Η αλλαγή της αμερικανικής τακτικής απέναντι στη Συρία και στο Ιραν,
δημιούργησε κλίμα αισιοδοξίας. Είναι όμως, πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα αλλάξουν πολλά στη Μ.Ανατολή,
όπου Σ.Αραβία και Τουρκία ακολουθούν, συχνά, κοινές πολιτικές.
Τον Σεπτέμβριο και
Οκτώβριο σημειώθηκαν πολλές αλλαγές στην αμερικανική πολιτική για την Εγγύς και
Μέση Ανατολή. Το κυριότερο γεγονός ήταν η απόφαση των ΗΠΑ να μην προβούν προς
το παρόν σε μια στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, αλλά και η μερική χαλάρωση
της στάσης τους απέναντι στο Ιράν. Οι αλλαγές αυτές προκάλεσαν την αντίδραση
των κυριότερων συμμάχων των ΗΠΑ, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας.
Η Σ.Αραβία αυτοπροβάλλεται ως ηγέτιδα των Σουνιτών. Από το 2011, μετά το ξεκίνημα της Αραβικής άνοιξης, η χώρα πρόσφερε υποστήριξη στα σουνιτικά ισλαμιστικά κινήματα που ανήλθαν στην εξουσία. Το Ριάντ υποστήριξε εξαρχής την ένοπλη σουνιτική αντιπολίτευση, αμέσως μετά το ξέσπασμα των συγκρούσεων στη Συρία. Όσον αφορά τη στάση της απέναντι στο σιιτικό Ιράν, η Σ.Αραβία μαζί με τις άλλες Μοναρχίες του Περσικού κόλπου, έχουν ενωθεί στα πλαίσια του Συμβουλίου Συνεργασίας αραβικών κρατών του Περσικού, αντιμετωπίζοντας το Ιράν ως απειλή, από τον καιρό ακόμη της Ισλαμικής επανάστασης του 1979.
Σημαντικό ρόλο στην πολιτική της Σ.Αραβίας και της Τουρκίας απέναντι στο Ιράν διαδραματίζει ο παράγοντας της σύγκρουσης μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, η οποία οξύνθηκε μετά την έναρξη του εμφυλίου στη Συρία. Η θέση της Σ.Αραβίας και της Τουρκίας απέναντι στη Συρία συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τη στρατηγική της Αμερικής, των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και του Ισραήλ. Η απομάκρυνση του καθεστώτος Άσαντ, συμμάχου του Ιράν, θα άνοιγε το δρόμο για ένα πλήγμα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, την εξουδετέρωση του λιβανικού σιιτικού κινήματος της Χεζμπολάχ που υποστηρίζει τη συριακή κυβέρνηση, καθώς και τη μείωση στο ελάχιστο της επιρροής του Ιράν στο Ιράκ.
Η σχεδιαζόμενη επίθεση των ΗΠΑ εναντίον της Συρίας είχε ως στόχο τη συντριβή του συριακού στρατού, που θα προκαλούσε την πτώση του Άσαντ και την άνοδο στην εξουσία της σουνιτικής αντιπολίτευσης, την οποία υποστηρίζουν οι Σ.Αραβία και η Τουρκία. Μάλιστα, ορισμένα από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας αραβικών κρατών του Περσικού ήταν διατεθειμένα ακόμη και να αναλάβουν το οικονομικό κόστος της επίθεσης των ΗΠΑ στη Συρία.
Οι τάσεις αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στη Συρία και στο Ιράν έχουν προκαλέσει απογοήτευση και εκνευρισμό, κατά πρώτο λόγο στη σαουδαραβική ηγεσία, αλλά και στην Τουρκία. Απτό παράδειγμα αποτελεί η απόρριψη από πλευράς της Σ.Αραβίας της πρότασης να καταστεί μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, πολλά ΜΜΕ, επικαλούμενα δηλώσεις του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών της Σ.Αραβίας, μετέδωσαν ότι η χώρα αυτή είναι πιθανό να αναθεωρήσει τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ σε ορισμένους τομείς, προβαίνοντας σε μείωση στις αγορές όπλων και στις εξαγωγές ενεργειακών πόρων, όπως και σε κάποια αποστασιοποίηση από την αμερικανική πολιτική στο ζήτημα της Συρίας.
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με την ανακοίνωση της πρόθεσής της να αγοράσει σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς από την Κίνα. Παρόλα αυτά, είναι ακόμη νωρίς να γίνει λόγος για ριζικές αλλαγές. Ανάλογες περιπτώσεις ψύχρανσης στις σχέσεις μεταξύ συμμάχων έχουν παρατηρηθεί και στο παρελθόν. Την περίοδο του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1973, η Σ.Αραβία είχε χρησιμοποιήσει το «όπλο του πετρελαίου», μειώνοντας σημαντικά τις προμήθειες προς τις χώρες της Δύσης. Αλλά και η Τουρκία, όπως άπαντες ενθυμούνται, είχε μειώσει τη συνεργασία της με το ΝΑΤΟ την περίοδο της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαιτίας του Κυπριακού.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να ασκήσει η Σ.Αραβία εντελώς ανεξάρτητη πολιτική στην περιοχή, και ιδιαίτερα κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Σχετικά με την προσέγγιση της Τουρκίας με την Κίνα, αυτή είναι πιθανή, αλλά μάλλον θα περιοριστεί σε οικονομικό επίπεδο. Και αυτό επειδή ουσιαστικά δεν υπάρχουν κοινοί στρατηγικοί στόχοι για στενότερη συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Κίνας, καθώς οι προτεραιότητές της εξωτερικής τους πολιτικής είναι πολύ διαφορετικές.
Επομένως, η αλλαγή της αμερικανικής στάσης απέναντι στο Ιράν και στη Συρία, και οι τριβές που τη συνοδεύουν στις σχέσεις της με το Ριάντ και την Άγκυρα, δεν σημαίνουν απαραίτητα μια πλήρη αλλαγή της πολιτικής και των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ο Μπ.Ντολγκόφ είναι πολιτικός αναλυτής, παλαιός επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.
Η Σ.Αραβία αυτοπροβάλλεται ως ηγέτιδα των Σουνιτών. Από το 2011, μετά το ξεκίνημα της Αραβικής άνοιξης, η χώρα πρόσφερε υποστήριξη στα σουνιτικά ισλαμιστικά κινήματα που ανήλθαν στην εξουσία. Το Ριάντ υποστήριξε εξαρχής την ένοπλη σουνιτική αντιπολίτευση, αμέσως μετά το ξέσπασμα των συγκρούσεων στη Συρία. Όσον αφορά τη στάση της απέναντι στο σιιτικό Ιράν, η Σ.Αραβία μαζί με τις άλλες Μοναρχίες του Περσικού κόλπου, έχουν ενωθεί στα πλαίσια του Συμβουλίου Συνεργασίας αραβικών κρατών του Περσικού, αντιμετωπίζοντας το Ιράν ως απειλή, από τον καιρό ακόμη της Ισλαμικής επανάστασης του 1979.
Σ.Αραβία
και Τουρκία vs Ιράν
Η Τουρκία τηρεί σε
μεγάλο βαθμό μια στάση ανάλογη με τη σαουδαραβική, αναφορικά με τη σύγκρουση
στη Συρία και τη δημιουργία μιας συμμαχίας των σουνιτικών κρατών. Παράλληλα,
ένα μέρος του πολιτικού κατεστημένου της Τουρκίας, καθοδηγούμενο από την
ιδεολογία του νεοθωμανισμού, δεν ξεχνά ότι η Συρία επί 400 χρόνια αποτελούσε
τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Ιράν αποτελεί για την Τουρκία έναν
ανταγωνιστή για τον έλεγχο της περιοχής και επομένως, τυχόν αποδυνάμωση του
Ιράν -το οποίο είναι σύμμαχος της Συρίας- ευνοεί τα γεωπολιτικά συμφέροντά της.Σημαντικό ρόλο στην πολιτική της Σ.Αραβίας και της Τουρκίας απέναντι στο Ιράν διαδραματίζει ο παράγοντας της σύγκρουσης μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, η οποία οξύνθηκε μετά την έναρξη του εμφυλίου στη Συρία. Η θέση της Σ.Αραβίας και της Τουρκίας απέναντι στη Συρία συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τη στρατηγική της Αμερικής, των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και του Ισραήλ. Η απομάκρυνση του καθεστώτος Άσαντ, συμμάχου του Ιράν, θα άνοιγε το δρόμο για ένα πλήγμα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, την εξουδετέρωση του λιβανικού σιιτικού κινήματος της Χεζμπολάχ που υποστηρίζει τη συριακή κυβέρνηση, καθώς και τη μείωση στο ελάχιστο της επιρροής του Ιράν στο Ιράκ.
Η σχεδιαζόμενη επίθεση των ΗΠΑ εναντίον της Συρίας είχε ως στόχο τη συντριβή του συριακού στρατού, που θα προκαλούσε την πτώση του Άσαντ και την άνοδο στην εξουσία της σουνιτικής αντιπολίτευσης, την οποία υποστηρίζουν οι Σ.Αραβία και η Τουρκία. Μάλιστα, ορισμένα από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας αραβικών κρατών του Περσικού ήταν διατεθειμένα ακόμη και να αναλάβουν το οικονομικό κόστος της επίθεσης των ΗΠΑ στη Συρία.
Η
αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ
Η παραίτηση των ΗΠΑ
από τη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία ανέτρεψε τα σχέδια αυτά. Επιπλέον,
σημειώθηκε και μια χαλάρωση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν μετά την
εκλογή του Ιρανού προέδρου, Χασάν Ροχανί, και τις δηλώσεις του τελευταίου ότι
επιθυμεί να συνεργαστεί με τη Δύση στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος της
χώρας του.Οι τάσεις αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στη Συρία και στο Ιράν έχουν προκαλέσει απογοήτευση και εκνευρισμό, κατά πρώτο λόγο στη σαουδαραβική ηγεσία, αλλά και στην Τουρκία. Απτό παράδειγμα αποτελεί η απόρριψη από πλευράς της Σ.Αραβίας της πρότασης να καταστεί μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, πολλά ΜΜΕ, επικαλούμενα δηλώσεις του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών της Σ.Αραβίας, μετέδωσαν ότι η χώρα αυτή είναι πιθανό να αναθεωρήσει τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ σε ορισμένους τομείς, προβαίνοντας σε μείωση στις αγορές όπλων και στις εξαγωγές ενεργειακών πόρων, όπως και σε κάποια αποστασιοποίηση από την αμερικανική πολιτική στο ζήτημα της Συρίας.
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με την ανακοίνωση της πρόθεσής της να αγοράσει σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς από την Κίνα. Παρόλα αυτά, είναι ακόμη νωρίς να γίνει λόγος για ριζικές αλλαγές. Ανάλογες περιπτώσεις ψύχρανσης στις σχέσεις μεταξύ συμμάχων έχουν παρατηρηθεί και στο παρελθόν. Την περίοδο του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1973, η Σ.Αραβία είχε χρησιμοποιήσει το «όπλο του πετρελαίου», μειώνοντας σημαντικά τις προμήθειες προς τις χώρες της Δύσης. Αλλά και η Τουρκία, όπως άπαντες ενθυμούνται, είχε μειώσει τη συνεργασία της με το ΝΑΤΟ την περίοδο της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαιτίας του Κυπριακού.
Ψυχραιμία
στις προβλέψεις
Παρά ταύτα, και οι
δυο χώρες συνδέονται από πολιτική και στρατιωτική άποψη με τις ΗΠΑ και τη Δύση,
και εξαρτώνται από αυτές σε σημαντικό βαθμό. Οι ΗΠΑ έχουν ρόλο εγγυητή για την
ασφάλεια της Σ.Αραβίας και των χωρών-μελών του Συμβουλίου του Περσικού, ενώ στο
Μπαχρέιν βρίσκεται και η κύρια βάση του αμερικανικού 5ου στόλου. Πολλοί
επιχειρηματίες, καθώς και εκπρόσωποι της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, μεταξύ
αυτών και μέλη των δυναστειών που κυβερνούν σε χώρες του Συμβουλίου των χωρών
του Κόλπου, έχουν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να ασκήσει η Σ.Αραβία εντελώς ανεξάρτητη πολιτική στην περιοχή, και ιδιαίτερα κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Σχετικά με την προσέγγιση της Τουρκίας με την Κίνα, αυτή είναι πιθανή, αλλά μάλλον θα περιοριστεί σε οικονομικό επίπεδο. Και αυτό επειδή ουσιαστικά δεν υπάρχουν κοινοί στρατηγικοί στόχοι για στενότερη συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Κίνας, καθώς οι προτεραιότητές της εξωτερικής τους πολιτικής είναι πολύ διαφορετικές.
Επομένως, η αλλαγή της αμερικανικής στάσης απέναντι στο Ιράν και στη Συρία, και οι τριβές που τη συνοδεύουν στις σχέσεις της με το Ριάντ και την Άγκυρα, δεν σημαίνουν απαραίτητα μια πλήρη αλλαγή της πολιτικής και των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ο Μπ.Ντολγκόφ είναι πολιτικός αναλυτής, παλαιός επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.