Οι εσωτερικές αντιφάσεις της Τουρκίας έχουν τις ρίζες τους στα ύστερα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι συγκρούσεις στο Ταξίμ έρχονται από πολύ μακριά. Οι Αλεβίτες ήταν πάντα μια καταπιεσμένη μειονότητα, όπως και οι Αρμένιοι και οι Ρωμιοί. Ο εικονοκλάστης Κεμάλ αποκαθήλωσε τη σουνιτική κυριαρχία και υιοθέτησε το Λατινικό αλφάβητο για να δηλώσει ότι η Τουρκία ανήκει στη Δύση, δηλαδή την Ευρώπη. Αλλά η καταπίεση των μειονοτήτων παρέμεινε όχι παρά τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, αλλά χάρη σ’ αυτόν.
Η σύγκρουση μεταξύ Οθωμανικού παρελθόντος έγινε σταδιακά ταξική, αφού την Τουρκία διοικούσε μια τάξηκρατική, εύπορη, που είχε ανατραφεί σε ξενόγλωσσα ιδιωτικά σχολεία.Τη δεκαετία του 2000 ο Ερντογάν κατάφερε να μεταβάλει ξανά τη σύγκρουση αυτή σε διαμάχη μεταξύ νέων και παλαιών ελίτ. Σήμερα, η μεσαία τάξη που συμπορεύεται με το AKP, όπως και τα ταπεινής καταγωγής, πλην σήμερα εξέχοντα ανώτερα στελέχη του χρηματοπιστωτικού και βιομηχανικού κατεστημένου, έχουν μια αίσθηση ατομικής πίστης στον Ερντογάν. Χωρίς το AKP θα ήταν ακόμα γραφικοί αρνητές του«εκσυγχρονισμού».
Η επιβίωση του AKP σ’ ένα κράτος με δομές εχθρικές προς το Ισλάμ, οικοδομήθηκε με συγκεκριμένες συμμαχίες. Από την μια πλευρά, το σουνιτικό Ισλάμ ήταν μια πολιτιστική μαγιά που επέτρεπε στην Τουρκία να εμφανίζεται ως μητέρα-πατρίδα στα Βαλκάνια και, αργότερα, στη Μέση Ανατολή. Αυτή η αφήγηση έβρισκε κοινά σημεία με τον παραδοσιακό και συχνά φυλετικά προσδιορισμένο τουρκικό εθνικισμό, που είχε απήχηση στον Καύκασο και συνάδει με την αφήγηση της ανασύστασης μιας μεγάλης δύναμης.
Στα πρώιμα χρόνια του ισλαμικού κινήματος του AKP, «η Ευρώπη» ήταν μια συμβολικά καταλυτική δύναμη. Από τη μια πλευρά, η αφήγηση της πρόσδεσης στο Ευρωπαϊκό άρμα αποτελούσε την εκπλήρωση της ρεπουμπλικανικής ουτοπίας ενσωμάτωσης στη Δύση. Από την άλλη πλευρά, η εκπλήρωση του ίδιου οράματος, προϋπέθετε την οικοδόμηση μιας «Τουρκίας όλων των Τούρκων» με χώρο για τις μειονότητες, συμπεριλαμβανομένου και τουλαϊκού/μουσουλμανικού μαχαλά. Αυτό που ισχυροποιούσε τη θέση του Ερντογάν δεν ήταν το «άλλο μισό» της Τουρκίας του μαχαλά, αλλά η αποδοχή αυτής της κοινωνικής κινητικότητας από μερίδα της εθνικιστικής ελίτ και τις μειονότητες. Με άλλα λόγια, η Τουρκία αποδεχόταν να γίνει «μια» για να γίνει «Δύση». Για κάποιους η έμφαση ήταν στο «μια», για άλλους στο «Δύση».
Το κίνημα έγινε κόμμα και η εξουσία καθεστώς. Σήμερα ο Ερντογάν οριοθετεί την πλειοψηφία του, γκρεμίζοντας τη δυνατότητα να εκπροσωπεί μια Τουρκία όλων των Τούρκων. Μιλάει και πράττει με όρους κυριαρχίας. Αυτό έχει επιπτώσεις και στην εξωτερική του πολιτική. Η Τουρκία δεν μπορεί να εμφανίζεται την ίδια στιγμή ως συνομιλητής της Χαμάς, πολέμιος της Δαμασκού και της Τεχεράνης, αλλά και πρότυπο κοσμικού Ισλαμικού καθεστώτος. Η διαφορά είναι ότι σ’ αυτή την νέα αναμέτρηση μεταξύ των ελίτ, η «Δύση» ως Ευρώπη φαίνεται να είναι ένα όραμα στη δύση του.
Οι συντηρητικοί ευρωπαίοι ηγέτες (Μέρκελ-Σαρκοζύ) αποξένωσαν την Τουρκία για να εξυπηρετήσουν εσωτερικές δημαγωγικές σκοπιμότητες. Αποξένωσαν όλες «τις Τουρκίες», όλων των Τούρκων. Ιστορικά, το Κεμαλικό καθεστώς μετέφερε την πρωτεύουσά του στην Άγκυρα, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να επέμβει σημειολογικά στην αυτοκρατορική Πόλη και να τη μετατρέψει σε εθνική και, τελικά, Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ενός ομογενοποιημένου έθνους κράτους. Ο Ερντογάν επαναφέρει την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, οικοδομώντας πάνω σ’ αυτή την απόρριψη μια νέα ταυτότητα, που είναι, παραδόξως, πάλι Ευρωπαϊκή: παραπέμπει στην κυριαρχία μιας πλειοψηφίας με όρους «ισλαμικού ιακωβινισμού».
* Η κα Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ