Του Samuel Charap
Θα πρέπει να είναι προφανές για κάθε παρατηρητή των διεθνών σχέσεων ότι η σχέση ΗΠΑ-Ρωσία έχει σημασία και για τις δύο χώρες, και για τον κόσμο. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο ζήτημα επιδέχεται ερώτησης ωστόσο, είναι αποκαλυπτικό. Φαίνεται να προκύπτει από μια έμμεση σύγκριση με τον κορμό της αμερικανό-σοβιετικής σχέσης η οποία ασφαλώς, σε σχετικούς όρους, ήταν πολύ πιο σημαντική και για τις δύο χώρες καθώς και για τον κόσμο.
Αλλά αυτή η σύγκριση είναι παραπλανητική: η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση και η διπολικότητα έχει τελειώσει εδώ και 25 σχεδόν χρόνια. Επομένως συγκρινόμενη με οποιαδήποτε άλλη διμερή σχέση που υπάρχει σήμερα στον κόσμο, το δίδυμο ΗΠΑ-Ρωσία είναι εξαιρετικά σημαντικό: δεν υπάρχει ούτε ένα παγκόσμιο ζήτημα που δεν επηρεάζεται από αυτή. Αλλά το γεγονός ότι διατυπώνεται το ερώτημα, αποδεικνύει το βαθμό στον οποίο η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου στοιχειώνει αυτή τη διμερή σχέση.
Για να «επιδιορθωθεί» αυτή η σχέση, και οι δύο πλευρές πρέπει να αναγνωρίσουν ότι έχει σπάσει, και ότι πρέπει να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για να την επιδιορθώσουν. Οι δύο κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε μια τέτοια προσπάθεια. Για όλες τις αναρίθμητες επιτυχίες του, το «reset του 2009 μέχρι το 2011 ήταν ουσιαστικά για τα οφέλη που παράγονται από τη σχέση, και όχι για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων προβλημάτων εντός της σχέσης.
Υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα ή παθογένειες που ταλαιπωρούν τις διμερείς σχέσεις. Το πιο διαβρωτικό από αυτά τα προβλήματα, παραμένει το γεγονός ότι κάποιοι παράγοντες στις υπηρεσίες εθνικές ασφάλειας και των δύο χωρών, συνεχίζουν να βλέπουν ο ένας τον άλλο ως αντίπαλους, σχεδόν 25 χρόνια μετά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Αυτές οι συμπεριφορές έχουν εκδηλωθεί πιο ανοιχτά στην εμμονή της αμοιβαίως διασφαλισμένης καταστροφής, όπως το παράδειγμα που προσδιορίζει την πυρηνική σχέση. Μια δεύτερη παθολογία είναι το τεράστιο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών της Ουάσιγκτον για την μετά-σοβιετική πολιτική εξέλιξη της Ρωσίας και τις ρωσικές πραγματικότητες, οι οποίες έχουν αρνηθεί να συμμορφωθούν σε αυτές τις προσδοκίες. Τέλος, η αμερικανό-ρωσική έχθρα στην μετά-σοβιετική Ευρασία, αντιπροσωπεύει επίσης ένα διαρκές εμπόδιο για τις διμερείς σχέσεις.
Η αντιμετώπιση αυτών των παθολογιών θα περιελάμβανε εμπλοκή με καλή πίστη, ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος, να ξεπεραστούν οι λανθασμένες αντιλήψεις, και να επανεξεταστούν οι υποθέσεις. Δεν θα παράσχει «οφέλη» που να ταιριάζουν με τις προεδρικές συνόδους κορυφής. Αλλά χωρίς μια τέτοια προσπάθεια, οι δύο κυβερνήσεις θα καταλήξουν –για άλλη μία φορά, να κάνουν βήματα που τους υποχρεώνουν να ακυρώνουν συνόδους, όπως έκανε (αρχικά) ο πρόεδρος Obama τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου.
*Το άρθρο είναι τμήμα του σχεδίου Perspective on Peace and Security: Rebuilding the US-Russia Relationship από την Carnegie Corporation στη Νέα Υόρκη
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.iiss.org/en/iiss%20voices/blogsections/iiss-voices-2013-1e35/august-f067/russia-is-not-the-soviet-union-d7e2
Θα πρέπει να είναι προφανές για κάθε παρατηρητή των διεθνών σχέσεων ότι η σχέση ΗΠΑ-Ρωσία έχει σημασία και για τις δύο χώρες, και για τον κόσμο. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο ζήτημα επιδέχεται ερώτησης ωστόσο, είναι αποκαλυπτικό. Φαίνεται να προκύπτει από μια έμμεση σύγκριση με τον κορμό της αμερικανό-σοβιετικής σχέσης η οποία ασφαλώς, σε σχετικούς όρους, ήταν πολύ πιο σημαντική και για τις δύο χώρες καθώς και για τον κόσμο.
Αλλά αυτή η σύγκριση είναι παραπλανητική: η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση και η διπολικότητα έχει τελειώσει εδώ και 25 σχεδόν χρόνια. Επομένως συγκρινόμενη με οποιαδήποτε άλλη διμερή σχέση που υπάρχει σήμερα στον κόσμο, το δίδυμο ΗΠΑ-Ρωσία είναι εξαιρετικά σημαντικό: δεν υπάρχει ούτε ένα παγκόσμιο ζήτημα που δεν επηρεάζεται από αυτή. Αλλά το γεγονός ότι διατυπώνεται το ερώτημα, αποδεικνύει το βαθμό στον οποίο η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου στοιχειώνει αυτή τη διμερή σχέση.
Για να «επιδιορθωθεί» αυτή η σχέση, και οι δύο πλευρές πρέπει να αναγνωρίσουν ότι έχει σπάσει, και ότι πρέπει να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για να την επιδιορθώσουν. Οι δύο κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε μια τέτοια προσπάθεια. Για όλες τις αναρίθμητες επιτυχίες του, το «reset του 2009 μέχρι το 2011 ήταν ουσιαστικά για τα οφέλη που παράγονται από τη σχέση, και όχι για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων προβλημάτων εντός της σχέσης.
Υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα ή παθογένειες που ταλαιπωρούν τις διμερείς σχέσεις. Το πιο διαβρωτικό από αυτά τα προβλήματα, παραμένει το γεγονός ότι κάποιοι παράγοντες στις υπηρεσίες εθνικές ασφάλειας και των δύο χωρών, συνεχίζουν να βλέπουν ο ένας τον άλλο ως αντίπαλους, σχεδόν 25 χρόνια μετά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Αυτές οι συμπεριφορές έχουν εκδηλωθεί πιο ανοιχτά στην εμμονή της αμοιβαίως διασφαλισμένης καταστροφής, όπως το παράδειγμα που προσδιορίζει την πυρηνική σχέση. Μια δεύτερη παθολογία είναι το τεράστιο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών της Ουάσιγκτον για την μετά-σοβιετική πολιτική εξέλιξη της Ρωσίας και τις ρωσικές πραγματικότητες, οι οποίες έχουν αρνηθεί να συμμορφωθούν σε αυτές τις προσδοκίες. Τέλος, η αμερικανό-ρωσική έχθρα στην μετά-σοβιετική Ευρασία, αντιπροσωπεύει επίσης ένα διαρκές εμπόδιο για τις διμερείς σχέσεις.
Η αντιμετώπιση αυτών των παθολογιών θα περιελάμβανε εμπλοκή με καλή πίστη, ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος, να ξεπεραστούν οι λανθασμένες αντιλήψεις, και να επανεξεταστούν οι υποθέσεις. Δεν θα παράσχει «οφέλη» που να ταιριάζουν με τις προεδρικές συνόδους κορυφής. Αλλά χωρίς μια τέτοια προσπάθεια, οι δύο κυβερνήσεις θα καταλήξουν –για άλλη μία φορά, να κάνουν βήματα που τους υποχρεώνουν να ακυρώνουν συνόδους, όπως έκανε (αρχικά) ο πρόεδρος Obama τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου.
*Το άρθρο είναι τμήμα του σχεδίου Perspective on Peace and Security: Rebuilding the US-Russia Relationship από την Carnegie Corporation στη Νέα Υόρκη
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.iiss.org/en/iiss%20voices/blogsections/iiss-voices-2013-1e35/august-f067/russia-is-not-the-soviet-union-d7e2