Μαριλένα Κοππά,
Πρόσφατα, με τη διαρροή
ενός κειμένου που προέρχεται από τη βάση του γαλλικού σοσιαλιστικού
κόμματος στη Le Monde, έγινε προφανής ο διχασμός με το Βερολίνο. Το
κείμενο μιλούσε για εγωισμό και ακαμψία εκ μέρους της Καγκελαρίου
Merkel, ενώ ακολούθησαν δηλώσεις του Υπουργού Βιομηχανίας, Montebourg,
στο ίδιο πνεύμα. Και ενώ ο Υπουργός Moscovici, ο Πρωθυπουργός Ayrault
και ο ίδιος ο Hollande έσπευδαν να «μαζέψουν» αυτήν την περιρρέουσα
ατμόσφαιρα, έγινε πλέον θεμιτό να θέτει κανείς ανοικτά ένα ερώτημα που
υποβόσκει αρκετό καιρό: Υπάρχει ακόμα γαλλογερμανικός άξονας;
Η
ίδια η κ. Μέρκελ έδωσε το έναυσμα για τη «χαλάρωση» του άξονα,
παίρνοντας θέση ενάντια στον κ.Hollande στις εκλογές του Μαΐου του 2012.
Και ενώ η εκδήλωση προτιμήσεων για τα εκλογικά αποτελέσματα στην
Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Ιταλία θεωρείται,
δεδομένων των ανοικτών ή συγκεκαλυμμένων μνημονίων, «δικαίωμα» του
Βερολίνου, η έκφραση προτιμήσεων για τη Γαλλία είναι ιστορικά
προβληματική.
Εκ του αποτελέσματος, μάλλον η εκδήλωση προτίμησης
της Καγκελαρίου ήταν αέρας στα πανιά του Hollande, που τον μετέτρεψε από
Monsieur Normale, σε «ελπίδα του νότου». Αυτός ήταν ένας από τους
λόγους που όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα, είχε επικαλεστεί τη
δυνατότητα μιας νέας διαπραγμάτευσης εντός της Ε.Ε., με βάση «την
αλλαγή στους συσχετισμούς ισχύος». Όμως, τουλάχιστον έως σήμερα, ο
κύριος Hollande είναι περισσότερο Monsieur Banale της Γαλλίας και κάτι
λιγότερο από «ελπίδα του νότου».
Σύμφωνοι, μπορεί να έγιναν
συχνότερες οι διαβουλεύσεις με Ιταλία και Ισπανία, γεγονός που
εξανάγκασε και το Βερολίνο να υιοθετήσει τη «συμφωνία» περί τραπεζικής
ένωσης. Αλλά εκ των υστέρων, η συμφωνία επί της αρχής έχει γεμίσει με
τόσα ερωτηματικά, αστερίσκους, παραπομπές και όρους, που αποτελεί
πρακτικά ένα όνειρο θερινής νυκτός. Καμία συμφωνία δεν κλείνει, εάν δεν
κλείσει. Και η φαύλη σχέση μεταξύ τραπεζικής και κρατικής αναξιοπιστίας,
όχι μόνο εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά έχει ενταθεί μετά την Κύπρο, σε
μια απόφαση που η Γαλλία «δυναμικά κοιμήθηκε» στο Eurogroup, με τον
κύριο Moscovici να ξυπνάει προκειμένου να παραγγείλει πίτσα και να
επιβεβαιώσει τη «μοναδικότητα» και «αναγκαιότητα» της διάσωσης της
Κύπρου δια της καταστροφής της. Στο μεταξύ, το τραπεζικό σύστημα της
Γαλλίας είναι μάλλον «χλωμό» και εκτεθειμένο στο νότο.
Όμως, σε
κάθε περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σχέση μεταξύ Βερολίνου
και Παρισιού δεν είναι διαπροσωπική ή διακομματική και άρα η οποιαδήποτε
κρίση είναι ένα προσωρινό «επιφαινόμενο». Πράγματι, πολλά στοιχεία
συνηγορούν σε αυτή τη διαπίστωση. Η συζήτηση περί γερμανικής ηγεμονίας
στις Βρυξέλλες, περιστρέφεται συχνά στην υφέρπουσα υποψηφιότητα του
Πολωνού Tusk, ως αντικαταστάτη του κ. Baroso στην Προεδρία της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι αυτή η
διαδοχή, μπορεί επίσης να σηματοδοτεί μια αλλαγή κινητήρα στο όχημα της
ευρωπαϊκής ενοποίησης, που δε θα είναι πλέον γαλλογερμανικός, αλλά
γερμανοπολωνικός.
Υπάρχει φυσικά ένα πρόβλημα με αυτή τη
διαπίστωση: Η Πολωνία δεν είναι μέλος του Ευρώ. Και εντός του Ευρώ, ο
πληθυσμός, το μέγεθος και οι ψήφοι των οικονομιών «στο κόκκινο», είναι
περισσότεροι απ’ ό,τι των πλεονασματικών χωρών. Για να μπορεί λοιπόν να
συνεχίσει η αφήγηση περί «κοινής πορείας» και εμβάθυνσης, πρέπει με κάθε
τρόπο να αποφευχθεί μια ανοικτή αντιπαράθεση Βορρά-Νότου, τουλάχιστον
μέχρι ο Βορράς να αποφασίσει τι θέλει.
Εντός της ζώνης του Ευρώ, η
Γερμανία είναι κυρίαρχη επειδή από το Βερολίνο ξεκινά ένα μέτωπο
πλεονασματικών κρατών – Φινλανδία, Αυστρία, Ολλανδία – που απαιτεί να
έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση της ατζέντας, όχι τόσο για την «έξοδο
από την κρίση», όσο για τις θεσμικές συνέπειες που αυτή η έξοδος
συνεπάγεται. Και ενώ ο Hollande πολιτεύθηκε ως Monsieur Normale, που θα
υπερασπιζόταν το γαλλικό μοντέλο μεικτής οικονομίας (η μεγαλύτερη στην
Ε.Ε. συμμετοχή του κράτους στο ΑΕΠ), φορολογώντας τους πλούσιους και
αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις, απειλώντας ακόμα και με
κρατικοποιήσεις, η αλήθεια είναι ότι έκανε μετεκλογικά μια στροφή
αρκετών – αν όχι 180 – μοιρών.
Η προτεραιότητα του Monsieur
Normale είναι να απειλήσει ότι θα ηγηθεί ενός νότιου άξονα,
διαπραγματευόμενος με καλύτερους όρους την παραμονή του στο club των
ΑΑΑ. Αυτό σημαίνει ειδική μεταχείριση σε σχέση με τους «υπόλοιπους
νότιους». Η Γερμανία προτιμά την επιλογή μιας επιλεκτικής άμβλυνσης των
κανόνων, από μια συμμαχία του νότου. Και όσο αυτή η επιλεκτική κατανόηση
μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου ισχύει, οι Βρυξέλλες θα κάνουν πως δεν
καταλαβαίνουν. Αυτό είναι προφανές από την οπισθοχώρηση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής – σ.σ. και της Γερμανίας – που έδωσε διορία στη Γαλλία να
πετύχει δημοσιοοικονομική προσαρμογή (σ.σ. έλλειμμα κάτω του 3%) έως το
2015, αντί της «δέσμευσης» της κυβέρνησης Hollande για επίτευξη του
στόχου εντός του 2013.
Ο χρόνος αυτός είναι πολιτικά κρίσιμος για
τον Monsieur Normale, δεδομένου ότι η κυβέρνησή του ταλανίζεται από
σκάνδαλα, η πολιτική υψηλής φορολογίας έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική,
η οικονομία είναι σε ύφεση, η δημοτικότητά του είναι πολύ χαμηλή και,
ως εκ τούτου, δεν έχει ούτε στην κοινωνία, ούτε στο κόμμα τα ερείσματα
που απαιτούν οι «γενναίες μεταρρυθμίσεις» (απορρυθμίσεις) στο κοινωνικό
κράτος και την αγορά εργασίας. Στο μεταξύ και η Γερμανία κερδίζει
χρόνο. Κερδίζει χρόνο προκειμένου να μην απομονωθεί οριστικά σε επίπεδο
εξωτερικής πολιτικής πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Κερδίζει
επίσης χρόνο προκειμένου να διαπραγματευτεί τις θεσμικές αλλαγές που
απαιτεί η Ε.Ε., όταν η Γαλλία θα είναι οριστικά με την πλάτη στον τοίχο.
Όμως, για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα, ο άξονας μεταξύ Βερολίνου
και Παρισιού είναι πλέον μια ισορροπία του τρόμου. Όσο και οι δύο
πλευρές χρειάζονται χρόνο, ο άξονας θα υφίσταται. Μετά βλέπουμε.
Εκ
των πραγμάτων, μπορεί τελικά η Γαλλία να βρεθεί σε μια ιστορικά
ανεπανάληπτη ευθυγράμμιση με τις πολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ για
ποσοτική χαλάρωση στην Ευρώπη και, δευτερευόντως, της νότιας
περιφέρειας. Μπορεί, πράγματι, η Γαλλία να κληθεί να ηγηθεί του νότου.
Μπορεί αυτό το πολιτικό κεφάλαιο να κάμψει ή να εξισορροπήσει την
ανισορροπία ισχύος εντός της Ε.Ε. Όμως, πρακτικά, στην παρούσα συγκυρία,
κανείς δεν πρέπει να προσβλέπει σε γαλλική ηγεσία στο νότο, εκτός εάν
το Παρίσι ξεμείνει από χρόνο. Η Γαλλία δεν θα εκπροσωπήσει το νότο,
εκτός εάν η Γερμανία (ή οι αγορές) την πιέσουν να δει αυτή τη στρατηγική
ως την τελευταία γραμμή άμυνας στη διατήρηση της οικονομικής και
πολιτικής συνοχής της.