17 Οκτωβρίου 2013

Οι ρίζες του ελληνικού δικομματισμού

Ιδεαλισμός και Pax Ottomanica
Ως κύρια αιτία, που το έτος 1880 εκλαμβάνεται από την πλειοψηφία των μελετητών ως ορόσημο του μετασχηματισμού του Ελληνικού Κράτους, δεν θα πρέπει να εκληφθεί μόνο η προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) υπό την στενή έννοια της εδαφικής επέκτασης σε βάρος των Οθωμανών ή της πρώτης ουσιαστικά πραγμάτωσης των στόχων της «Μεγάλης Ιδέας». Γιατί η απελευθέρωση του σημαντικού αυτού «σιτοβολώνα» ταυτόχρονα σήμανε και την διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εμφάνιση των οργανωμένων πλέον οικονομικών συμφερόντων και –κατά συνέπεια- των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων. Ο παραδοσιακός τρόπος άσκησης και οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής ήταν αναγκαίο να μεταβληθούν (άμεσα σε βαλκανικό επίπεδο, αργότερα δε σε πανευρωπαϊκό), συμπαρασύροντας την εσωτερική κρατική οργάνωση και τις υφιστάμενες κοινωνικές και διοικητικές δομές (καταμερισμός της εργασίας, ταξικές ισορροπίες, δημόσια διοίκηση κ.λπ.) σε μια ανάλογη μετατροπή.
 
Χαρίλαος Τρικούπης: Το όραμά του για μια δυνατή Ελλάδα
σκόνταψε ενώπιον της οικονομικής κρίσης και της αλλαγής
των ισορροπιών στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκακιέρα


Η εμφάνιση μιας συνειδητής και οργανωμένης αναπτυξιακής πολιτικής από την πλευρά του επίσημου κράτους, επόμενο ήταν να οδηγήσει στην εντατικοποίηση και πύκνωση των πολιτικών συγκρούσεων, οι οποίες εκφράστηκαν δυναμικά αφενός μεν στην ιδεολογική πόλωση που συντελέστηκε και στιγμάτισε τα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας κατά τα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αφετέρου δε στην μόνιμα αμφισβητούμενη πολιτική εκπροσώπηση. Κι αν κύριο μέλημα της εξωτερικής μας πολιτικής όλη αυτήν την περίοδο ήταν η ανεύρεση και παγίωση συμμαχιών ικανών να εγγυηθούν τα συμφέροντά μας σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο (παρά το ότι η Pax Ottomanica ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλει μια σχετική «ακινησία» στα δρώμενα των εδαφών όπου κυριαρχούσε), στο εσωτερικό η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, αναπτέρωση των οικονομικών και κοινωνική πολιτική αναδυόταν επιτακτικότερη από ποτέ.

Από την στιγμή που οι αλύτρωτοι εθνικισμοί των βαλκανικών κρατών, που αποζητούσαν την πλήρη ανεξαρτησία τους από την τουρκική ηγεμονία, πέρασαν από το πεδίο της θεωρητικής θεμελίωσης στην σφαίρα των συγκεκριμένων δράσεων, αποκτώντας ολοένα και περισσότερο εγχειρηματικό χαρακτήρα –κάτι στο οποίο ασφαλώς συνηγόρησε η κατανόηση (εν τέλει) ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης ούτε πρόθυμες ήταν να δεχθούν οποιαδήποτε εδαφική μεταβολή επί του κορμού του «Μεγάλου Ασθενούς», αλλά και η συνειδητοποίηση ότι πλέον οι Ευρωπαίοι αδυνατούσαν να επιβληθούν επί των εξελίξεων στην ευρύτερη Βαλκανική- οι ηγεσίες των κρατών αυτών αναγκάστηκαν να ανασυγκροτήσουν την πολιτική και θεσμική τους υπόσταση στο εσωτερικό και να εκσυγχρονίσουν την διοίκηση, εγκαταλείποντας την μέχρι τότε τακτική της γενικολογίας και της αοριστίας και υιοθετώντας μέτρα λειτουργικά και υλοποιήσιμα. Η ικανοποίηση των εθνικών στόχων πλέον εξελήφθη ως άμεση αναγκαιότητα, προσδιορίζοντας έτσι την εσωτερική πολιτική και επιβάλλοντας την απεμπόληση της παλαιάς ανατολίτικης κοσμοθέωρησης και νοοτροπίας (mentalité): η έννοια του χρόνου, και αυτή της συγκυρίας, είναι από τα πρώτα που απέκτησαν άλλη διάσταση, τόσο στην συνείδηση του απλού λαού όσο και στην πολιτική σκέψη της εξουσιαστικής ελίτ. Η επισφαλής θέση της Ελλάδας στην Νότια Ευρώπη, ο ακμάζων βουλγαρικός κίνδυνος και η οθωμανική εμμονή στα μεγαλεία του παρελθόντος είναι αυτά που κυρίως πυροδοτούν την αλλαγή στην πολιτική σκέψη της εποχής και οδηγούν στην κατανόηση πως η ενδυνάμωση της χώρας και η επιθυμητή αυτοδυναμία της είναι κάτι που θα έπρεπε εδώ και τώρα να επιτευχθούν –άλλως θα είναι πολύ αργά.

Το παίγνιο του «μηδενικού αθροίσματος»
Η πολιτική ηγεσία του τόπου, λοιπόν, ανεξάρτητα από την ιδεολογική της προέλευση και επισήμανση, προσανατολίστηκε έγκαιρα προς την άποψη που τόσο εύστοχα και περιεκτικά διατύπωσε το 1883 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Το πειστικώτερον των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμις». Αλλά ο δυναμικός αυτός προσανατολισμός, όπως ήταν φυσικό, χαρακτηρίστηκε από μια σειρά κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων: εντατικοποίηση του ρυθμού της αστικοποίησης, πληθυσμιακή έκρηξη και μετακίνηση, εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής με έμφαση στο εξαγωγικό εμπόριο, διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από τον ελληνισμό του εξωτερικού, παροχή διοικητικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κ.ά.

 Ο δημοκρατικός Δηλιγιάννης εξέφραζε με ιδιαίτερη καλλιέπεια
τους μύχιους πόθους του ελληνικού λαού, αλλά αποδείχθηκε
κατώτερος των περιστάσεων, ακόμη κι αυτών των υποσχέσεών
του. Κέρδισε τις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις από
οποιονδήποτε άλλον Έλληνα πολιτικό, αλλά κυβέρνησε αρκετά
λιγότερο από τους αντιπάλους του.



Τέσσερα βασικά σημεία χαρακτηρίζουν την κοινωνική διαστρωμάτωση της Ελλάδας στην εποχή που εξετάζουμε: α) η εμφάνιση της αστικής τάξης των «βιομηχάνων», που επιμένει να στηρίζεται κυρίως στην τοπική παραγωγική εργασία, και που η επιρροή που ασκεί είναι δυσανάλογα ισχυρότερη από την οικονομική της ευρωστία, β) ο κλονισμός της αλλοτινής ισχύος των νησιωτών του Αιγαίου, η παρακμή του διαμετακομιστικού θαλάσσιου εμπορίου και γενικά της ναυπηγικής δραστηριότητας, με παράλληλη ανάδειξη των Πελοποννήσιων σταφιδεμπόρων, γ) η υπέρμετρη λειτουργία του κράτους ως εργοδότης, η κάθετη δηλαδή αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων (των στρατιωτικών συμπεριλαμβανομένων), που δημιούργησε την ψυχολογία και τις συνθήκες εξάρτησης από τους λειτουργούς του (ας σημειωθεί ότι γύρω στα 1876 περίπου το 1/4 του μη αγροτικού πληθυσμού εξασφάλιζε το εισόδημά του από το Ελληνικό Κράτος!), και δ) η εμφάνιση μιας νέας ολιγαρχικής χρηματιστηριακής ελίτ, αυτής των Ελλήνων της διασποράς, που τάχιστα θα παραγκωνίσουν τους παραδοσιακούς φορείς της οικονομικής ισχύος και θα καθιερωθούν ως μονοπωλούντες την εκτέλεση των δημοσίων έργων, τα ορυχεία, τις τράπεζες και την διακίνηση των κεφαλαίων, τους σιδηροδρόμους κ.λπ.

Αυτοί οι τελευταίοι αντλούσαν την δύναμή τους τόσο από τα ίδια κεφάλαια που διέθεταν όσο και από τις υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις τους με οίκους του εξωτερικού (π.χ. τον οίκο Hambros του Λονδίνου, τον Comptoir National d’ Escompte του Παρισιού, τον Hassendercht του Βερολίνου κ.ά.) Δεν ήταν βέβαια λίγοι αυτοί που, εκμεταλλευόμενοι την προσάρτηση των θεσσαλικών πεδιάδων και των κάμπων της Άρτας, όπου μέχρι πρότινος κυριαρχούσαν τα τσιφλίκια και υφίστατο ένα είδος αναγνώρισης των δικαιωμάτων των κολλήγων από την πλευρά των Τούρκων, κατάφεραν να αγοράσουν τεράστιες αγροτικές εκτάσεις, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η χρήση των οποίων πλέον θα ενέπιπτε στους κανόνες και τις αρχές περί αστικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν στην «Παλαιά Ελλάδα». Έτσι, οι νέοι τσιφλικάδες δεν αποτέλεσαν αυτοτελή κοινωνικο-οικονομική δύναμη –μια αμιγή, δηλαδή, τάξη με την στενή έννοια του όρου. Αντίθετα, ήταν οι ίδιοι οι μεγαλοκαιφαλαιούχοι του παροικιακού Ελληνισμού, οι βιομήχανοι και οι έμποροι της διασποράς, οι τραπεζίτες της πανευρωπαϊκής επικράτειας: Ο Ζαρίφης, ο Ζάππας, ο Συγγρός, ο Καραπάνος και ο Σκυλίτσης είναι μερικά από τα πλέον γνωστά ονόματα.

Η ταυτοπροσωπία αυτή έχει την σημασία της. Γιατί από την στιγμή που οι μεγαλοϊδιοκτήτες της ελληνικής γης ήλεγχαν και την κεφαλαιακή κυκλοφορία και χρηματοδότηση (ένα φαινόμενο όχι και τόσο συχνό στην Ευρώπη του φεουδαλισμού και των λατιφούντιων), η λύση του αγροτικού ζητήματος δια της απαλλοτρίωσης (όταν αυτή ήρθε, έστω και καθυστερημένα) δεν έβλαψε την κυρίαρχη τάξη των τσιφλικάδων, αφού αυτοί μπόρεσαν να στηριχτούν στο ρευστό χρήμα που διέθεταν.

Κρατικός παρεμβατισμός και επίσημη πολιτική: Tα lobbies
Έκπληξη, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι το Ελληνικό Κράτος, ως εργοδότης, όχι μόνο αποτελούσε τον βασικότερο πόλο έλξης ενός μεγάλου ποσοστού υποαπασχολούμενων μικροκαλλιεργητών της υπαίθρου, οι οποίοι πρόθυμα εγκατέλειπαν την «πατρώα γη» για να εισρεύσουν μαζικά στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στην πρωτεύουσα, αλλά επιπλέον εξασφάλιζε στους υπαλλήλους του μια τάξη μισθών αρκετά υψηλότερη από αυτήν των άλλων επαγγελμάτων ή τα εισοδήματα κάποιων μικροεπιχειρηματιών.



Ταυτόχρονα, η εμφάνιση των πρώτων lobbies (τρόπον τινά) -οργανωμένων δηλαδή ομάδων συμφερόντων και πίεσης προς την διοικητική μηχανή και την κρατική εξουσία, που ασφαλώς δεν μπορούσε να απαρτίζονται παρά από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους και στην συνέχεια τους μεγαλοτσιφλικάδες (ή, πιο σωστά, από όλους αυτούς μαζί, αφού από το 1880 και μετά αποτέλεσαν μια ενιαία οικονομική και κοινωνική κάστα, όπως προείπαμε)- ευνόησε την πρακτική της «διαπλοκής» και της «ρουσφετολογίας». Ο λόγος ήταν απλός: τα lobbies αυτά δεν αποσκοπούσαν πλέον στην άντληση άμεσων οφελών από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά στην έμμεση προώθηση των ίδιων συμφερόντων τους, κυρίως μέσω του νομοθετικού και κανονιστικού έργου του κράτους. Οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, κατά τον τρόπο αυτόν, περιήλθαν σε μια δεινή θέση εξάρτησης από τους κεφαλαιοκράτες.

Οι κοινωνικές αυτές τάσεις, οι ανάγκες αναδιανομής του χρηματικού πλεονάσματος, ο καταμερισμός των δαπανών –όλα αυτά έπρεπε να αντιμετωπιστούν με την άσκηση της πολιτικής. Ο ανασχεδιασμός της οικονομίας κατά τρόπο για όλους ικανοποιητικό δεν ήταν εύκολος –ποτέ δεν είναι, ιδίως όταν πρόκειται για φτωχά νεοσύστατα κράτη, όπως το Ελληνικό τότε. Επομένως, το μόνο που απέμενε προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις ήταν τουλάχιστον η ικανοποίηση όλων αυτών των αντικρουόμενων κοινωνικών και οικονομικών ομάδων στο θέμα της εκπροσώπησης. Και πράγματι, ο κοινοβουλευτισμός υπήρξε το κατ’ εξοχήν κατάλληλο πεδίο άσκησης και εκτόνωσης αυτών των πιέσεων. Η επίσημη δε πολιτική έκτοτε χαρακτηρίστηκε από αυτήν την ιδιοτελή αντιπαλότητα μεταξύ των ομάδων που ενδιαφέρονταν μόνο για την ικανοποίηση των οικονομικών τους φιλοδοξιών, αμαυρώνοντας ακόμη κι αυτήν την έννοια και την λειτουργία της Δημοκρατίας.

Διακομματικές συμμαχίες και εσωστρέφεια
Η απελευθέρωση των νέων επαρχιών (Θεσσαλία, Άρτα) έθεσε άμεσα το ζήτημα της νομικής ρύθμισης της εκπροσώπησής τους στην Βουλή. Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος προκήρυξε εκλογές, οι οποίες και διεξήχθησαν στις 20 Δεκεμβρίου 1881. Κυριότερος αντίπαλός του ο Χαρίλαος Τρικούπης, που μετά τον θάνατο του Βούλγαρη και του Κανάρη (1877), του Ε. Δεληγεώργη (1879) και του Θ. Ζαΐμη (1880) κατάφερε να συσπειρώσει γύρω από το κόμμα του (το λεγόμενο Νεωτεριστικό) σχεδόν ολόκληρη την αντιπολίτευση, και ήδη είχε ασκήσει τα πρωθυπουργικά καθήκοντα -μεταξύ άλλων και κατά την προηγούμενη χρονιά, έστω και βραχύβια.

Το κλίμα, υπό το οποίο εκτυλίχθηκε ο προεκλογικός αγώνας, ήταν κλίμα φανατισμού και έντονης αντιπαράθεσης. Οι αντίπαλοι φρόντισαν να εκμεταλλευτούν έως και την παραμικρή «αδυναμία» του άλλου: ο Κουμουνδούρος κατηγορείτο για την «προδοτική» του στάση στο ζήτημα της συνοριακής γραμμής, ενώ ο Τρικούπης για τον αποκλεισμό της συμμετοχής των Θεσσαλών βουλευτών στην εκπροσώπηση, με το ποταπό επιχείρημα ότι η προσάρτηση δεν είχε ακόμη κυρωθεί επίσημα στην Βουλή, άρα η ενδεχόμενη εκλογή τους θα καθίστατο ανυπόστατη. Τελικά, οι 306.957 ψηφοφόροι (περίπου το 66% των εγγεγραμμένων) έδωσαν 98 έδρες στον συνασπισμό του Κουμουνδούρου, που κυριάρχησε στην ύπαιθρο και τα νησιά, ενώ οι τρικουπικοί, που επεβλήθησαν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πάτρα και Ερμούπολη) έλαβαν 90 έδρες –σε σύνολο 210 εδρών της «Παλαιάς Ελλάδας». Οι δύο αντίπαλοι συμπεριφέρονταν ως νικητές, προσπαθώντας να προσελκύσουν με το μέρος τους όσους ανεξάρτητους βουλευτές μπορούσαν, εν όψει των επικείμενων εκλογών για το προεδρείο της Βουλής, οπότε και θα φαινόταν ξεκάθαρα πλέον η δύναμη εκάστου κόμματος.




Εντελώς απρόσμενα, οι Θεσσαλοί τάχθηκαν με τον Τρικούπη, ο οποίος εντέχνως φρόντισε να αποσύρει τις προηγούμενες ενστάσεις τους περί αυτών, αποκτώντας έτσι τα απαραίτητα εκείνα ερείσματα της πρωθυπουργίας του. Πρόεδρος της Βουλής εκλέχθηκε ο τρικουπικός Σ. Βαλαωρίτης, σηματοδοτώντας έτσι την τέταρτη πρωθυπουργία του Τρικούπη –την πρώτη, ωστόσο, με συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Για διάστημα σχεδόν 13 ετών, μέχρι δηλαδή τον Ιανουάριο του 1895, ο Τρικούπης υπήρξε πρωθυπουργός της χώρας, εκτός από ένα μικρό συνολικό διάστημα τριών ετών, κατά το οποίο παρέδωσε την πρωθυπουργία 3 μόνο φορές. Η Ιστορία έπαιξε ένα πολύ παράξενο «παιχνίδι» σε βάρος αυτού του πολιτικού άνδρα, που με την προσωπικότητά του σφράγισε μια μεγάλη και κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο: από σύμπτωση, ο ίδιος απουσίασε από όλες τις σημαντικές φάσεις της κρίσης στα Βαλκάνια (το Συνέδριο του Βερολίνου, τις διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τον πόλεμο του 1897).

Όσο δε για τον πολιτικό του αντίπαλο, ο Κουμουνδούρος δεν συνήλθε ποτέ από αυτήν την εκλογική ήττα: αρρώστησε βαριά και πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου 1883. Βέβαια, σε αυτό συνέδραμε και η αποκάλυψη του σκανδάλου Βελέντζα, ταμία των Θηβών, ο οποίος καταχράσθηκε 800.000 δρχ. σε διάστημα 9 ετών –ένα σκάνδαλο που φημολογήθηκε ότι κάλυψε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Ο χαμός του θρηνήθηκε από ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο και τον απλό λαό, και παράλληλα ενδυνάμωσε την πολιτική θέση του Τρικούπη, που πλέον απερίσπαστος προχώρησε στο δυναμικά μεταρρυθμιστικό έργο του. Ήταν η πρώτη φορά που ένας πρωθυπουργός με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και χωρίς τον φόβο παρεμβολών από το «παλάτι» θα ασκούσε για μεγάλο συνεχές διάστημα τα καθήκοντά του. Πράγματι, μέχρι εκείνη την στιγμή, η μακρότερη πρωθυπουργία ήταν αυτή του Δεληγεώργη του 1872-74, που μόλις ξεπέρασε το ενάμισι έτος! Τώρα, η συγκεκριμένη θητεία του Τρικούπη επρόκειτο να ξεπεράσει τα 3 έτη διακυβέρνησης.

Ο ριζοσπαστισμός των Δημοκρατικών
Η παρθενική εμφάνιση των λεγόμενων Δημοκρατικών -της ομάδας των: Τ. Φιλήμονα, Α. Πετσάλη, Γ. Μαυρομάρα και Γ. Φιλάρετου- έμελλε να ταράξει τα πολιτικά δρώμενα, κυρίως όσον αφορούσε στο αντι-βασιλικό στρατόπεδο. Μάλιστα, ο συνεργαζόμενος με τους Δημοκρατικούς βουλευτής Πατρών, Α. Ρηγόπουλος, είχε γνωρίσει προσωπικά τον Κάρλ Μαρξ στο Λονδίνο, ενώ ο Φιλάρετος υπήρξε ο πρώτος που αμφισβήτησε επίσημα τον θεσμό της βασιλείας. Βέβαια, ο Κ. Λομβάρδος, υπαρχηγός των τρικουπικών, είχε ήδη καταγγείλει τον «κομματισμό του στέμματος», και ακολούθως ο δυναμικότατος ρήτορας των Δημοκρατικών, Ρόκκος Χοϊδάς, επίσης δεν έχανε ευκαιρία να βάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά οι ιδέες τους δεν είχαν μεγάλη απήχηση στις λαϊκές μάζες, με αποτέλεσμα να απολέσουν βαθμιαία την πολιτική τους ακμή. Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, οι ριζοσπάστες και οι Δημοκρατικοί απορροφήθηκαν στην πορεία από το κόμμα του Τρικούπη.

Ανάλογη τύχη είχαν και οι εργατικοί – «αναρχικοί» συνασπισμοί της Πάτρας, της Σύρου, του Λαυρίου, της Σύρου, του Πειραιά και του Πύργου, αλλά και οι σοσιαλίζοντες διανοούμενοι, που εμπνευσμένοι με τις νεωτερικές ιδέες της Ευρώπης ευαγγελίζονταν έναν νέο, ελπιδοφόρο σοσιαλιστικό κόσμο. Τα λαϊκά ερείσματά τους ήταν αρκετά «πτωχά» και «ισχνά», ώστε ουδέποτε μπόρεσαν να οργανώσουν μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση –ένα κενό που θα χαρακτηρίζει τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό για πολλά χρόνια, μέχρι την εμφάνιση των «Κοινωνιολόγων» το 1910-11.



Κρίνοντας εκ των υστέρων, η επανειλημμένη (αλλά ασθενής) εκλογή του Χοϊδά και άλλων ομοϊδεατών του, δεν εξέφραζε παρά την πρόσκαιρη (και ως εκ τούτου απροσανατόλιστη, συγκυριακή και εφήμερη) λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο Ρόκκος Χοϊδάς, έγκλειστος στις φυλακές της Χαλκίδας μετά από την καταδίκη του για εξύβριση της βασιλικής οικογένειας, πέθανε έχοντας περιέλθει σχεδόν σε αφάνεια, ενώ ο εκδότης του «Ραμπαγά», της σημαντικότερης έκφρασης του ελληνικού ριζοσπαστισμού εκείνης της εποχής, ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου, αυτοκτόνησε.

Η αρχή της «δεδηλωμένης» και η θεωρία του «κηπουρού»

Άτυπα, από το 1875, καθιερώθηκε η λεγόμενη αρχή της δεδηλωμένης, με αφορμή άρθρο του Τρικούπη στην εφημερίδα «Καιροί» (29/6/1874) και με τίτλο «Τις πταίει;», με το οποίο κατηγορούσε τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ ότι εφαρμόζει απόλυτα μοναρχικό καθεστώς διορίζοντας τον πρωθυπουργό της αρεσκείας του, ακόμη και από κόμματα μειοψηφίας, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε εκλογικά αποτελέσματα. Λεγόταν, μάλιστα, με πικρία και χλευασμό, ότι το παλάτι μπορούσε να διορίσει ως πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του!

Ο βασιλιάς, τον Αύγουστο του 1875, στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου, δεσμεύτηκε ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα έχαιραν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Έκτοτε, η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης κυριάρχησε ως βασικό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού και αποτέλεσε όρο του Συνταγματικού Δικαίου, στην βάση της λογικής ότι, σε αντίθεση με τα μέλη του κοινοβουλίου που εκλέγονταν απευθείας από το εκλογικό σώμα (λαός), η κυβέρνηση διοριζόταν από τον ανώτατο άρχοντα. Στόχος, η εξασφάλιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης, αφού ακόμη κι αν αυτή λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, η Βουλή μπορεί να την άρει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κατόπιν υποβολής πρότασης μομφής.

Τελικά, βέβαια, η πρακτική αυτή οδήγησε στον περιορισμό των προσωποπαγών κομμάτων σε δύο, με εναλλαγή της εξουσίας μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αγγλοσαξωνικά πρότυπα, και ενέτεινε την οξύτητα των πολιτικών προεκλογικών αντιπαραθέσεων δημιουργώντας κλίμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας.

Η τρικουπική «στροφή» προς την Αγγλία
Με την αφορμή αφενός της επανάστασης του Αραμπή πασά στην Αίγυπτο, κατά της Αγγλο-γαλλικής διείσδυσης και ελέγχου της οικονομικής ζωής της χώρας, και αφετέρου του συνοριακού επεισοδίου στο Καραλί – Δερβέν, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο Τρικούπης άντλησε κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια για να καθιερωθεί σχεδόν απόλυτα στην κοινή γνώμη ως ο δυναμικός διεκδικητής και υπέρμαχος των ελληνικών συμφερόντων, ως ο πολιτικός άνδρας που «προέβαλε την ανύψωση του διεθνούς γοήτρου και την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας της Ελλάδας». Λίγο ενδιέφερε τότε ο κίνδυνος να εμπλακεί η χώρα σε πόλεμο, ιδίως εξαιτίας του επεισοδίου στα θεσσαλικά «σύνορα». Προφανώς, η στροφή της ελληνικής κυβέρνησης προς την «προστατευτική» Αγγλία, υπήρξε η εγγύηση της μη εμπλοκής.

Ταυτόχρονα, η αναπτέρωση του βουλγαρικού εθνικισμού, με την αμέριστη συμπαράσταση της Ρωσίας, και η οξύτητα με την οποία πλέον αυτοί οι άσπονδοι γείτονες διακήρυτταν τις επεκτατικές βλέψεις τους στην ευρύτερη βαλκανική (Μακεδονικό ζήτημα κ.ά.), οδήγησαν το εκλογικό σώμα σε συσπείρωση γύρω από τις τάξεις των τρικουπικών. Ο Πανσλαβισμός ως απειλή, αλλά και ο «κίνδυνος εξ ανατολών» ήταν οι δυνάμεις εκείνες που αρχικά άμβλυναν -τρόπον τινά- την οξύτητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε ένα πανευρωπαϊκό περιβάλλον, όπου τα ισχυρά κράτη και οι αυτοκρατορίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσουν η κάθε μία για τον εαυτό της μεγαλύτερο μερίδιο στην σφαίρα επιρροής στην Βαλκανική –και όχι μόνο- η Ελλάδα μπορούσε να διαδραματίζει τον ρόλο του ρυθμιστή. Όταν όμως οι ισχυροί της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης συνεννοήθηκαν (αναγκαστικά) να εγκαταλείψουν τα σχέδια και να αποποιηθούν τις βλέψεις τους στην Βαλκανική, «η ώρα του ελληνισμού εξέπνευσε». Σε αντίθεση με τον φιλορωσισμό του Κουμουνδούρου, που ήδη πριν από τον θάνατό του κιόλας είχε εγκαταλειφθεί ως προτεινόμενη τάση, η στροφή του Τρικούπη προς τους Άγγλους υπήρξε προς το παρόν σωτήρια, γιατί έτσι «η μικρή Ελλάς ημπορούσε να αποφύγει την απομόνωση». Αργότερα, βέβαια, η προσέγγιση της Αγγλίας ως πατρόνου της «εφήβου Ελλάδος» αποδείχθηκε τροχοπέδη και ανασταλτικός παράγοντας για την ανεξαρτησία και ευημερία του τόπου.

Η οικονομική κρίση και ο «κύριος Πετρέλαιος»
Την εποχή αυτή ο Τρικούπης αποτόλμησε μια προοδευτική διπλωματική προσέγγιση της Τουρκίας, ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη εκείνη εξοικονόμηση χρόνου για την ολοκλήρωση των προετοιμασιών της Ελλάδας στους τομείς της οικονομίας και των επενδύσεων των κεφαλαίων των Ελλήνων της διασποράς, της ανασυγκρότησης των Ενόπλων Δυνάμεων και της διοικητικής αναδιοργάνωσης. Προς τούτο, τα κινήματα ανεξαρτησίας των Κρητών δεν στηρίχθηκαν αρκούντως από την κυβέρνηση των Αθηνών, και ταυτόχρονα διαλύθηκαν και οι εθνικές οργανώσεις (εστίες εκκόλαψης της Μεγάλης Ιδέας) ως επικίνδυνες «να παρασύρουν την χώρα σε άκαιρες περιπέτειες» –κάτι που ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης χαρακτήρισε ως «άκρως προδοτικό».

Ο νομικός και πολιτικός Θ. Δηλιγιάννης δεν ήταν καινούργιος στην πολιτική αρένα. Εκλεγόταν βουλευτής από το 1862 και είχε χρηματίσει υπουργός Εξωτερικών, Εσωτερικών, Οικονομικών και Παιδείας σε διάφορες κυβερνήσεις. Ως αρχηγός του Εθνικού Κόμματος (από το 1883) αποτέλεσε το αντίπαλο δέος των τρικουπικών, ώσπου τελικά κατάφερε να εκλεγεί πρωθυπουργός το 1885 (αξίωμα στο οποίο ανήλθε επιπλέον πέντε φορές σε βραχύβιες κυβερνήσεις).



Ο Δηλιγιάννης υπήρξε λαϊκιστής και δημαγωγός «μέχρις άκρων». Εκμεταλλευόμενος, κατ’ αρχάς, την δυσαρέσκεια που συνεπαγόταν ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Τρικούπη και η σιδηρά κομματική πειθαρχία που ο ίδιος επέβαλλε στα στελέχη του, θέλησε στην πορεία να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από την εσωκομματική κρίση που έπληξε τους «νεωτερικούς» (παραιτήσεις του υπουργού Οικονομικών Καλλιγά, μετέπειτα του υπουργού Δικαιοσύνης Ράλλη και Ναυτικών Ρούφου -οι οποίοι συνετάχθησαν με το Εθνικό Κόμμα). Ταυτόχρονα, ο Δηλιγιάννης καπηλεύθηκε την λαϊκή οργή και τα εθνικιστικά ιδεώδη των Ελλήνων, που αντέδρασαν με συνεχείς και δριμείες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της κυβερνητικής απραξίας και νωθρότητας προς τις επαναστάσεις των Κρητών κατά των Τούρκων.

Η οικονομική κρίση του 1883 – 1884 και η σκληρή φορολογική πολιτική του Τρικούπη ήταν τα πολιτικά «όπλα» της αντιπολίτευσης. Οι αλλεπάλληλες πτωχεύσεις των εμπορικών επιχειρήσεων και το κλείσιμο των εργοστασίων (όλων σχεδόν καταχρεωμένων στην Εθνική Τράπεζα, η οποία επέδειξε πρωτοφανή αναλγησία προς τους στυλοβάτες αυτούς της εγχώριας οικονομίας), αλλά και το δασμολόγιο του 1884, σε συνδυασμό με την εξισορρόπηση της δραχμής προς το χρυσό φράγκο (προκειμένου να ενταχθεί η Ελλάδα στην Λατινική Νομισματική Ένωση, που είχε ιδρυθεί το 1867) ήταν αυτά που κατά κύριο λόγο ξεσήκωσαν τον λαό. Η υποτίμηση της δραχμής κατά 12% και η ταυτόχρονη άνοδος των τιμών στα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα καθ’ όλη την περίοδο μέχρι και το 1884 είχαν ως αποτέλεσμα την έκρηξη της αγανάκτησης των λαϊκών μαζών, που αρχικά εκδηλώθηκε με κύμα απεργιών σε Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Σύρο και Λαύριο. Αντίστοιχη κάμψη εκδηλώθηκε και στο εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας, στον κατασκευαστικό τομέα, με πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 30%, και στο λιανεμπόριο. Η στυγνή, μάλιστα, φορολογία, που έπληττε κυρίως τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, όξυνε την δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού τόσο πολύ, ώστε μετά την αυστηρότατη φορολόγηση στο φωτιστικό πετρέλαιο οι πολίτες αυθόρμητα τον αποκαλούσαν «κύριο Πετρέλαιο»!

«Ανταρτοπόλεμος» εντός και εκτός Βουλής
Ο Δηλιγιάννης εκμεταλλεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, την κρίση, υποδαυλίζοντας την γενική δυσαρέσκεια προς την κυβερνητική πολιτική και παρακωλύοντας το κοινοβουλευτικό έργο με ασήμαντες αφορμές, αλλά από το 1884, προκειμένου να διευκολύνει την ψήφιση των αντιλαϊκών μέτρων του πολιτικού του αντιπάλου, αποσύρθηκε από την Βουλή «ίνα μη μένη μάρτυς τρόπου ατασθάλου, ασέμνου και θρασείας διακωμωδήσεως των θεσμών...».

Η κυβερνητική απαρτία στην Βουλή υπήρξε παροιμιώδης. Χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση, οι τρικουπικοί ψήφιζαν σωρηδόν νομοσχέδια –ακόμη κι αυτόν τον προϋπολογισμό, που άλλοτε απαιτείτο διάστημα πολλών μηνών για να ψηφιστεί! Οι του Εθνικού Κόμματος, βέβαια, συνέχιζαν να δημιουργούν αντιπερισπασμό στο κοινοβουλευτικό έργο των τρικουπικών, μακριά από τα βουλευτικά έδρανα, συνηγορώντας στις λαϊκές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, που κάποτε υπήρξαν τόσο βίαιες, ώστε αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές αποσχίστηκαν από το Νεωτεριστικό Κόμμα και εντάχθηκαν σε αυτό του Δηλιγιάννη.

«Μενίδι πανηγυρίζον και μεθύσκον»
Με αφορμή το λεγόμενο «επεισόδιο Νίκολσον» (αδελφού της συζύγου του λόρδου Dufferin, πρέσβη της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη), κατά το οποίο ο Άγγλος επιτετραμμένος ξυλοκοπήθηκε άγρια από κάποιον χωροφύλακα επειδή περιπατούσε σε απαγορευμένη περιοχή του Λυκαβηττού, η Ελλάδα εξευτελίσθηκε διεθνώς (η χωροφυλακή υποχρεώθηκε να ζητήσει επίσημα συγγνώμη από το αγγλικό στέμμα δια αγήματος συντεταγμένου στην πλατεία Συντάγματος). Νέα επεισόδια ξέσπασαν, και οι Δηλιγιαννικοί επανεμφανίστηκαν στην Βουλή, καταφέρνοντας τον Φεβρουάριο να ανατρέψουν την
 

κυβέρνηση.

Στις 6 του μηνός η Αθήνα πανηγύριζε την πτώση του Τρικούπη. Έξαλλοι οι πολίτες στους δρόμους με «πίπιζες και νταούλια» εκδήλωναν την χαρά τους με συνθήματα όπως «κάτω ο Πετρέλαιος» και «κάτω οι φόροι και η ακρίβεια», Η πρωτεύουσα μετατράπηκε σε «Μενίδι πανηγυρίζον και μεθύσκον» και ο αντιτρικουπισμός έλαβε διαστάσεις επιδημίας. Ο Δηλιγιάννης αξίωσε από το στέμμα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής προς διεξαγωγή νέων εκλογών. Ο Γεώργιος αρνήθηκε επίμονα, αλλά ο Τρικούπης συγκατατέθηκε και οι εκλογές ορίσθηκαν για τις 7 Απριλίου 1885.

Η εμφάνιση του δικομματισμού

Κατά τις εκλογές εκείνες, δύο ήταν τα χαρακτηριστικά που παρατηρήθηκαν: α) ο παθιασμένος αντιτρικουπισμός, και β) η συνασπισμένη σε ενιαία εκλογική παράταξη της αντιπολίτευσης. Για τον μεν πρώτο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός δεν αποτελούσε δημιούργημα της δημαγωγίας των πολιτικών αντιπάλων του Τρικούπη, αλλά απλώς έκφραση του ήδη επικρατούντος κλίματος δυσαρέσκειας προς την κυβερνητική οικονομική πολιτική. Για το δε δεύτερο, πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που τα κόμματα της αντιπολίτευσης συσπειρώνονταν μαζικά σε ένα και μοναδικό κόμμα, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα κομματικό δίπολο, από το οποίο, ως φαίνεται, η Ελλάδα δεν επρόκειτο να απαλλαγεί ποτέ πλέον.

Ο Τρικούπης είχε μια προοδευτική αντίληψη προς την έννοια του «νεωτερισμού». Πίστευε ακράδαντα σε ένα κράτος με σαφώς ισχυρή ιδιωτική πρωτοβουλία, αυτοδύναμο και αυτόνομο –δύο έννοιες που ασφαλώς προϋπέθεταν ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και εξαίσια εξωτερική πολιτική. Στον τομέα της διπλωματίας, γνώριζε πολύ καλύτερα από τους πολιτικούς του αντιπάλους την τεχνική των αριστοτεχνικών ελιγμών, αλλά οι οικονομικές συγκυρίες και η μεταβολή των ισορροπιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν επέτρεψαν μια μακροβιότητα στις κυβερνήσεις του, ώστε να δρέψει τους καρπούς των διπλωματικών και διοικητικών του προσπαθειών. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμά του υπήρξε περισσότερο ξεκάθαρο ως προς την διαχείριση των ταξικών συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων: η στήριξη του ιδιωτικού κεφαλαίου θεωρήθηκε ως ο μοναδικός δρόμος προς την αστικοποίηση και τον εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων –κάτι που δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό του ως «πλουτοκράτη».

Ο Δηλιγιάννης, ορκισμένος θιασώτης της συγκέντρωσης των εξουσιών και του ελέγχου τους από την πολιτική, δεινός δημαγωγός και λαϊκιστής ο ίδιος, δεν έθεσε ευδιάκριτα κοινωνικά κριτήρια στην διαδικασία της συσπείρωσης υπό του κόμματός του όλων εκείνων των δυσαρεστημένων από τα μέτρα του Τρικούπη. Έτσι, στον πολιτικό χώρο που κάλυπτε, μπόρεσαν τελικά να βρουν «στέγη» στοιχεία «από την άκρα δεξιά έως και την άκρα αριστερά». Παθιασμένος οπαδός της άποψης ότι η πολιτική και η κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων είναι η πεμπτουσία της κομματικής νίκης, χαρακτηρίσθηκε «αρχομανής» και «δημοσιοϋπαλληλιστής». Στην προσπάθειά του να περιορίσει την ισχύ των πλουτοκρατών, δεν δίστασε να στηρίξει τα «παλαιά τζάκια», δίνοντας μια πνοή αναβίωσης του «κοτζαμπασισμού» -σαφώς υπό νέα, τώρα, μορφή: αυτήν του μικροαστισμού, του λαϊκισμού και της θεσιθηρίας. Το δίλημμα, που δίχασε τόσο την διανόηση όσο και την λαϊκή θεώρηση των πραγμάτων, ήταν πλέον το εάν η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει τον δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που βεβαίως προϋπέθετε εκβιομηχάνιση, μαζικοποίηση της παραγωγής και αγροτική καλλιέργεια σε δευτερογενές επίπεδο), ή τον δρόμο της πόλωσης στην δημόσια διοίκηση, της άντλησης μέχρις εξαντλήσεως των κρατικών πόρων και του άκρατου και μόνιμου παρεμβατισμού προκειμένου να κρατηθεί η εξουσία.

http://www.zougla.gr/Uploads/pgiannak/001.jpg
Γελοιογραφία εποχής, όπου η βασιλική οικογένεια κάνει
καντάδα στην ελιά, το σύμβολο του τρικουπικού κόμματος,
ενώ ο Γεώργιος ο Α΄ την στηρίζει με τις πλάτες του
και ο Τρικούπης χτυπάει παλαμάκια!



Ενώ δηλαδή για τον Τρικούπη το κράτος ήταν εργαλείο για την επίτευξη της προόδου, για τον Δηλιγιάννη υπήρξε αυτοσκοπός. Ο πρώτος θεωρούσε ότι η υπαγωγή του κράτους στην εξυπηρέτηση της ιδιωτικής αναπτυξιακής πρωτοβουλίας, με ταυτόχρονη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων και αυστηρή αλλά δίκαιη φορολόγηση, ήταν η μόνη λύση προς την ευημερία και την πρόοδο. Ο δεύτερος, εμμένοντας κατά τον πλέον επίμονο τρόπο στις παραδοσιακές φόρμουλες ελέγχου του κεφαλαίου από ένα δύσκαμπτο αλλά φαινομενικά φιλολαϊκό κράτος, ανέπτυξε μια πολεμική εναντίον της τραπεζικής παντοδυναμίας και του χρηματικού, κερδοσκοπικού κεφαλαίου, απομακρύνοντας τους Έλληνες επενδυτές της διασποράς και προσελκύοντας ετερόκλητα μέλη μια «ξεπεσμένης» αριστοκρατίας. Στον φιλοαγγλισμό του Τρικούπη, ο Δηλιγιάννης είχε να αντιπαραθέσει τα εθνικιστικά πρότυπα του Κρόμγουελ και του Μπίσμαρκ –ακόμη κι αυτού του Καποδίστρια. Είναι άλλωστε γνωστή η «ερωτοτροπία» του προς το γαλλικό διοικητικό σύστημα, αλλά και προς το ρωσικό και γερμανικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης. Η πολιτική του υπήρξε τρόπον τινά τυχοδιωκτική, και η ιδεολογία του δεν ήταν παρά μια πανσπερμία αντιγραφών πρακτικών των ισχυρών της Ευρώπης, προσαρμοσμένων ασφαλώς στις νεοελληνικές ιδιαιτερότητες.

Η πολιτική έκφραση αυτών των δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων απόψεων και θεωριών, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ισχυρού λαϊκού ριζοσπαστικού κινήματος (και σε αυτό συνέτεινε ασφαλώς η διόγκωση του κράτους σε βάρος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που συνεπαγόταν την ολοένα αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση των πολλών από την κρατική δημοσιοϋπαλληλία) ήταν η βασική αιτία της πόλωσης του λαϊκού πολιτικού κριτηρίου -και έτσι εκφράστηκε και μελλοντικά σε επίπεδο κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης. Ωστόσο, εκείνο που περισσότερο υπήρξε αρωγός στην γένεση και εξέλιξη του νεοελληνικού δικομματισμού ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη της αρχής των πολιτικών κομμάτων αξιών και η αντικατάστασή τους με τα λεγόμενα αρχηγικά κόμματα –ή, πιο σωστά, η συνειδητή μεταλλαγή αυτών των ίδιων των κομμάτων από κόμματα αρχών σε κόμματα αρχηγών.

Στην εφαρμοσμένη πολιτική, η άμετρη και αβασάνιστη προσωπολατρία δεν είναι ούτε σύγχρονη ούτε αποκλειστικά ελληνική ως φαινόμενο. Η ταύτιση του πολιτικού ιδεώδους, της πολιτικής ιδεολογίας και θεωρίας (εάν πλέον υπάρχουν) με πρόσωπα ή φατρίες, έχει να κάνει περισσότερο με την ανθρώπινη ψυχολογία και της θεωρία περί ανασφάλειας –κάτι που σήμερα τείνει να καταστρατηγηθεί, δυστυχώς όχι επειδή τα κριτήρια της εκλογικής μάζας έχουν «ωριμάσει», αλλά επειδή οι εξατομικευμένες «ανάγκες» του «συντεθλιμμένου» εκλογικού σώματος καθίστανται ολοένα και πιο επιτακτικές. Και, αναμφίβολα, ο δικομματισμός μόνον αυτή την ιδιοτέλεια των εκλογέων εξυπηρετεί...
Πάνος Γιαννάκαινας