07 Νοεμβρίου 2013

Η τρομοκρατία στην Ιταλία και η ελληνική Χούντα


Απόσπασμα Κυρίως Αρθρου ( ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ  
Του ΚΛΕΑΝΘΗ ΓΡΙΒΑ*
http://photos1.blogger.com/blogger/6956/903/320/Kleanthis-Photo-501.jpg
Οι μέθοδοι του «ανορθόδοξου πολέμου» εισήχθησαν στην Ιταλία μέσω τωνακροδεξιών Ελλήνων συνταγματαρχών που τις είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία για την επιβολή του στρατιωτικού τους πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967.Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι ήταν συνδεδεμένοι με την ΚΥΠ (και με την CIA, παράρτημα της οποίας αποτελούσε η ΚΥΠ). Η CIA χρηματοδοτούσε, οργάνωνε και επάνδρωνε την ΚΥΠ και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε υπηρετήσει ως σύνδεσμος της ΚΥΠ με τη CIA[29] και ήταν θιασώτης του δόγματος του«ανορθόδοξου πολέμου».[30] Πρακτορες του Παπαδόπουλου εφάρμοσαν με επιτυχία τη «στρατηγική της έντασης» στους μήνες που προηγήθηκαν του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 στην Ελλάδα και χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους που εφαρμόστηκαν αργότερα στην Ιταλία (τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις, πυρκαγιές και προκλήσεις που αποδόθηκαν στην «αριστερά», κ.α.).[31]

Όπως έχει αναφερθεί, η σημαντικότερη σύσκεψη (με τη συμμετοχή και των Guerin-Serac και Pino Rauti) έγινε τον Ιανουάριο του 1968. Αλλά η πραγματική ώθηση στις διαδικασίες των ακροδεξιών τρομοκρατικών προκλήσεων ακολούθησε άμεσα ένα άλλο σημαντικό γεγονός: Τον Απρίλιο του 1968, στελέχη διάφορων ιταλικών νεοφασιστικών οργανώσεων επισκέφτηκαν την Ελλάδα συνοδευόμενα από μερικούς Ελληνες νεοφασίστες που σπούδαζαν στην Ιταλία.[32]
Ανάμεσα στους Ιταλούς υπήρχαν εκπρόσωποι των ακροδεξιών οργανώσεων ON, AN, Europa Civilta, Nouva Caravella και της νεολαίας του νεοφασιστικού κόμματος MSI (Fronte Universitario di Anzione Nazionale, FUAN). Οι Ελληνες «τουρίστες» ήταν μέλη της ΕΣΕΣΙ, μιας οργάνωσης ακροδεξιών Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία που λειτουργούσε ως «βιτρίνα» για επιχειρήσεις της ΚΥΠ υπό την εποπτεία τουΚωνσταντίνου Πλεύρη.[33]
Η επίσκεψη οργανώθηκε από τον Pino Rauti, ο οποίος είχε προσωπικές επαφές με την ελληνική ακροδεξιά, είχε επισκεφτεί την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου 1967 και είχε στενές σχέσεις με τη Χούντα που κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία. Πραγματικοί οργανωτές αυτής της επίσκεψης ήταν η ελληνική και ιταλική ΚΥΠ (ΚΥΠ και SID), στις οποίες ο Rauti υπηρέτησε ως «σύνδεσμος».[34]
Στις συσκέψεις που έγιναν στο πλαίσιο αυτό, πήραν μέρος ο Merlino και οSerpieri, αντιπρόσωποι του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος και οΚωνσταντίνος Πλεύρης, επικεφαλής του νεοφασιστικού γκρουπούσκουλου Κόμμα 4ης Αυγούστου, πράκτορας της ΚΥΠ και στενός συνεργάτης του Pino Rauti.[35]
Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν τον Πλεύρη ως αρχιτέκτονα της εφαρμογής της «στρατηγικής της έντασης» στην Ελλάδα και ως τον άνθρωπο που εκπαίδευσετους Ιταλούς ακροδεξιούς «τουρίστες» στις τρομοκρατικές τεχνικές που είχε εφαρμόσει ο ίδιος προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967.[36]
Ο Flamini καταχωρεί στο βιβλίο του μια δικαστική Εκθεση στην οποία αναφέρεται ότι «ο Κωνσταντίνος Πλεύρης είχε παρακολουθήσει επίσημα σεμινάρια για τη θεωρία του ανορθόδοξου πολέμου» και «ήταν επιφαλής του νεοφασιστικού Κόμματος 4ης Αυγούστου, που πήρε το όνομά του από την ημερομηνία που κατέλαβε την εξουσία ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, το 1936».[37]
Η διαπίστωση ότι οι Ιταλοί νεοφασίστες τρομοκράτες εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα της δικτατορίας, επιβεβαιώνεται πλήρως από το γεγονός ότι οι Ιταλοί ακροδεξιοί «τουρίστες» μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα, εμφανίζουν μια οβιδιακή πολιτική μεταμόρφωση:
● Μέσα σε λίγες μέρες, ο Merlino ίδρυσε τη δήθεν «αναρχική» Oμάδα 22ηςΜαρτίου (Circolo ΧΧΙΙ Marzo) σε συνεργασία με νεοφασίστες.[38]
● Αλλοι ακροδεξιοί συγκρότησαν διάφορες δήθεν «αριστερές» ομάδες (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν η «αριστερή» φοιτητική κίνηση MovimentioStudentesco Operaia d' Avanguardia, η δήθεν «αναρχική» ομάδα GrupoPrimavera, η Banda ΧΧΙΙ de Luia's Attilo Strippoli και η ομάδα Ottobre του Diego Vandelii).
● Οι «ναζιστές-μαοϊκοί» Franco Freda και Giovanni Ventura ίδρυσαν πολλές δήθεν «αριστερές» ομάδες,[39] ενώ άλλοι νεοφασίστες διέβρωσαν γνήσιες αριστερές οργανώσεις και προσπάθησαν να τις προσανατολίσουν σε ενέργειες που προκαλούν τη βίαιη αντίδραση των αρχών:
▪ O Merlino διείσδυσε και διέσπασε την αναρχική ομάδα Circolo Bakunin (ΚύκλοςBakunin), ενώ
▪ οι Domenico Polli και Alfredo Sestili διέβρωσαν και διέσπασαν το μαοϊκό Partito Communista d'Italia/marxista-Leninista, PCdl/mjl (Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας), λειτουργώντας ως προβοκάτορες.[40]
● Η δεύτερη φάση της «στρατηγικής της έντασης» άρχισε το Νοέμβριο του 1968 και σηματοδοτήθηκε με πολυάριθμες βομβιστικές τρομοκρατικές ενέργειες, όταν ο Della Chiaie και οι συνεργάτες του τοποθέτησαν διάφορες βόμβες έξω από σχολεία και αστυνομικά τμήματα, προσπαθώντας να τις κάνουν να φαίνονται ως έργο των αριστεριστών.[41]
Η κατάσταση έγινε σοβαρότερη το 1969 (χρονιά κατά την οποία ό όρος «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ήταν απολύτως άγνωστος):
Από τις 3/1 μέχρι τις 12/12/1969 (μέρα που οι νεοφασίστες πραγματοποίησαν τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana του Μιλάνου) έγιναν τουλάχιστον 145 βομβιστικές ενέργειες από τους νεοφασίστες.
Από αυτές, οι 96 είχαν ως στόχο την αριστερά και οι υπόλοιπες 49 έγιναν σε διάφορους δημόσιους χώρους.[42]
Σύμφωνα με πιο πλήρη στοιχεία που αναλύθηκαν από τον Ugo Pecchioli, το 1969 οι νεοφασίστες διέπραξαν 312 τρομοκρατικές ενέργειες. Σχεδόν όλες αυτές οι τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις αποδόθηκαν από τις αρχές στην αριστερά.
Τον Απρίλιο 1969, μετά από σύσκεψη με τον Pino Rauti και τον Giannettini (νεοφασίστας και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών που εμφανιζόταν ως «δημοσιογράφος»), τα μέλη της νεοφασιστικής ομάδας των Freda και Venturaέβαλαν διάφορες βόμβες στο Μιλάνο και την Πάδοβα που οι αρχές φρόντισαν να αποδόσουν στην αριστερά.
Ακολούθησε μια αλυσσίδα τρομοκρατικών πράξεων, οι οποίες αποδίδονταν «στερεοτύπως» στην αριστερά από τον συντηρητικό τύπο και τους αξιωματούχους της αστυνομίας που συνεργάζονταν με τους νεοφασίστες, με σκοπό να πειστούν τα μετριοπαθή στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα σχέδιο «κομμουνιστικής ανατροπής» και, έτσι, να δημιουργηθεί ένα πρόσχημα για πραξικοπηματική επέμβαση του στρατού.
Αυτή η διαδικασία κατέληξε σε μια σειρά 4 βομβιστικών ενεργειών στις 12 Δεκεμβρίου 1969 στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Από αυτές, η πλέον σοβαρή έγινε στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell' Agricoltura) στην Πιάτσα Fontana, όπου 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 80 τραυματίστηκαν.[43] Λίγες μόνο ώρες μετά τη νεοφασιστική σφαγή, ο αστυνομικός διευθυντής του Μιλάνου ο επιθεωρητής Luigi Calabrese ενημέρωσε τον Τύπο ότι πίσω από τη σφαγή βρίσκονταν οι αναρχικοί, όπως ακριβώς είχε κάνει και μετά τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του Απριλίου του ίδιου έτους.[44]
Με βάση αυτή την ανακοίνωση, συνελήφθησαν ορισμένοι αναρχικοί που ανήκαν στην ομάδα Circolo 22 Marzo, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν ο Pietro Valpreda (ένας άνεργος χορευτής μπαλέτου που προηγουμένους είχε αρνηθεί «να συνεργαστεί» με την αστυνομία και να καρφώσει τους φίλους του)[45] και οGuiseppe Pinelli (ένας πολιτικά ενεργός αναρχικός που εκπαραθυρώθηκε από το κτίριο της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του).
Στη συνέχεια, ο Valpreda και οι ομοϊδεάτες του «χρεώθηκαν» με τις βομβιστικές επιθέσεις και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, για να αποδειχτεί μετά από 7 ολόκληρα χρόνια ότι η σφαγή ήταν έργο των νεοφασιστών: Η ομάδα Circolo 22 Marzo είχε διαβρωθεί από τον νεοφασίστα Merlino στα τέλη του 1969. Σκοπός του ήταν να πειστούν μερικοί γνήσιοι αναρχικοί να συμφωνήσουν στη διενέργεια βίαιων πράξεων, ώστε να μπορούν να κατηγορηθούν για τις βομβιστικές ενέργειες που σχεδίαζαν οι νεοφασίστες. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Valpreda και οι φίλοι του χρησιμοποιήθηκαν ως κατάλληλα εξιλαστήρια θύματα.[46]
Με άλλα λόγια, η βομβιστική ενέργεια και η σφαγή στην Πιάτσα Fontana δεν ήταν παρά ένα ακόμη έργο των νεοφασιστών, που υποκινήθηκε, βοηθήθηκε και καλύφθηκε από στελέχη της αστυνομίας και της ιταλικής ΚΥΠ (SID). Η ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών σ' αυτή την υπόθεση αποδείχθηκε με πολλούς τρόπους.[47]
Δυστυχώς, οι αρχικές καταδίκες των ακροδεξιών δολοφόνων αναιρέθηκαν στο εφετείο που απήλλαξε τους κατηγορούμενους με το αιτιολογικό των «μη επαρκών αποδείξεων». Αυτή είναι η συνήθης κατάληξη των δικών στις οποίες παραπέμπονται ακροδεξιοί τρομοκράτες (σε πλήρη αντίθεση με τις δίκες που αφορούν ακροαριστερούς), πράγμα που αποδεικνύει τη δυνατότητα των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας να επηρεάζουν αποφασιστικά τους Ιταλούς δικαστές. Κι αυτό αποδείχθηκε μερικά χρόνια αργότερα όταν μια δράκα έντιμων δικαστικών που διεξήγαγε τις ανακρίσεις, κατάφερε να υπερνικήσει τα πολιτικά και αστυνομικά εμπόδια, να ερευνήσει τα γεγονότα και να διατυπώσει κατηγορητήριο εναντίον των πραγματικών δραστών.
Στις 18/1/1977, επτά χρόνια μετά τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana, διατυπώθηκε επισήμως κατηγορία γι΄αυτό το μαζικό έγκλημα εναντίον τριάντα τεσσάρων (34) νεοφασιστών και ανώτερων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά μόνο τρεις, οι Freda, Ventura και Gianettini κάθησαν στο εδώλιο.[48] Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι «εξαφανίστηκαν» ή «διέφυγαν» από τη χώρα.
Ανάμεσα σ' αυτούς που διέφυγαν ήταν οι Delle Chiaie, Leroy και Guerin-Serac, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «οι πραγματικοί εγκέφαλοι του σχεδιασμού του εγκλήματος», σύμφωνα με αναφορά με ημερομηνία 17/12/1969 που υπήρχε στα αρχεία της ιταλικής ΚΥΠ (SID) και για την οποία υποστηρίχτηκε ότι «διέλαθε της προσοχής» της υπηρεσίας.
Στις 1/8/1985, στην κατ' έφεση εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, απαλλάχθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι για την πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια στην Piazza Fontana του Μιλάνου.
Ολοι οι ερευνητές του φαινομένου της τρομοκρατίας στην Ιταλία, συμφωνούν με τη διαπίστωση του Borraccetti, ότι «η τελική απόφαση της απαλλαγής των κατηγορουμένων κατά την κατ΄ έφεση εκδίκαση της πολύνεκρης τρομοκρατικής βομβιστικής ενέργειας στην Piazza Fontana του Μιλάνου (για την οποία δεν επιλήφθηκε η δικαιοσύνη μέχρι τις 1-8-1985), ήταν η πλέον απαράδεκτη απ' όλες τις -πολλές και ελάχιστα διεξοδικές- των ακροδεξιών τρομοκρατών που έγιναν στην Ιταλία». [49]
Εν τω μεταξύ, η στρατηγική της έντασης συνέχισε να εφαρμόζεται στην Ιταλία.
Από το 1969 μέχρι το 1975 σημειώθηκαν 4.334 επίσημα καταγραμμένες πράξεις τρομοκρατικής βίας. Απ' αυτές, το 83% αποδόθηκε αρχικά στην άκρα αριστερά για να αποδειχτεί αργότερα ότι ήταν έργο της άκρας δεξιάς και των συνεργατών της στον κρατικό μηχανισμό.
Σ' όλη τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, η Ιταλία αντιμετώπισε μια κατάσταση προκλητού χάους, την οποία χαρακτήριζαν:
● Κύματα βομβιστικών ενεργειών σε δημόσιους χώρους.
● Προσπάθειες να εκδηλωθεί ένα επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα.
● Διάβρωση των αριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς και πράκτορες των ιταλικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
● Συνεχείς προκλήσεις που καλύπτονταν πίσω από ένα «αριστερό» μανδύα».
● Μαζικές εξεγέρσεις (όπως αυτή στην περιοχή Reggio Καλαβρία το 1970).
● Πολυποίκιλη αποσταθεροποιητική δραστηριότητα των «αυτονομημένων» τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και της αστυνομίας.
Αποτιμώντας αυτή την κατάσταση, ο στρατηγός Amorosino δήλωσε:
«Οι ιταλικές υπηρεσίες ασφαλείας, από τη SIFAR μέχρι τη SID, ήταν αναμεμειγμένες σε όλα τα σκοτεινά συμβάντα της τελευταίων χρόνων:
Από τις μαζικές τρομοκρατικές ανθρωποσφαγές μέχρι τις οικονομικές επιδοτήσεις της CIA.
Από την δράση εναντίον των εργατικών συνδικάτων μέχρι την βιομηχανική κατασκοπεία. Από το λαθρεμπόριο όπλων μέχρι τη διάθεση στρατιωτικών κονδυλίων για την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με την κρατική βιομηχανία.
Από την πόλωση της πολιτικής ζωής (με την χρήση του συνόλου των διαθέσιμων αρχείων για πολίτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, για εκβιασμούς, δωροδοκίες και παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής) μέχρι την οργάνωση πραξικοπημάτων, που συνοδευόνταν από συστηματικές παρεμποδίσεις των δικαστικών ερευνών γι' αυτές τις εγκληματικές ενέργειες».[50]
Ολες αυτές οι ακροδεξιές τρομοκρατικές δραστηριότητες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν και να επιβάλουν ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία (κατά το πρότυπο της Ελλάδας το 1967, της Χιλής το 1973 και της Τουρκίας το 1971 και το 1980, όπου εφαρμόστηκε η ίδια πρακτική). Αλλά, πέτυχαν να προκαλέσουντο θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων στην Ιταλία, τον τραυματισμό και την αναπηρία πολύ περισσότερων, να δημιούργησαν ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, και να βοηθήσουν τον πολιτικό συντηρητισμό να θεσπίσει ανεμπόδιστα μια ολόκληρη σειρά σκληρών «αντιτρομοκρατικών» νόμων που είχαν και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων των Ιταλών.

[28] Lanteri (L' Express, 21 February 1977)..

[29] Για τις στενές σχέσεις μεταξύ της CIA και της ΚΥΠ και του Παπαδόπουλου, βλ. Athenian-Ρόδης Ρούφος (σ. 73). Κάτρης (σ. 44-6). Laurent (σ. 238-41). Meynaud (σ. 249-51), κ.α.
[30] Meynaud (σ. 240).
[31] Laurent (σ. 236-8), Stajano & Fini (σ. 126), Meynaud (σ. 221-31), Διακογιάννης (1968), Καράγιωργας (1975), Λεντάκης (1975).
[32] De Simone (σ. 9-28).
[33] Stajano & Fini (σ. 121-8).
[34] De Lutiis (σ. 97).
[35] Για τον Κων. Πλεύρη, βλ. De Simone (σ. 18-19), Stajano & Fini (σ. 126-8), Laurent (σ. 175, 236).
[36] De Simone (σ. 15,52-4), Stajano & Fini (σ. 126).
[37] Flamini (τ. 1, σ. 150)
[38] Για τις έκνομες δραστηριότητες του Merlino: Stajano & Fini (σ. 47-63).
[39] Stajano & Fini (σ. 45-72 και 79-80), De Simone (σ. 56).
[40] Stajano & Fini (σ. 80-1)
[41] De Simone (σ. 42-5).
[42] Stajano & Fini (σ. 26-27).
[43] Flamini (σ. 120). Stajano & Fini (1971, σ. 25-6 & 1977, σ. 5), Laurent (σ. 7).
[44] Stajano & Fini (ο.π.)
[45] Laurent (σ. 7), Stajano & Fini (σ. 5-34).
[46] Stajano & Fini (ο.π.,) σ. 57-60. Η ομάδα «Circolo 22 Marzo» δεν πρέπει να συγχέεται με την «Circolo XXII Marzo» που συγκροτήθηκε εξ' ολοκλήρου από προβοκάτορες νεοφασίστες.
[47] Σχετικά μ' αυτή την υπόθεση, το γενικό της περίγραμμα δίνεται από τον Laurent.
[48] Laurent (σ. 208-209).
[49] Ενδιαφέρουσες επισκοπήσεις αυτών των δικών (σκοπιμότητας) έγιναν από τους Borraccetti και Nunziata (1985).
[50] General Amorosino Sandro (σ. 383).