο επί σφαγή, με τον ποιμένα του έτοιμο να το παραδώσει, τότε οποιοδήποτε επιχείρημα και αν προβληθεί, η σημασία του είναι εξαιρετικά περιορισμένη, σχεδόν ασήμαντη, το παιχνίδι έχει τελειώσει, η υποταγή είναι δεδομένη. Η Κύπρος πρέπει να ζωντανέψει ως κοινωνία, να δυναμώσει, να ενισχύσει την ταυτότητά της, να βρει τις ελληνικές της ρίζες, να πιστέψει στον εαυτό της και να στείλει το μήνυμα στην ηγεσία πως η διαπραγμάτευση είναι υπόθεση ισχύος και όχι πακετάρισμα παράδοσης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Οι παρελάσεις, στρατιωτικές παρελάσεις και μαθητικές, αποτελούν ένα συμβολισμό με τον οποίο εμείς διαδηλώνουμε τον σεβασμό μας, την περηφάνια μας και αποδίδουμε την πρέπουσα τιμή σε αυτούς που μας κράτησαν ελεύθερους
Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ Ελληνισμός κινδυνεύει να περάσει στο στάδιο του επιθανάτιου ρόγχου, αν δεν υπάρξει γρήγορη κινητοποίηση αποτροπής αυτού που έρχεται…
Οι κοινωνίες, οι λαοί και τα έθνη δεν ζουν σε κενό αέρος, αλλά ζουν σε ιστορικές διαδρομές, όπου παράγεται πολιτισμός και πολιτική, αναπτύσσονται εκείνες οι συνιστώσες που ενώνουν, σμιλεύουν τις ταυτότητες, καθοδηγούν το αξιακό σύστημα, προσανατολίζουν τα έθνη στην πορεία που χαράσσουν οι ηγεσίες, αποδέχονται οι λαοί και επιτάσσει η ιστορία ως παράδοση και ως προοπτική.
Αυτό σημαίνει πως τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε διάφορες ιστορικές περιόδους των κρατών και των οργανωμένων κοινωνιών, των ευρύτερων εθνικών συνόλων, των λαών και των συλλογικών υποκειμένων επηρεάζουν την ιδιοσυστασία, την ταυτότητα και την παρουσία τους στον κόσμο, την εικόνα και την αυτοαντίληψή τους σε μια διαδρομή που χαράσσει την ιστορία σε υπαρξιακό επίπεδο πολιτισμού.
Με αυτήν την έννοια υπάρχουν εξελίξεις-σταθμοί, που συνιστούν αναπαραστάσεις και αφηγήματα της ιστορίας των λαών. Ο αναστοχασμός επετειακών στιγμών αγώνα για την ελευθερία, θυσίας για την πατρίδα, ηρωικών στιγμών δόξας, όπως και ηγετικών μορφών που αγωνίστηκαν για τα συγκεκριμένα ιδανικά και τις αξίες του έθνους στην ιστορική του πορεία, αυτός ο αναστοχασμός, η θύμηση, είναι υπαρξιακή υποχρέωση κάθε λαού, κάθε κοινωνίας, κάθε έθνους.
Η 28η Οκτωβρίου, που αποτελεί ακριβώς μια τέτοια στιγμή με την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, συντελέστηκε ως εορτασμός και φέτος, αλλά και τα τελευταία χρόνια στην ελληνική μητρόπολη, κατά τρόπον που όχι μόνο δεν τιμά, αλλά προσβάλλει την ιστορία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό τούτης της χώρας. Το σκηνικό διαδραματίστηκε κατά τρόπον που γελοιοποιούσε τους επετειακούς εορτασμούς στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, κυρίως όμως αυτούς που έκαναν τη συζήτηση γύρω από την αναγκαιότητα να γιορτάζονται οι επέτειοι της θυσίας, οι οποίοι αποτελούν μέρος της ιθύνουσας τάξης της χώρας.
Το περιεχόμενο της συζήτησης αφορούσε στο κατά πόσον αξίζει τον κόπο ή πρέπει οι λαοί, τα έθνη, τα κράτη να αφιερώνουν ορισμένες στιγμές εορτασμού και αναστοχασμού που να τιμούν αυτούς που αγωνίστηκαν και τις αξίες, τις οποίες υπερασπίστηκαν μαχόμενοι, δηλαδή τις ιδέες της ελευθερίας, του έθνους και της πατρίδας. Υπήρξε αμφισβήτηση της αναγκαιότητας των παρελάσεων.
Όμως οι παρελάσεις, και δη οι στρατιωτικές παρελάσεις και οι μαθητικές παρελάσεις αποτελούν ένα συμβολισμό, με τον οποίο εμείς διαδηλώνουμε τον σεβασμό μας, την περηφάνια μας και αποδίδουμε την πρέπουσα τιμή σε αυτούς που μας κράτησαν ελεύθερους. Το διαδηλώνουμε αυτό ενόπλως, καθώς το στράτευμα αποτελεί το ένοπλο τμήμα του λαού που υπερασπίζεται τη χώρα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της.
Η κάθε παρέλαση, λοιπόν, συμβολίζει την προβολή της ισχύος, όπως ήταν τότε και όπως πρέπει να είναι σήμερα. Ταυτόχρονα δε, μεταδίδει στον καθένα το αίσθημα ασφάλειας και ψυχικής ανάτασης, πως υπάρχει η ικανότητα υπεράσπισης της χώρας, υπάρχει εμπιστοσύνη και πίστη. Αυτό δεν τεκμαίρεται μόνο μέσα από τους στατιστικούς αριθμούς των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι εσχάτως μάλιστα δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Τεκμαίρεται από το αίσθημα ευθύνης και αποφασιστικότητας που μεταδίδουν τα πρόσωπα αγέρωχα και υπερήφανα των παρελαυνόντων, οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση με την κοινωνία, στην οποία υπόσχονται τη θυσία για την πατρίδα ως μέλλον και τη διαρκή υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος ως σύστημα ασφάλειας της χώρας.
Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο είναι η παρέλαση των νέων, των μαθητών, ως της γενεάς που υπόσχεται το πολλώ κάρρονες. Αυτή η παρέλαση ταυτίζεται με το όνειρο, με τη θέληση της μνήμης και της συνέχειας της ελληνικότητας ως αξιακού συστήματος, ως παιδείας, ως πολιτισμού. Γιατί ο ελληνικός πολιτισμός είναι θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν αποτελεί εθνικιστική ιδέα η προβολή του Ελληνισμού και του εθνικού ιδεώδους ως πολιτιστικού ιδεώδους, δηλαδή ως εθνικής συγκρότησης του κράτους. Εκείνη η στιγμή είναι ιερή. Τα παιδιά παρελαύνουν μπροστά στους γονείς και στους καθηγητές τους, υπόσχονται και πιστεύουν στο μέλλον.
Τόσο οι μαθητές, όσο και το στράτευμα ταυτίζεται με ένα σύμβολο που συνοψίζει την ιστορία του Έθνους. Το σύμβολο είναι η σημαία. Σε αυτό πρέπει να εκπαιδευτούμε ξανά, σε ένα αγκάλιασμα του πάθους, του έρωτα στην ανθρώπινη ύπαρξη, τον ελληνικό πολιτισμό, στην πνευματική Ελλάδα. Αυτό βεβαίως είναι υπόθεση επιστροφής στις ρίζες του ελληνικού αξιακού συστήματος του πολιτισμού, με το οποίο ταυτίζονται πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, πλην ημών των Νεοελλήνων.
Ας μην είμαστε ανιστόρητοι και κυρίως ημιμαθείς…
ΕΙΝΑΙ αδιανόητο πως επιτρέπεται να εκφέρονται και να διαχέονται μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, από ηγετικούς παράγοντες αυτής της χώρας, πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλους, πως το «όχι» του ’40 δεν το είπε ο Μεταξάς, πως τη γραμμή της Πίνδου δεν την υπερασπίστηκε το ελληνικό επιτελείο και τα στρατευμένα νιάτα της χώρας υπό την καθοδήγηση της τότε στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του Μεταξά, αλλά πως όλα αυτά τα έκανε ο λαός από μόνος του, γενικώς και αορίστως! Φυσικά, ο Μεταξάς λειτούργησε ανταποκρινόμενος στη θέληση του λαού για αντίσταση στον ξένο εισβολέα και ελευθερία. Αυτό όμως το αξιακό σύστημα αντίστασης και ελευθερίας ποιος το καλλιέργησε στη δεκαετία του ’30, εποχή φτώχιας και διάλυσης;
Ας μην είμαστε ανιστόρητοι και κυρίως ημιμαθείς. Διότι τα μέσα ενημέρωσης εκπαιδεύουν τους νέους, και θυμώνουν και εκνευρίζουν όλους εκείνους που ξέρουν πώς έγιναν τα πράγματα εκείνο το σπουδαίο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου.
Ιδιαιτέρως όμως στην Κύπρο, ο κυπριακός Ελληνισμός κινδυνεύει να περάσει στο στάδιο του επιθανάτιου ρόγχου, αν δεν υπάρξει γρήγορη κινητοποίηση αποτροπής αυτού που έρχεται. Η αποτροπή είναι η ενίσχυση της ελληνικής ταυτότητας και των παραδοσιακών αξιών, ο αναστοχασμός των αγώνων, η τιμή στους ήρωες που έπεσαν για την πατρίδα και κυρίως, όμως, η αναπαράσταση της ιστορίας ως εθνικής διαδρομής που σφυρηλάτησε όλες τις γενιές που προϋπήρξαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, κυρίαρχη από τις οποίες ήταν η ελληνική νίκη στην Πίνδο και η μεγαλουργία της μικρής Ελλάδος έναντι στην κραταιά Ιταλία. Αυτό πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί παραδειγματικά ως πρότυπο μαζί με το 1955 και τις άλλες ηρωικές στιγμές της κυπριακής εποποιίας.
Γιατί, όπως έχουμε υπογραμμίσει και στο παρελθόν, η διαπραγμάτευση δεν διεξάγεται μόνο με έξυπνα και σοβαρά επιχειρήματα από την κάθε πλευρά, αλλά ενισχύεται από την εσωτερική δύναμη του λαού, από το σύστημα αξιών του, από τη θέληση για ελευθερία και αποφασιστικότητα. Εάν αυτός ο λαός εμφανίζεται ως πρόβατο επί σφαγή, με τον ποιμένα του έτοιμο να το παραδώσει, τότε οποιοδήποτε επιχείρημα και αν προβληθεί, η σημασία του είναι εξαιρετικά περιορισμένη, σχεδόν ασήμαντη, το παιχνίδι έχει τελειώσει, η υποταγή είναι δεδομένη. Η Κύπρος πρέπει να ζωντανέψει ως κοινωνία, να δυναμώσει, να ενισχύσει την ταυτότητά της, να βρει τις ελληνικές της ρίζες, να πιστέψει στον εαυτό της και να στείλει το μήνυμα στην ηγεσία πως η διαπραγμάτευση είναι υπόθεση ισχύος και όχι πακετάρισμα παράδοσης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου