26 Μαΐου 2013

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ Νεοναζί το πρόβλημα, η λύση; Πέντε συνταγματολόγοι απαντούν στα ερωτήματα της «Ε»


Για το αν τελικά αποτελεί λύση η απαγόρευση των ακραίων φιλοναζιστικών σχηματισμών, με αφορμή και το αντιρατσιστικό, μιλούν στην «Ε» οι συνταγματολόγοι: Γ. Γεραπετρίτης, Γ. Δρόσος, Γ. Κασιμάτης, Γ. Κατρούγκαλος και Κ. Χρυσόγονος. Με ποιους τρόπους θα ανακοπεί η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή; Πώς μπορεί να προστατευτεί το κύρος του Κοινοβουλίου από τη δημόσια εκφορά του ξενοφοβικού λόγου από βουλευτές της Χρυσής Αυγής μέσα στη Βουλή;Πέντε επιφανείς συνταγματολόγοι απαντούν στα ερωτήματα της «Ε», καθώς η δημόσια πολιτική αντιπαράθεση για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο προσλαμβάνει διαστάσεις κυβερνητικής κρίσης, την ίδια ώρα που ο ρατσισμός περικυκλώνει την κοινωνία.
Τα όρια της γενναιοδωρίας της δημοκρατίας Το σύστημα της «ανοιχτής» και όχι της «αμυνόμενης» δημοκρατίας, που έχει χώρο και για τις πολιτικές ιδέες που αντιστρατεύονται τις θεμελιώδεις αρχές της, υποστηρίζει με θέρμη ο Γ. Κασιμάτης. Επικαλείται την ιστορική εμπειρία για να θεμελιώσει την άποψη ότι όταν αρχίσει κανείς να βάζει όρια σε ιδέες και θέσεις και να απαγορεύει πολιτικά κόμματα, δεν υπάρχει τέλος. Εκτός νόμου, αναφέρει, μπορεί να τεθούν κόμματα μόνο για τη δράση τους, όταν αποδεικνύεται ότι είναι φορείς οργανωμένου εγκλήματος. Κατά της απαγόρευσης των κομμάτων τάσσεται και ο Γ. Δρόσος. Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, επισημαίνει, είναι ζήτημα αρχής για τη δημοκρατία: ή μπορεί να την αντιμετωπίσει με τα μέσα που διαθέτει ή δεν είναι αυτό που λέει ότι είναι. Οσο για την ισχύουσα νομοθεσία, θεωρεί ότι είναι ικανή να αποκρούσει τον τσαμπουκά οποιουδήποτε. Ωστόσο αποδοκιμάζει την τακτική της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ να αλληλοκαταγγέλλονται με όχημα τη Χρυσή Αυγή.

Αναμένει να υπερασπιστούν αλλήλους από επιθέσεις της Χρυσής Αυγής, επειδή αυτό επιβάλλουν οι δημοκρατικές αρχές.Η άμυνα κατά του φασισμού συνίσταται και στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών με βάση τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λέει ο Κ. Χρυσόγονος και στηλιτεύει την κυβέρνηση Παπαδήμου, που κατάργησε το μάθημα Πολιτική και Δίκαιο από το Λύκειο. Χαρακτηρίζει πυροσβεστικού χαρακτήρα τα μέτρα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, ενώ τονίζει ότι δεν αρκεί η ψήφιση ενός νόμου αν δεν αξιοποιηθεί στην πράξη.Με την επισήμανση αυτή συμφωνεί και ο Γ. Κατρούγκαλος. Αναφέρει ότι πρέπει να υπάρχουν αντιρατσιστικοί νόμοι, αρκεί να μην καθιερωθούν φρονηματικά αδικήματα και να μην ενεργοποιηθεί η θεωρία των δύο άκρων. Θεωρεί ότι ο ρατσισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κυρίως με νομικά μέσα. Οσο παρατείνεται η πολιτική και οικονομική κρίση, η Χρυσή Αυγή θα επωφελείται από το προσωπείο της αντισυστημικής δύναμης.Με δεδομένο ότι δεν είναι δυνατή η διάλυση κόμματος με κρατική πράξη, ο Γ. Γεραπετρίτης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναζητηθούν θεσμικοί και πολιτικοί τρόποι.

Προτείνει: α) να συνδεθεί η δημοκρατική δράση των κομμάτων με την κρατική οικονομική ενίσχυση και την προβολή τους στα ΜΜΕ, και β) να συμπράξουν οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος.Η αντιμετώπιση είναι ζήτημα αρχής Καταθέτοντας στην αμερικανική Γερουσία το φθινόπωρο του 2001, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Χάρβαρντ Laurence Tribe απέκρουσε τα όχι συμβατά με το αμερικανικό Σύνταγμα στοιχεία της Patriot Act - ενός «έκτακτου» νόμου για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, η οποία μόλις είχε σκοτώσει 3.000 ανθρώπους στους Δίδυμους Πύργους και στην Ουάσιγκτον. Γιάννης Ζ. Δρόσος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών Κατά τον Tribe, αν ο Μπιν Λάντεν κατάφερνε να πλήξει και θεμέλια της αμερικανικής δημοκρατίας, θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα από ό,τι γκρεμίζοντας τους πύργους. 

Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής είναι ζήτημα αρχής για τη δημοκρατία: ή μπορεί να την αντιμετωπίσει με τα μέσα που διαθέτει -τα ίδια που διέθεταν ο Τσόρτσιλ και ο Ατλι, οι οποίοι σε πόλεμο, αλλά με δημοκρατία, αντιμετώπισαν (με τους συμμάχους τους) επιτυχώς τον Χίτλερ- ή δεν είναι αυτό που λέει ότι είναι.

Αυτά τα περί απαγορεύσεων κομμάτων δεν έχουν συνταγματικό έρεισμα ούτε είναι συμβατά στην ιστορική παράδοση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η Χρυσή Αυγή βρίσκεται στη Βουλή επειδή όσοι την ψήφισαν άσκησαν το ίδιο δημοκρατικό δικαίωμα που ασκήσαμε οι υπόλοιποι. Η ισχύουσα νομοθεσία, αν εφαρμοσθεί πλήρως και έντιμα, είναι αρκετή για να αποκρούσει τον τσαμπουκά οποιουδήποτε. Το πρόσφατο παράδειγμα του δημάρχου Γιώργου Καμίνη δείχνει την αποτελεσματικότητα και του «πλήρως» και του «έντιμα».

Σήμερα η Χρυσή Αυγή συχνότατα καταγγέλλεται όχι για να αντιμετωπισθεί η πολιτικά αδιέξοδη και επικίνδυνη κοινωνική και πολιτική τάση που εκφράζει, αλλά ως όχημα στην πολεμική μεταξύ «υπερασπιζόμενων» τη δημοκρατία κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία χρησιμοποιεί την καταγγελία της κατά της Χρυσής Αυγής για να καταγγείλει τον ΣΥΡΙΖΑ (υπαινισσόμενη κυρίως εκλεκτικές συγγένειες πρακτικής) και ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την αντίστοιχη καταγγελία του για να καταγγείλει τη Νέα Δημοκρατία (υπαινισσόμενος κυρίως εκλεκτικές συγγένειες ιδεολογίας).

Αναμένω με την πρώτη από τις (καθημερινά προσφερόμενες) ευκαιρίες ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Μάκης Βορίδης, και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Σίμος Κεδίκογλου, να υπερασπιστούν απερίφραστα τον ΣΥΡΙΖΑ από επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ, Παναγιώτης Λαφαζάνης και Δημήτρης Παπαδημούλης, να υπερασπισθούν απερίφραστα τη Νέα Δημοκρατία από επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Οχι επειδή αγαπιούνται ή για ν' αγαπηθούν, αλλά επειδή αυτό επιβάλλουν οι δημοκρατικές αρχές. Αλλιώς, στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς πολιτικά ολίγοι, στη χειρότερη πονηροί πολιτευτές και σε κάθε περίπτωση ανάξιοι να επικαλούνται τη δημοκρατία έναντι της Χρυσής Αυγής.

Το κράτος, αν θέλει, έχει όλα τα μέσα

Ανέκαθεν υποστήριζα στις νομικές μου μελέτες και στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, και εξακολουθώ να υποστηρίζω, το σύστημα της «ανοιχτής δημοκρατίας»: της δημοκρατίας εκείνης που είναι ανοιχτή και διασφαλίζει πλήρη ελευθερία έκφρασης και διακίνησης όλων των πολιτικών αρχών, ιδεών, γνωμών και θέσεων, ακόμη και εκείνων που έρχονται σε άμεση λογική αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας που εγγυάται το Σύνταγμα.  Η θέση μου αυτή θεμελιώνεται σε δύο λόγους: ο πρώτος είναι η ουσιαστική έννοια της δημοκρατίας, η οποία δίνει απεριόριστη δυνατότητα συμμετοχής όλων των μελών της, μέσω του λόγου και της νόμιμης δράσης, στο πολιτικό γίγνεσθαι μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Πρέπει να ξέρουμε ότι η άσκηση δημοκρατικής διαλεκτικής, ακόμη και με αντίθετο προς τη δημοκρατία λόγο, προάγει και χαλυβδώνει τη δημοκρατία. Ο δεύτερος λόγος είναι η σκληρή ιστορική εμπειρία: όταν αρχίσει κάνεις να βάζει όρια σε ιδέες και θέσεις, δεν υπάρχει τέλος. Οπως δεν υπάρχει τέλος όταν αρχίσει να απαγορεύει πολιτικά κόμματα ή πολιτικές οργανώσεις λόγω αντίθεσης των θέσεών τους στο Σύνταγμα. Κάθε προσπάθεια δήθεν «διαφύλαξης» της δημοκρατίας οδήγησε σε σοβαρές παραβιάσεις, μέχρι και στην ανατροπή της δημοκρατίας. Διαφωνώ πλήρως με την έννοια της λεγόμενης «αμυνόμενης» ή «μάχιμης» δημοκρατίας, που υποστηρίζεται στη Γερμανία, μιας δημοκρατίας, δηλαδή, οπλισμένης αστυνομικά για κάθε περίπτωση αντίθεσης: συχνά οδήγησε σε παραβίαση της δημοκρατικής νομιμότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Από την ελευθερία των πολιτικών ιδεών διαφέρει ριζικά η εγκληματική δράση, η οποία θα πρέπει να πατάσσεται αμείλικτα και με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πλήττει την ίδια τη δημοκρατική αρχή, τις λειτουργίες του πολιτεύματος, όπως π.χ. της Βουλής, ή όταν παραβιάζει δικαιώματα του ανθρώπου, όπως τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων. Το κράτος, αν θέλει, έχει όλα τα μέσα να θέτει εκποδών τέτοια εγκληματική δράση.

Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής: όταν εγκληματικές πράξεις αυτού του είδους τελούνται από μέλη ή οπαδούς ενός πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής ή άλλης οργάνωσης, είναι δε φανερό ότι τις πράξεις αυτές κατευθύνουν ή ευνοούν, άμεσα ή ηθικά, το πολιτικό κόμμα ή η πολιτική οργάνωση, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο διώκεται σήμερα στο εθνικό και στο διεθνές επίπεδο ιδιαίτερα αυστηρά. 

Η αρμόδια εισαγγελική αρχή και οι ανακριτικές αρχές έχουν υποχρέωση να κατευθύνουν τις έρευνές τους προς αυτή την κατεύθυνση. Σε περίπτωση δε που το πολιτικό κόμμα ή η πολιτική οργάνωση αποδεικνύεται αναμφισβήτητα και επανειλημμένα ως φορέας οργανωμένου εγκλήματος, τότε είναι φανερό ότι έχει παραβιάσει τον ίδιο το σκοπό και το καταστατικό του και μπορεί να τεθεί έκτος νόμου, μόνο όμως για τη δράση του, ενώ οι ιδέες του μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο και σκοπό νέου κόμματος ή νέας οργάνωσης.

Πρέπει να υπάρχουν αντιρατσιστικοί νόμοι

Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα τα οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν κυρίως με νομικά μέσα. Δεν είναι τα κενά νόμου που οδήγησαν στη δημοσκοπική εκτόξευση της Χρυσής Αυγής. Αυτή τρέφεται από δύο αλληλοτροφοδοτούμενα υπόγεια ρεύματα: αφ' ενός τη βαθιά κοινωνική κρίση και τη φτωχοποίηση, ιδίως στις πόλεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε εθνικής πολιτικής για τη μετανάστευση, και αφ' ετέρου την έντονη απαξίωση και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Και οι δύο αυτές αιτίες συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και τη συνεπαγόμενη υπονόμευση του Συντάγματος και της δημοκρατίας. Οσο παρατείνεται η διπλή αυτή -πολιτική και οικονομική- κρίση, η Χρυσή Αυγή θα επωφελείται από το προσωπείο της αντισυστημικής δύναμης για να εκμεταλλεύεται την αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν αντιρατσιστικοί νόμοι, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, για να προστατεύονται τα θύματα, που είναι μεταξύ των πιο αδύναμων και ευάλωτων συνανθρώπων μας, και, δεύτερον, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του πολιτικού συστήματος από την ένταξη στην ημερήσια πολιτική διάταξη αντιλήψεων που ευθέως υπονομεύουν τις συνταγματικές αξίες της ισότητας, της αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων. (Η Νέα Δημοκρατία είναι ιδιαίτερα ευεπίφορη σε κάτι τέτοιο, όχι απλώς στο επίπεδο μετεγγραφών προσώπων, αλλά κυρίως στη διεύρυνση της πολιτικής της ατζέντας με ακροδεξιάς οσμής θέσεις, όπως φάνηκε, για παράδειγμα, στην κατάθεση τροπολογίας για καθαρούς στο γένος αστυνομικούς και στρατιωτικούς).
Συνεπώς, δεν είναι περιττή η διεύρυνση του νομικού οπλοστασίου με την ποινικοποίηση του «λόγου μίσους». Υπό δύο ιδιαίτερα σημαντικά caveat:

Πρώτον, να μην καθιερωθούν φρονηματικά αδικήματα. Ο λόγος μίσους τιμωρείται μόνο όταν εξ αντικειμένου προορίζεται να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια μειονοτήτων. Δεύτερον, να μην υπάρχει το παραμικρό περιθώριο διεύρυνσης του αξιοποίνου πέραν του απόλυτου κακού τού ρατσισμού, του ναζισμού και της ξενοφοβίας. Η αντίδραση του ΚΚΕ απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ενεργοποίησης της θεωρίας των δύο άκρων είναι, δυστυχώς, απολύτως δικαιολογημένη, λόγω της ανιστόρητης και πολιτικά αποπροσανατολιστικής ανάλογης συζήτησης που έχει τα τελευταία χρόνια ξεκινήσει στο εσωτερικό κυρίως του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποτελεί θεσμικό κεκτημένο για τη χώρα μας ότι στη σχετική ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας, καταψήφισαν το ψήφισμα που εξίσωνε φασισμό και κομμουνισμό.
Και, βεβαίως, το σημαντικότερο ζήτημα είναι η εφαρμογή του νόμου στην πράξη. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δεν δικαιολογεί κάποια αισιοδοξία...

Δεν αρκεί η ψήφιση ενός νόμου

Η άμυνα της δημοκρατίας κατά του φασισμού συνίσταται πρωταρχικά στη λειτουργία της ίδιας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα. Στην Ελλάδα του Μνημονίου όμως η δημοκρατία υπολειτουργεί, αφού η λαϊκή κυριαρχία έχει υποκατασταθεί de facto από την επικυριαρχία των ξένων δανειστών.
  Τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα καταπατώνται συστηματικά, ενώ τα πολιτικά χάνουν το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, αφού ψηφίζουμε χωρίς να καθορίζουμε πολιτική (π.χ. το 2009 ψηφίσαμε ότι «λεφτά υπάρχουν», αλλά ακολούθησαν το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο, ενώ το 2012 ψηφίσαμε «επαναδιαπραγμάτευση» και εισπράξαμε το τρίτο και χειρότερο). Απομένουν τα ατομικά δικαιώματα, αλλά κι εκείνα υπονομεύονται (π.χ. η ελευθερία της έκφρασης, αφού καθένας είναι ελεύθερος να εκφρασθεί, όχι όμως και να ακουσθεί, αφού «ακούγονται» μόνο όσοι προβάλλονται από τα διαπλεκόμενα Μέσα Μαζικής «Ενημέρωσης») ή απειλούνται (π.χ. η ελευθερία της εργασίας, από τις αλλεπάλληλες αντισυνταγματικές πολιτικές επιστρατεύσεις). Εφόσον η απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων φαλκιδεύεται, είναι επόμενο οι πολίτες να μην μπορούν να εκτιμήσουν την αξία τους και μέσα στην απελπισία τους ορισμένοι να έλκονται προς το ολοκληρωτικό έρεβος.

Η άμυνα κατά του φασισμού συνίσταται περαιτέρω στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών με βάση τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, πριν από ένα χρόνο (Απρίλιος 2012) η κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού-τραπεζίτη κατάργησε το μάθημα Πολιτική και Δίκαιο (πρώην Αγωγή του Πολίτη) από τη Θετική Κατεύθυνση του Λυκείου και το άφησε ως προαιρετικό (επιλογής) μόνο στη Θεωρητική, για μία μόνο ώρα και μία μόνο τάξη.

Τα κατασταλτικά μέτρα, όπως αυτά που περιέχονται στο εκκολαπτόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, έχουν πυροσβεστικό χαρακτήρα και αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Η λήψη τους θα μπορούσε να εισφέρει σε κάποιο βαθμό στην καταπολέμηση του ρατσισμού και του φασισμού, μόνο υπό την προϋπόθεση όμως να μην παραβιάζεται και πάλι το Σύνταγμα (έτσι π.χ. η θεσμοθέτηση επιβολής ποινικών κατ' ουσίαν κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης καταστρατηγεί τη διάκριση των λειτουργιών). Και βέβαια η ψήφιση ενός νέου νόμου δεν πρόκειται να ωφελήσει, αν αυτός δεν αξιοποιηθεί στην πράξη από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, όπως δεν αξιοποιήθηκε και ο ισχύων νόμος 927/1979.

Να συμπράξουν οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις

Με τον ίδιο τρόπο που το πολιτικό μας σύστημα επέδειξε ελάχιστη αντοχή στην οικονομική κρίση που επηρέασε ολιστικά τις δομές του πολιτεύματος, η συνταγματική τάξη φάνηκε ανέτοιμη να διαχειριστεί το φαινόμενο της πολιτικής ανόδου των άκρων. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η διάλυση του κόμματος με κρατική πράξη, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι, θεσμικοί και πολιτικοί, για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Από την άποψη των θεσμικών παρεμβάσεων, η αντιρατσιστική νομοθεσία έχει έλθει στο πολιτικό προσκήνιο, ήδη με τη νομοθετική πρωτοβουλία του 2011 και την αντίστοιχη σήμερα. Τα σχέδια αυτά έχουν χρησιμοποιήσει αόριστες και αξιολογικές έννοιες («εχθροπάθεια») ή κατατείνουν σε ποινικοποίηση με βάση πρόκληση συναισθημάτων (πράξεις που «προκαλούν ή διεγείρουν σε βιαιοπραγίες ή μίσος») ή ανάγουν σε αδίκημα διατύπωση άποψης («κακόβουλη άρνηση ή εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων»). Εντούτοις ποινική νομοθεσία που δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια την αντικειμενική της υπόσταση οδηγείται κατά αδήριτη νομοτέλεια είτε σε αχρησία είτε σε κατάχρηση και, πάντως, η πρακτική της ωφέλεια είναι ιδιαιτέρως αμφίβολη.

Σοβαρή ρυθμιστική παρέμβαση θα συνιστούσε η σύνδεση της δημοκρατικής δράσης των κομμάτων με την κρατική οικονομική ενίσχυση και τη ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο. Πράξεις κόμματος ή στελεχών του οι οποίες στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος ή συνιστούν ποινικά αδικήματα ιδιαίτερης βαρύτητας για την πολιτειακή τάξη, για τα οποία έχει ήδη αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο, θα μπορούσαν να συνιστούν λόγο ουσιώδους περιορισμού της ενίσχυσης και της προβολής σε μέτρο ανάλογο της απαξίας τους.

Από την άποψη της πολιτικής διαχείρισης, θα έπρεπε οι πολιτικές δυνάμεις να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας θεμιτής σύμπραξης για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος. Αυτό θα σήμαινε την άρνηση συνύπαρξης στελεχών των κομμάτων με εκφραστές ακραίων ιδεολογικών πεποιθήσεων, αλλά και την ομόθυμη αντίσταση έναντι αυτών τόσο εντός του Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, όσο και εκτός αυτού.

Δυστυχώς, αποφάσεις πρωταρχικής σημασίας που αφορούν τις δομές της πολιτείας λαμβάνονται σήμερα κατ' ανάγκην υπό την πίεση της συγκυρίας, ενόσω το πρόβλημα είναι συστημικό και αφορά πρωτίστως τη δημοκρατική παιδεία των πολιτών. Οσο και αν, εξ ορισμού, η δημοκρατία οφείλει να είναι γενναιόδωρη, δεν είναι επιτρεπτό οι κοινωνοί της να καταχρώνται τη γενναιοδωρία αυτή με σκοπό τη συστολή του ίδιου του εγγυητικού της περιεχομένου.
  • Πρέπει να υπάρχουν αντιρατσιστικοί νόμοι

    Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα τα οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν κυρίως με νομικά μέσα. Δεν είναι τα κενά νόμου που οδήγησαν στη δημοσκοπική εκτόξευση της Χρυσής Αυγής. Αυτή τρέφεται από δύο αλληλοτροφοδοτούμενα υπόγεια ρεύματα: αφ' ενός τη βαθιά κοινωνική κρίση και τη φτωχοποίηση, ιδίως στις πόλεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε εθνικής πολιτικής για τη μετανάστευση, και αφ' ετέρου την έντονη απαξίωση και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.  Και οι δύο αυτές αιτίες συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και τη συνεπαγόμενη υπονόμευση του Συντάγματος και της δημοκρατίας. Οσο παρατείνεται η διπλή αυτή -πολιτική και οικονομική- κρίση, η Χρυσή Αυγή θα επωφελείται από το προσωπείο της αντισυστημικής δύναμης για να εκμεταλλεύεται την αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος.

  • Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν αντιρατσιστικοί νόμοι, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, για να προστατεύονται τα θύματα, που είναι μεταξύ των πιο αδύναμων και ευάλωτων συνανθρώπων μας, και, δεύτερον, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του πολιτικού συστήματος από την ένταξη στην ημερήσια πολιτική διάταξη αντιλήψεων που ευθέως υπονομεύουν τις συνταγματικές αξίες της ισότητας, της αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων. (Η Νέα Δημοκρατία είναι ιδιαίτερα ευεπίφορη σε κάτι τέτοιο, όχι απλώς στο επίπεδο μετεγγραφών προσώπων, αλλά κυρίως στη διεύρυνση της πολιτικής της ατζέντας με ακροδεξιάς οσμής θέσεις, όπως φάνηκε, για παράδειγμα, στην κατάθεση τροπολογίας για καθαρούς στο γένος αστυνομικούς και στρατιωτικούς).

  • Συνεπώς, δεν είναι περιττή η διεύρυνση του νομικού οπλοστασίου με την ποινικοποίηση του «λόγου μίσους». Υπό δύο ιδιαίτερα σημαντικά caveat: 
  •  
  • Πρώτον, να μην καθιερωθούν φρονηματικά αδικήματα. Ο λόγος μίσους τιμωρείται μόνο όταν εξ αντικειμένου προορίζεται να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια μειονοτήτων. Δεύτερον, να μην υπάρχει το παραμικρό περιθώριο διεύρυνσης του αξιοποίνου πέραν του απόλυτου κακού τού ρατσισμού, του ναζισμού και της ξενοφοβίας. Η αντίδραση του ΚΚΕ απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ενεργοποίησης της θεωρίας των δύο άκρων είναι, δυστυχώς, απολύτως δικαιολογημένη, λόγω της ανιστόρητης και πολιτικά αποπροσανατολιστικής ανάλογης συζήτησης που έχει τα τελευταία χρόνια ξεκινήσει στο εσωτερικό κυρίως του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποτελεί θεσμικό κεκτημένο για τη χώρα μας ότι στη σχετική ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας, καταψήφισαν το ψήφισμα που εξίσωνε φασισμό και κομμουνισμό.
    Και, βεβαίως, το σημαντικότερο ζήτημα είναι η εφαρμογή του νόμου στην πράξη. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δεν δικαιολογεί κάποια αισιοδοξία...
  • Δεν αρκεί η ψήφιση ενός νόμου

    Η άμυνα της δημοκρατίας κατά του φασισμού συνίσταται πρωταρχικά στη λειτουργία της ίδιας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα. Στην Ελλάδα του Μνημονίου όμως η δημοκρατία υπολειτουργεί, αφού η λαϊκή κυριαρχία έχει υποκατασταθεί de facto από την επικυριαρχία των ξένων δανειστών.  Τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα καταπατώνται συστηματικά, ενώ τα πολιτικά χάνουν το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, αφού ψηφίζουμε χωρίς να καθορίζουμε πολιτική (π.χ. το 2009 ψηφίσαμε ότι «λεφτά υπάρχουν», αλλά ακολούθησαν το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο, ενώ το 2012 ψηφίσαμε «επαναδιαπραγμάτευση» και εισπράξαμε το τρίτο και χειρότερο). Απομένουν τα ατομικά δικαιώματα, αλλά κι εκείνα υπονομεύονται (π.χ. η ελευθερία της έκφρασης, αφού καθένας είναι ελεύθερος να εκφρασθεί, όχι όμως και να ακουσθεί, αφού «ακούγονται» μόνο όσοι προβάλλονται από τα διαπλεκόμενα Μέσα Μαζικής «Ενημέρωσης») ή απειλούνται (π.χ. η ελευθερία της εργασίας, από τις αλλεπάλληλες αντισυνταγματικές πολιτικές επιστρατεύσεις). Εφόσον η απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων φαλκιδεύεται, είναι επόμενο οι πολίτες να μην μπορούν να εκτιμήσουν την αξία τους και μέσα στην απελπισία τους ορισμένοι να έλκονται προς το ολοκληρωτικό έρεβος.

  • Η άμυνα κατά του φασισμού συνίσταται περαιτέρω στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών με βάση τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, πριν από ένα χρόνο (Απρίλιος 2012) η κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού-τραπεζίτη κατάργησε το μάθημα Πολιτική και Δίκαιο (πρώην Αγωγή του Πολίτη) από τη Θετική Κατεύθυνση του Λυκείου και το άφησε ως προαιρετικό (επιλογής) μόνο στη Θεωρητική, για μία μόνο ώρα και μία μόνο τάξη.

  • Τα κατασταλτικά μέτρα, όπως αυτά που περιέχονται στο εκκολαπτόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, έχουν πυροσβεστικό χαρακτήρα και αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Η λήψη τους θα μπορούσε να εισφέρει σε κάποιο βαθμό στην καταπολέμηση του ρατσισμού και του φασισμού, μόνο υπό την προϋπόθεση όμως να μην παραβιάζεται και πάλι το Σύνταγμα (έτσι π.χ. η θεσμοθέτηση επιβολής ποινικών κατ' ουσίαν κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης καταστρατηγεί τη διάκριση των λειτουργιών). Και βέβαια η ψήφιση ενός νέου νόμου δεν πρόκειται να ωφελήσει, αν αυτός δεν αξιοποιηθεί στην πράξη από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, όπως δεν αξιοποιήθηκε και ο ισχύων νόμος 927/1979.
  • Να συμπράξουν οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις

    Με τον ίδιο τρόπο που το πολιτικό μας σύστημα επέδειξε ελάχιστη αντοχή στην οικονομική κρίση που επηρέασε ολιστικά τις δομές του πολιτεύματος, η συνταγματική τάξη φάνηκε ανέτοιμη να διαχειριστεί το φαινόμενο της πολιτικής ανόδου των άκρων. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η διάλυση του κόμματος με κρατική πράξη, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι, θεσμικοί και πολιτικοί, για την αντιμετώπιση του φαινομένου.  Από την άποψη των θεσμικών παρεμβάσεων, η αντιρατσιστική νομοθεσία έχει έλθει στο πολιτικό προσκήνιο, ήδη με τη νομοθετική πρωτοβουλία του 2011 και την αντίστοιχη σήμερα. Τα σχέδια αυτά έχουν χρησιμοποιήσει αόριστες και αξιολογικές έννοιες («εχθροπάθεια») ή κατατείνουν σε ποινικοποίηση με βάση πρόκληση συναισθημάτων (πράξεις που «προκαλούν ή διεγείρουν σε βιαιοπραγίες ή μίσος») ή ανάγουν σε αδίκημα διατύπωση άποψης («κακόβουλη άρνηση ή εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων»). Εντούτοις ποινική νομοθεσία που δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια την αντικειμενική της υπόσταση οδηγείται κατά αδήριτη νομοτέλεια είτε σε αχρησία είτε σε κατάχρηση και, πάντως, η πρακτική της ωφέλεια είναι ιδιαιτέρως αμφίβολη. 

  • Σοβαρή ρυθμιστική παρέμβαση θα συνιστούσε η σύνδεση της δημοκρατικής δράσης των κομμάτων με την κρατική οικονομική ενίσχυση και τη ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο. Πράξεις κόμματος ή στελεχών του οι οποίες στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος ή συνιστούν ποινικά αδικήματα ιδιαίτερης βαρύτητας για την πολιτειακή τάξη, για τα οποία έχει ήδη αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο, θα μπορούσαν να συνιστούν λόγο ουσιώδους περιορισμού της ενίσχυσης και της προβολής σε μέτρο ανάλογο της απαξίας τους.

  • Από την άποψη της πολιτικής διαχείρισης, θα έπρεπε οι πολιτικές δυνάμεις να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας θεμιτής σύμπραξης για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος. Αυτό θα σήμαινε την άρνηση συνύπαρξης στελεχών των κομμάτων με εκφραστές ακραίων ιδεολογικών πεποιθήσεων, αλλά και την ομόθυμη αντίσταση έναντι αυτών τόσο εντός του Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, όσο και εκτός αυτού.

  • Δυστυχώς, αποφάσεις πρωταρχικής σημασίας που αφορούν τις δομές της πολιτείας λαμβάνονται σήμερα κατ' ανάγκην υπό την πίεση της συγκυρίας, ενόσω το πρόβλημα είναι συστημικό και αφορά πρωτίστως τη δημοκρατική παιδεία των πολιτών. Οσο και αν, εξ ορισμού, η δημοκρατία οφείλει να είναι γενναιόδωρη, δεν είναι επιτρεπτό οι κοινωνοί της να καταχρώνται τη γενναιοδωρία αυτή με σκοπό τη συστολή του ίδιου του εγγυητικού της περιεχομένου.