Οι δρόμοι είναι τελείως άδειοι, χωρίς καθόλου φασαρία. Τα μαγαζιά είναι
κλειστά. Οι πόρτες και τα παντζούρια των σπιτιών είναι κλειστά. Μόνο στα
νεκροταφεία υπάρχει τόση ησυχία. Όμως, τώρα τα νεκροταφεία είναι πιο
ζωντανά από τους δρόμους. Είναι Μπαϊράμι. Κάθε τάφος έχει τους
επισκέπτες του. Φέρνουν λουλούδια και νερό. Προσεύχονται ήσυχα πάνω από
τους τάφους. Καθαρίζουν τα αγριόχορτα. Φεύγουν απ’ εκεί απρόθυμα. Είναι
πικρό το συναίσθημα να αφήνουν τον δικό τους εκεί και να φεύγουν. Μπορεί
να νιώθει και ένοχος κάποιος επειδή ζει.
Τέτοια συναισθήματα ζώνουν και εμένα όποτε επισκεφτώ τους τάφους της μητέρας μου και του πατέρα μου. Το ίδιο συναίσθημα ένιωσα και πάνω από τον τάφο του Ναζίμ Χικμέτ στο κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι στη Μόσχα. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από εμένα στο τεράστιο κοιμητήριο εκείνη τη χιονισμένη χειμωνιάτικη ημέρα. Βράδιαζε. Ούτως ή άλλως ήταν μισοσκόταδο. Μόνο το χιόνι ήταν άσπρο. Έκανε κρύο. Φορούσα παλτό και καλπάκι. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμασταν ολομόναχοι εκεί με τον μεγάλο ποιητή. Σε λίγο, όμως, θα έφευγα και εγώ. Και θα έμενε εντελώς μόνος. Ο θάνατος είναι ίσως κάτι το οποίο δεν βγαίνει καθόλου από το μυαλό μας ενόσω ζούμε, αλλά δεν μιλάμε καθόλου γι’ αυτό. Ζούμε σάμπως και δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Καβγαδίζουμε. Λογομαχούμε. Πιάνουμε ο ένας τον άλλο από τον λαιμό. Δεν μπορούμε να μοιραστούμε τίποτα. Όμως, όλα αυτά είναι ψέμα. Όλα είναι παράλογα. Μόνο δύο πράγματα αληθινά υπάρχουν. Ο έρωτας και ο θάνατος. Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες.
Και τι παράξενο. Τα θύματα βρίσκονται στο ίδιο νεκροταφείο με τους δολοφόνους τους. Στον ίδιο χώρο. Κάτω από την δροσιά των ίδιων κλαριών. Συναντήθηκαν εκεί αυτός που σκότωσε με αυτόν που σκοτώθηκε. Έζησε τριάντα χρόνια περισσότερο από εκείνον που σκότωσε. Δεν τον ήξερες για σαράντα χρόνια. Κοιμήθηκε και ξύπνησε περισσότερο. Έκανε περισσότερα προγεύματα. Ήπιε περισσότερους χυμούς πορτοκάλι και φράουλα. Έκανε περισσότερες φορές έρωτα. Και τι έγινε; Τίποτα! Και εκείνος πέθανε τελικά. Τι κατάλαβε που γεύτηκε περισσότερο τις απολαύσεις τούτου του κόσμου;
Είναι το κάτι άλλο η κατάσταση που παρουσιάζει το νησί μας κατά τις ημέρες του Μπαϊραμιού. Τέτοιες μέρες πόσο εμφανές γίνεται ότι είμαστε δύο μισά που αποκόπηκαν από ένα σύνολο. Διότι το Μπαϊράμι του βορρά δεν είναι γιορτή του νότου. Η γιορτή του νότου δεν είναι Μπαϊράμι του βορρά. Στη μια πλευρά οι δρόμοι είναι τελείως άδειοι. Στην άλλη πλευρά σφύζουν από ζωή. Στη μια πλευρά το Μπαϊράμι σταμάτησε τη ζωή. Στη δε άλλη πλευρά η ζωή συνεχίζεται. Με αυτά τα συναισθήματα γυρίσαμε στην εφημερίδα μετά από επίσκεψή μας στον νότο. «Έλα να κάνουμε Μπαϊράμι», είπα στον Ιμπραχίμ Αζίζ. Μακάρι να μην του το έλεγα. Σαν να βρήκα το ευαίσθητό του σημείο. «Επίτηδες το κάνεις;», με ρώτησε. Να και το Κουρμπάνι σου. Να και το Μπαϊράμι σου. Τι πάρε δώσε θα μπορούσε να έχει ο γερόλυκος με τον Αλλάχ; Δεν έγινε ποτέ φιλελεύθερος, λέει. Θα είναι κομμουνιστής μέχρι να πεθάνει. Όμως, εγώ κόλλησα στο όνομα του δρος Παντζαρή. Και τον ρώτησα: «Τι είναι τούτο το παντζάρι;». Ο παππούς του, λέει, έπινε πολύ και γι’ αυτό το πρόσωπό του γινόταν κατακόκκινο. Σαν παντζάρι. Είναι επαΐων στη δουλειά του. Ειδικός στον τομέα του.
Το Μπαϊράμι ονομάζεται Κουρμπάνι, γιορτή των θυσιών. Ποιος είναι το θύμα; Το κριάρι, το πρόβατο και το αρνί; Κάνετε λάθος. Σημαίνει ότι ξεχάσατε τα Μπαϊράμια που γιορτάζονται ακόμα με σφαγές ανθρώπων. Ποια νίκη άλλωστε δεν έχει στα θεμέλιά της ανθρώπινο αίμα; Μήπως δεν είναι γιορτή των θυσιών και η 20ή Ιουλίου που έχει πολλές χιλιάδες θύματα;
http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=247885&-V=stiles
Τέτοια συναισθήματα ζώνουν και εμένα όποτε επισκεφτώ τους τάφους της μητέρας μου και του πατέρα μου. Το ίδιο συναίσθημα ένιωσα και πάνω από τον τάφο του Ναζίμ Χικμέτ στο κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι στη Μόσχα. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από εμένα στο τεράστιο κοιμητήριο εκείνη τη χιονισμένη χειμωνιάτικη ημέρα. Βράδιαζε. Ούτως ή άλλως ήταν μισοσκόταδο. Μόνο το χιόνι ήταν άσπρο. Έκανε κρύο. Φορούσα παλτό και καλπάκι. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμασταν ολομόναχοι εκεί με τον μεγάλο ποιητή. Σε λίγο, όμως, θα έφευγα και εγώ. Και θα έμενε εντελώς μόνος. Ο θάνατος είναι ίσως κάτι το οποίο δεν βγαίνει καθόλου από το μυαλό μας ενόσω ζούμε, αλλά δεν μιλάμε καθόλου γι’ αυτό. Ζούμε σάμπως και δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Καβγαδίζουμε. Λογομαχούμε. Πιάνουμε ο ένας τον άλλο από τον λαιμό. Δεν μπορούμε να μοιραστούμε τίποτα. Όμως, όλα αυτά είναι ψέμα. Όλα είναι παράλογα. Μόνο δύο πράγματα αληθινά υπάρχουν. Ο έρωτας και ο θάνατος. Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες.
Και τι παράξενο. Τα θύματα βρίσκονται στο ίδιο νεκροταφείο με τους δολοφόνους τους. Στον ίδιο χώρο. Κάτω από την δροσιά των ίδιων κλαριών. Συναντήθηκαν εκεί αυτός που σκότωσε με αυτόν που σκοτώθηκε. Έζησε τριάντα χρόνια περισσότερο από εκείνον που σκότωσε. Δεν τον ήξερες για σαράντα χρόνια. Κοιμήθηκε και ξύπνησε περισσότερο. Έκανε περισσότερα προγεύματα. Ήπιε περισσότερους χυμούς πορτοκάλι και φράουλα. Έκανε περισσότερες φορές έρωτα. Και τι έγινε; Τίποτα! Και εκείνος πέθανε τελικά. Τι κατάλαβε που γεύτηκε περισσότερο τις απολαύσεις τούτου του κόσμου;
Είναι το κάτι άλλο η κατάσταση που παρουσιάζει το νησί μας κατά τις ημέρες του Μπαϊραμιού. Τέτοιες μέρες πόσο εμφανές γίνεται ότι είμαστε δύο μισά που αποκόπηκαν από ένα σύνολο. Διότι το Μπαϊράμι του βορρά δεν είναι γιορτή του νότου. Η γιορτή του νότου δεν είναι Μπαϊράμι του βορρά. Στη μια πλευρά οι δρόμοι είναι τελείως άδειοι. Στην άλλη πλευρά σφύζουν από ζωή. Στη μια πλευρά το Μπαϊράμι σταμάτησε τη ζωή. Στη δε άλλη πλευρά η ζωή συνεχίζεται. Με αυτά τα συναισθήματα γυρίσαμε στην εφημερίδα μετά από επίσκεψή μας στον νότο. «Έλα να κάνουμε Μπαϊράμι», είπα στον Ιμπραχίμ Αζίζ. Μακάρι να μην του το έλεγα. Σαν να βρήκα το ευαίσθητό του σημείο. «Επίτηδες το κάνεις;», με ρώτησε. Να και το Κουρμπάνι σου. Να και το Μπαϊράμι σου. Τι πάρε δώσε θα μπορούσε να έχει ο γερόλυκος με τον Αλλάχ; Δεν έγινε ποτέ φιλελεύθερος, λέει. Θα είναι κομμουνιστής μέχρι να πεθάνει. Όμως, εγώ κόλλησα στο όνομα του δρος Παντζαρή. Και τον ρώτησα: «Τι είναι τούτο το παντζάρι;». Ο παππούς του, λέει, έπινε πολύ και γι’ αυτό το πρόσωπό του γινόταν κατακόκκινο. Σαν παντζάρι. Είναι επαΐων στη δουλειά του. Ειδικός στον τομέα του.
Το Μπαϊράμι ονομάζεται Κουρμπάνι, γιορτή των θυσιών. Ποιος είναι το θύμα; Το κριάρι, το πρόβατο και το αρνί; Κάνετε λάθος. Σημαίνει ότι ξεχάσατε τα Μπαϊράμια που γιορτάζονται ακόμα με σφαγές ανθρώπων. Ποια νίκη άλλωστε δεν έχει στα θεμέλιά της ανθρώπινο αίμα; Μήπως δεν είναι γιορτή των θυσιών και η 20ή Ιουλίου που έχει πολλές χιλιάδες θύματα;
http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=247885&-V=stiles