Του Κωνσταντίνου Φίλη
Με αφορμή την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, θα
επιχειρήσουμε μία ψύχραιμη αποτίμηση των ενεργειακών δεσμών
Ευρώπης-Ρωσίας. Το θέμα παραμένει στην επικαιρότητα για περίπου μία
δεκαετία, συνάμα, όμως, η ελλειμματική και πολλές φορές κατευθυνόμενη
γνώση προκαλεί έντονο προβληματισμό στις περισσότερες ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες, μεταξύ των οποίων και στην Αθήνα.Ορισμένοι κύκλοι εντός και εκτός Ε.Ε. εγείρουν συχνά, με διάφορες
αφορμές, το ζήτημα της διαφοροποίησης, χάριν της ευρωπαϊκής ενεργειακής
ασφάλειας. Επιζητούν, λοιπόν, νέες πηγές τροφοδοσίας και νέους δρόμους
με κοινό παρανομαστή την απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Δεν διαφωνώ με την ανάγκη περιορισμού των εξαρτήσεων, από όπου και αν προέρχονται, γιατί όσο μεγαλύτερες οι εξαρτήσεις τόσο μικρότερα τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών. Ωστόσο, στην ενέργεια οι σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας είναι αμφίδρομες και αμφίπλευρες. Οι Ευρωπαίοι πληρώνουν αδρά και στην ώρα τους, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στο ρωσικό ΑΕΠ, δεδομένης της σημασίας που έχει το φυσικό αέριο στην ενίσχυση του τελευταίου. Ταυτόχρονα αποτελούν ένα σταθερό πελάτη με αυξανόμενες ανάγκες (παρά τους υφεσιακούς ρυθμούς) που δεν αναμένεται να αλλάξει τον προσανατολισμό του, από τη στιγμή που οι περισσότεροι εκ των δυνητικών προμηθευτών του φαίνεται να μπορούν να συμβάλουν, βάσει των τωρινών δεδομένων, μόνο συμπληρωματικά. Αλλά και η Ρωσία, με εξαίρεση τις δύο ενεργειακές κρίσεις με την Ουκρανία, όπου η τελευταία παραβιάζοντας κάθε κανόνα της ελεύθερης αγοράς, κλιμάκωσε την ένταση, περιφρονώντας τους Ευρωπαίους καταναλωτές, αποτελεί ένα μεγάλο, διαχρονικό και αξιόπιστο προμηθευτή της ευρωπαϊκής αγοράς.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε πως η Gazprom αποδεικνύεται αρκετά ευέλικτη στα μακροχρόνια συμβόλαια που προσφέρει, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε σύγκριση με νέες πηγές που θα τροφοδοτήσουν με φυσικό αέριο την ευρωπαϊκή αγορά. Η επιμονή, συνεπώς, για πάση θυσία (και με όποιο κόστος;) αποστασιοποίηση από τη Ρωσία μοιάζει ακατανόητη, εφόσον δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της βελτίωσης των τιμολογιακών πολιτικών. Ενώ η σχέση αλληλεξάρτησης Ε.Ε.-Μόσχας δημιουργεί συνθήκες σταθερότητας, καλύτερης κατανόησης στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος, και προσφέρει τη δυνατότητα μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας λόγω του μακροχρόνιου χαρακτήρα, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν ζημιώνεται επί της ουσίας από την ενίσχυση των ενεργειακών τους δεσμών.
Ασφαλώς και οι δύο πρέπει να διευρύνουν, η μεν Ευρώπη τις πηγές τροφοδοσίας της, η δε Ρωσία, το πελατολόγιο της, εντούτοις, η φύση της σχέσης τους επιτάσσει συστηματικό διάλογο, αναζήτηση κοινών παρανομαστών, ευρύτερες συνεννοήσεις χωρίς δογματισμούς, ώστε αυτή να συνεχίσει να είναι προβλέψιμη και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Από την άλλη, η απαρχή νέων συνεργασιών, παρότι καθόλα επιθυμητή, θα διέλθει από πολλά στάδια, θα δοκιμαστεί, θα αναθεωρηθεί και θα προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, προσδοκίες θα επιβεβαιωθούν ή θα διαψευστούν, και εν γένει
μέχρι να σταθεροποιηθούν, θα υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός επικινδυνότητας.
Σε μία περίοδο, όπου πανευρωπαϊκά οι αβεβαιότητες υπερβαίνουν τις βεβαιότητες, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να προτάξουν ασφαλείς επιλογές για την αδιάλειπτη και συνεχή τροδοφοσία τους, ενώ δεδομένης της εκατέρωθεν χρησιμότητας διατήρησης της σχέσης με τη Μόσχα, παρά τον σημαίνοντα ρόλο της τελευταίας, η διαπραγμάτευση με αυτήν μπορεί να γίνει υπό καλύτερες προϋποθέσεις και με διευρυμένη κατανόηση των νυν και μελλοντικών συνθηκών που την διαμορφώνουν. Αυτό προσφέρει στην ευρωπαϊκή αγορά μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού έτσι μπορούν να ελεγχθούν καλύτερα πιθανές διαφοροποιήσεις στο μέλλον, ελέω των ρευστών καταστάσεων.
Οι παραγωγικές δυνατότητες, ειδικότερα εν συγκρίσει με αυτές κρατών που προβάλουν αυτή τη στιγμή ως εναλλακτικοί προμηθευτές για τη Γηραιά Ήπειρο, δείχνουν πως οι Βρυξέλλες αντί πειραματισμών, πρέπει να φυλάσσουν τη σχέση τους με τη Μόσχα ως κόρη οφθαλμού - πάντα βέβαια με τις αναγκαίες αμοιβαίες προσαρμογές. Οι επενδύσεις της Gazprom σε upstream, με την ταυτόχρονη προσέλυση κεφαλαίων και τεχνογνωσίας εκτός Ρωσίας, δημιουργούν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αερίου, μέρος των οποίων εύλογα θα κατευθυνθεί προς την ευρωπαϊκή αγορά, παρά το ότι υπάρχει μία τάση ενδυνάμωσης της ενεργειακής σχέσης της Μόσχας με την ασιατική αγορά και δη το Πεκίνο. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2035 οι εισαγωγές ρωσικού αερίου προς την Κίνα θα ανέλθουν σε 20% επί του συνόλου, από το 2% σήμερα, κάτι που επακόλουθα θα περιορίσει τις ρωσικές εξαγωγές προς την Ευρώπη, από το 60% σήμερα, στο 48% μέσα σε δύο δεκαετίες.
Από τα παραπάνω, μπορούμε να συναγάγουμε τον σταθερό και αξιόπιστο χαρακτήρα των ενεργειακών δεσμών των δύο πλευρών. Η Μόσχα και η Gazprom αποδεικνύονται εν πολλοίς ένας προβλέψιμος και προσαρμοστικός εταίρος. Η δε προσήλωση τους προς την ευρωπαϊκή αγορά, εφόσον αυτό συνδέεται άρρηκτα με το εθνικό και επιχειρηματικό τους συμφέρον, είναι δεδομένη. Από την άλλη, ναι μεν ο τωρινός συσχετισμός δεν θα ανατραπεί θεαματικά στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, ωστόσο αυτό επʼ ουδενί συνεπάγεται πως ως Ευρώπη θα πάψουμε να αναζητούμε τη μεγαλύτερη το δυνατόν διαφοροποίηση και μάλιστα εγκαίρως σε σχέση με τις διαφαινόμενες τάσεις στη παγκόσμια αγορά ενέργειας (αποστασιοποίηση από πυρηνικά, σχιστολιθικό αέριο, νέα εγχώρια ευρωπαϊκά πεδία, στροφή μεγάλων προμηθευτών προς ασιατικές αγορές, κτλ.).
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εντεταλμένος διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Επίσης, είναι εταίρος του τμήματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
(capital.gr, 30/10/2013)
Δεν διαφωνώ με την ανάγκη περιορισμού των εξαρτήσεων, από όπου και αν προέρχονται, γιατί όσο μεγαλύτερες οι εξαρτήσεις τόσο μικρότερα τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών. Ωστόσο, στην ενέργεια οι σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας είναι αμφίδρομες και αμφίπλευρες. Οι Ευρωπαίοι πληρώνουν αδρά και στην ώρα τους, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στο ρωσικό ΑΕΠ, δεδομένης της σημασίας που έχει το φυσικό αέριο στην ενίσχυση του τελευταίου. Ταυτόχρονα αποτελούν ένα σταθερό πελάτη με αυξανόμενες ανάγκες (παρά τους υφεσιακούς ρυθμούς) που δεν αναμένεται να αλλάξει τον προσανατολισμό του, από τη στιγμή που οι περισσότεροι εκ των δυνητικών προμηθευτών του φαίνεται να μπορούν να συμβάλουν, βάσει των τωρινών δεδομένων, μόνο συμπληρωματικά. Αλλά και η Ρωσία, με εξαίρεση τις δύο ενεργειακές κρίσεις με την Ουκρανία, όπου η τελευταία παραβιάζοντας κάθε κανόνα της ελεύθερης αγοράς, κλιμάκωσε την ένταση, περιφρονώντας τους Ευρωπαίους καταναλωτές, αποτελεί ένα μεγάλο, διαχρονικό και αξιόπιστο προμηθευτή της ευρωπαϊκής αγοράς.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε πως η Gazprom αποδεικνύεται αρκετά ευέλικτη στα μακροχρόνια συμβόλαια που προσφέρει, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε σύγκριση με νέες πηγές που θα τροφοδοτήσουν με φυσικό αέριο την ευρωπαϊκή αγορά. Η επιμονή, συνεπώς, για πάση θυσία (και με όποιο κόστος;) αποστασιοποίηση από τη Ρωσία μοιάζει ακατανόητη, εφόσον δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της βελτίωσης των τιμολογιακών πολιτικών. Ενώ η σχέση αλληλεξάρτησης Ε.Ε.-Μόσχας δημιουργεί συνθήκες σταθερότητας, καλύτερης κατανόησης στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος, και προσφέρει τη δυνατότητα μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας λόγω του μακροχρόνιου χαρακτήρα, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν ζημιώνεται επί της ουσίας από την ενίσχυση των ενεργειακών τους δεσμών.
Ασφαλώς και οι δύο πρέπει να διευρύνουν, η μεν Ευρώπη τις πηγές τροφοδοσίας της, η δε Ρωσία, το πελατολόγιο της, εντούτοις, η φύση της σχέσης τους επιτάσσει συστηματικό διάλογο, αναζήτηση κοινών παρανομαστών, ευρύτερες συνεννοήσεις χωρίς δογματισμούς, ώστε αυτή να συνεχίσει να είναι προβλέψιμη και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Από την άλλη, η απαρχή νέων συνεργασιών, παρότι καθόλα επιθυμητή, θα διέλθει από πολλά στάδια, θα δοκιμαστεί, θα αναθεωρηθεί και θα προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, προσδοκίες θα επιβεβαιωθούν ή θα διαψευστούν, και εν γένει
μέχρι να σταθεροποιηθούν, θα υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός επικινδυνότητας.
Σε μία περίοδο, όπου πανευρωπαϊκά οι αβεβαιότητες υπερβαίνουν τις βεβαιότητες, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να προτάξουν ασφαλείς επιλογές για την αδιάλειπτη και συνεχή τροδοφοσία τους, ενώ δεδομένης της εκατέρωθεν χρησιμότητας διατήρησης της σχέσης με τη Μόσχα, παρά τον σημαίνοντα ρόλο της τελευταίας, η διαπραγμάτευση με αυτήν μπορεί να γίνει υπό καλύτερες προϋποθέσεις και με διευρυμένη κατανόηση των νυν και μελλοντικών συνθηκών που την διαμορφώνουν. Αυτό προσφέρει στην ευρωπαϊκή αγορά μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού έτσι μπορούν να ελεγχθούν καλύτερα πιθανές διαφοροποιήσεις στο μέλλον, ελέω των ρευστών καταστάσεων.
Οι παραγωγικές δυνατότητες, ειδικότερα εν συγκρίσει με αυτές κρατών που προβάλουν αυτή τη στιγμή ως εναλλακτικοί προμηθευτές για τη Γηραιά Ήπειρο, δείχνουν πως οι Βρυξέλλες αντί πειραματισμών, πρέπει να φυλάσσουν τη σχέση τους με τη Μόσχα ως κόρη οφθαλμού - πάντα βέβαια με τις αναγκαίες αμοιβαίες προσαρμογές. Οι επενδύσεις της Gazprom σε upstream, με την ταυτόχρονη προσέλυση κεφαλαίων και τεχνογνωσίας εκτός Ρωσίας, δημιουργούν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αερίου, μέρος των οποίων εύλογα θα κατευθυνθεί προς την ευρωπαϊκή αγορά, παρά το ότι υπάρχει μία τάση ενδυνάμωσης της ενεργειακής σχέσης της Μόσχας με την ασιατική αγορά και δη το Πεκίνο. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2035 οι εισαγωγές ρωσικού αερίου προς την Κίνα θα ανέλθουν σε 20% επί του συνόλου, από το 2% σήμερα, κάτι που επακόλουθα θα περιορίσει τις ρωσικές εξαγωγές προς την Ευρώπη, από το 60% σήμερα, στο 48% μέσα σε δύο δεκαετίες.
Από τα παραπάνω, μπορούμε να συναγάγουμε τον σταθερό και αξιόπιστο χαρακτήρα των ενεργειακών δεσμών των δύο πλευρών. Η Μόσχα και η Gazprom αποδεικνύονται εν πολλοίς ένας προβλέψιμος και προσαρμοστικός εταίρος. Η δε προσήλωση τους προς την ευρωπαϊκή αγορά, εφόσον αυτό συνδέεται άρρηκτα με το εθνικό και επιχειρηματικό τους συμφέρον, είναι δεδομένη. Από την άλλη, ναι μεν ο τωρινός συσχετισμός δεν θα ανατραπεί θεαματικά στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, ωστόσο αυτό επʼ ουδενί συνεπάγεται πως ως Ευρώπη θα πάψουμε να αναζητούμε τη μεγαλύτερη το δυνατόν διαφοροποίηση και μάλιστα εγκαίρως σε σχέση με τις διαφαινόμενες τάσεις στη παγκόσμια αγορά ενέργειας (αποστασιοποίηση από πυρηνικά, σχιστολιθικό αέριο, νέα εγχώρια ευρωπαϊκά πεδία, στροφή μεγάλων προμηθευτών προς ασιατικές αγορές, κτλ.).
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εντεταλμένος διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Επίσης, είναι εταίρος του τμήματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
(capital.gr, 30/10/2013)