03 Νοεμβρίου 2013

Ελλάδα - Ρωσία: μεταξύ μύθων, προσδοκιών και πραγματικότητας

http://www.skai.gr/files/temp//FC53CF8975E5EC25DA509542B29D1757.jpg
Οι ελληνορωσικές σχέσεις, παρά τις ψευδαισθήσεις συγκεκριμένων κύκλων, ουδέποτε υπήρξαν στρατηγικές. Ακόμη και την περίοδο του παρατεταμένου μήνα του μέλιτος (2004-2007), η Αθήνα παρακολουθούσε τις πρωτοβουλίες της Μόσχας (ειδικότερα στον ενεργειακό τομέα) χωρίς να αναπτύσσει δικές της θέσεις στη βάση των εθνικών μας συμφερόντων.Συνεπεία των σπασμωδικών κινήσεων των κυβερνήσεων Καραμανλή βρεθήκαμε στην εξής παράδοξη κατάσταση: από τη μία, η Μόσχα να θεωρεί (κακώς, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα) ότι στο πρόσωπο της Αθήνας είχε βρει το ΝΑΤΟϊκό/ευρωπαϊκό εταίρο που θα μπορούσε να αποτελέσει το Δούρειο Ιππο της, σπάζοντας ταμπού δεκαετιών, και από την άλλη, η Ουάσιγκτον (χάρη και στη μανιχαϊστική αντίληψη της κυβέρνησης Μπους) να μας έχει βάλει στο στόχαστρο, θεωρώντας μας σχεδόν αμελητέα ποσότητα για να αμφισβητήσουμε την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, και δη σε μια ιστορική συγκυρία υποχώρησης της υπερδύναμης.

Στην πραγματικότητα, ο στρατηγικός προσανατολισμός μας ποτέ δεν διαφοροποιήθηκε, ωστόσο, η εξωτερική μας πολιτική έχει ορισμένες φορές υπάρξει θύμα επικοινωνιακών τεχνασμάτων/πυροτεχνημάτων, χωρίς ουσία και περιεχόμενο και το διάστημα 2004-2009 υπήρξε η επιτομή. Αποκορύφωμα αυτών, η κραυγαλέα πληροφορία που πολλοί διακινούν ακόμη και σήμερα, ότι δήθεν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ σχεδίαζαν τη δολοφονία του Ελληνα πρωθυπουργού λόγω των στενών δεσμών του με τον Πούτιν. Λησμονούν, εν τούτοις, ότι για περίπου ένα χρόνο η επικοινωνία των δύο ανδρών είχε διακοπεί με πρωτοβουλία του Ρώσου προέδρου, που παρ' ότι γινόταν κοινωνός υποσχέσεων αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων από τον Ελληνα πρωθυπουργό, εν τέλει αυτές δεν είχαν κανένα πρακτικό αντίκρισμα (π.χ. παραγγελία πυροσβεστικών αεροπλάνων, αρμάτων μάχης, κ.ά.).

Από το μύθο, λοιπόν, των στρατηγικών σχέσεων και τις προσδοκίες για την ευόδωση μιας σειράς από ενεργειακά σχέδια, εν τέλει καταλήξαμε να αντιληφθούμε τους εκατέρωθεν περιορισμούς στα διμερή. Πιθανότατα, η μεγάλη ευκαιρία που έχουν τώρα Ελλάδα και Ρωσία είναι να θέσουν επιτέλους σε μία ορθή και ρεαλιστική βάση τις σχέσεις τους, Χωρίς τις υπερβολές του παρελθόντος, αλλά με συνέπεια και συγκεκριμένο πλάνο στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος.

Επειδή εσχάτως έχει προκληθεί ντόρος αναφορικά με την ενεργειακή εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από τη Ρωσία και πως η διατήρηση αυτής φαλκιδεύει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, σημειώνεται ότι η σχέση είναι αμφίδρομη και αμφίπλευρη. Οι Ευρωπαίοι πληρώνουν αδρά και στην ώρα τους, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στο ρωσικό ΑΕΠ, δεδομένης της σημασίας που έχει το φυσικό αέριο στην ενίσχυση του τελευταίου.

Ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε πως πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (π.χ. Βερολίνο, Ρώμη, τελευταία ακόμη και το Παρίσι) αναπτύσσσουν έτι περαιτέρω τους ενεργειακούς τους δεσμούς με τη Μόσχα. Συνεπώς, οι Βρυξέλλες είτε παραλογίζονται, εφ' όσον απαιτούν από τους λοιπούς εταίρους να αποδείξουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη τους «ουδετεροποιώντας» τις σχέσεις τους με τη Ρωσία, είτε εμείς, εξαιτίας της φοβικής μας στάσης, επιχειρούμε να πιστοποιήσουμε την ταύτισή μας, προσδοκώντας σε ανταλλάγματα, που συνήθως περιορίζονται σε εύσημα.

Προφανώς, είναι άλλο ο περιορισμός της εξάρτησής μας από τη Μόσχα -που είναι επιθυμητός και αξιοποιήσιμος για διαπραγμάτευση με τη ρωσική πλευρά από καλύτερη αφετηρία- και άλλο η διάρρηξη των σχέσεών μας. Η Ρωσία, παρά τον ανταγωνισμό, θα παραμείνει μακράν ο βασικότερος προμηθευτής φυσικού αερίου της ευρωπαϊκής αγοράς για αρκετό καιρό. Το να επιχειρήσουμε να μειώσουμε τις τιμές παροχής του ρωσικού αερίου είναι αυτονόητη υποχρέωση, όμως, το να επιδιώξουμε να αποδείξουμε την προσήλωσή μας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς διά της πλαγίας οδού, θυσιάζοντας την εμβάθυνση με μία υπολογίσιμη δύναμη, είναι ζημιογόνο και αχρείαστο.

Διότι το διαχρονικό δίδαγμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ότι η προώθηση των εθνικών μας θέσεων καθίσταται αποτελεσματικότερη όσο διευρύνονται οι συμμαχίες μας. Ο πλουραλισμός στις διεθνείς σχέσεις είναι πλέον αναγκαία συνθήκη στις σύνθετες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Και η χώρα μας οφείλει να διερευνήσει τη χρησιμότητα ακόμη και κρατών λιγότερο ισχυρών ή φαινομενικά λιγότερο χρήσιμων, εφ' όσον τα περιθώρια διαπραγμάτευσης έχουν συρρικνωθεί λόγω της πολύπλευρης κρίσης που βιώνει με επώδυνο τρόπο.