Του Γιάννου Χαραλαμπίδη
- Γιατί η μη ένταξη στο ΝΑΤΟ εξυπηρετεί Τουρκία - Βρετανία
- Το πρόβλημα επανέναρξης συνομιλιών δεν είναι
μόνο η οικονομική κρίση, αλλά κυρίως ο εκμηδενισμός συντελεστών ισχύος, η
έλλειψη βάσης, στρατηγικής και υγιών στόχων
- Πώς καταφέραμε να εξουδετερώσουμε το δημοκρατικό πλαίσιο λύσης της ΕΕ
Αίτια φιλοτουρκικής αντίληψης
Την περασμένη Τετάρτη, μετά τον Επίτροπο Φούλε και τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Άντερς Ρασμούσεν, τη σκυτάλη πήρε ο Επίτροπος Όλι Ρεν. Και το μήνυμα είναι σαφές: σύνδεση της οικονομικής κρίσης με τη λύση του Κυπριακού. Μάλιστα, ο κ. Ρασμούσεν πήγε ένα βήμα παρακάτω, αφού, όπως είπε, θα ήθελε να δει την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου μετά τη λύση. Και θα ήταν ευχής έργο να εξευρεθεί λύση. Λύση ναι, διάλυση όμως όχι. Και ορθώς εξέδωσαν ανακοινώσεις και ο Πρόεδρος και τα κόμματα, που έβαζαν τα πράγματα στη θέση τους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Εκείνο που έχει σημασία είναι να εξετάσουμε γιατί έχει δημιουργηθεί φιλοτουρκικό κλίμα στην ΕΕ και αλλού στην εξής βάση: Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει τώρα και μάλιστα με μια ομοσπονδιακή παραλλαγή του σχεδίου Ανάν.
Συναφώς, σημειώνουμε τα εξής για τους λόγους που οδηγούν τους ξένους να συμπεριφέρονται φιλικά προς την τουρκική πλευρά:
Πρώτο, λόγω του δημοψηφίσματος του 2004, οι εταίροι μας εντός της ΕΕ, ο ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ έχουν την εντύπωση ότι είμαστε «δεδομένοι». Ότι βρίσκεται στην εξουσία η σχολή σκέψης του «ναι» και ότι είναι η ευκαιρία να συνδυαστεί η ανάκαμψη της οικονομίας με τη συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου, προκειμένου να πουν οι Ελληνοκύπριοι, υπό το βάρος της πενίας τους και των νέων εκβιασμών, «ναι» σε ένα νέο σχέδιο όμοιο με εκείνο του Ανάν. Και η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην ανατροπή της ιστορίας. Δεύτερο, δεν υπάρχει ούτε από την Κυβέρνηση ούτε από την αντιπολίτευση εναλλακτική πρόταση λύσης πέραν της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, την οποία η διεθνής κοινότητα ταυτίζει με το σχέδιο Ανάν ή με μια παραλλαγή του. Οι συνομιλίες επί διακυβέρνησης Χριστόφια ήταν ενταγμένες σε αυτήν τη λογική, με την οποία δεν διαφωνούσε η υφιστάμενη Κυβέρνηση όταν ήταν αντιπολίτευση.
Συνεπώς, η εντύπωση που δημιουργείται διεθνώς είναι ότι η υφιστάμενη Κυβέρνηση είναι έτοιμη να ξεκινήσει συνομιλίες από εκεί όπου έχει μείνει ο Πρόεδρος Χριστόφιας, χωρίς -όπως είπε ο ΥπΕξ Γιαννάκης Κασουλίδης προς τον ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν- να δεσμεύεται επί του συνόλου των όσων έχουν συζητηθεί. Η κωδικοποίηση των θέσεων των δυο πλευρών και δη των συγκλίσεων από τον κ. Ντάουνερ (ο οποίος αντί να αποπεμφθεί, λόγω της προκλητικής φιλοτουρκικής στάσης του, αλωνίζει) έχει τη δική της σημασία και προδιαγράφει ότι τα Ην. Έθνη δεν θα αφήσουν τις συνομιλίες να ξεφύγουν από τα συμφωνηθέντα. Τρίτο, οι Τούρκοι και δη η Κυβέρνηση Ερντογάν, εφόσον προσδοκά να ξεκινήσουν οι συνομιλίες από το σημείο στο οποίο είχαν μείνει με τον Πρόεδρο Χριστόφια, προβάλλει τον ισχυρισμό προς τους ξένους, και δη τους Ευρωπαίους, ότι είναι έτοιμη για λύση. Και ότι μπορεί να καλυφθεί η διαφορά.
Και γιατί να μην το λέει, όταν έχει κατοχυρωμένη την εκ περιτροπής Προεδρία, τις σταθμισμένες ψήφους, την παραμονή 50 χιλιάδων εποίκων και τα δυο ισότιμα συνιστώντα κράτη εκ των οποίων -στον νέο συνεταιρισμό- το ένα θα είναι το σημερινό ψευδοκράτος, που προέκυψε από την εισβολή του 1974; Κερδίζει δηλαδή πόντους ο κ. Ερντογάν, διότι αρκετοί εκ των εταίρων μας και άλλοι δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί δεν υπογράφουμε λύση στη βάση των δυο συνιστώντων κρατών με μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν, όταν έχουμε ήδη αποδεχθεί ότι ο «Βορράς» έχει χαθεί, καθότι με την ομοσπονδία θα είναι υπό τουρκικό έλεγχο. Ο Ερντογάν οικοδομεί στη λογική των δυο συνιστώντων κρατών και της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία ήταν ανέκαθεν τουρκικός και βρετανικός στόχος ο οποίος, όμως, από διχοτομικός, όπως χαρακτηριζόταν προ του '74 από την Αθήνα και τη Λευκωσία, έχει γίνει σήμερα σημαία συμβιβασμού. Με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο. Και σε εκβιαστικά διλήμματα.
Το ισχυρό πλαίσιο της ΕΕ
Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να θιγεί. Η ΕΕ είχε φτιάξει ένα ισχυρό νομικό και πολιτικό πλαίσιο λύσης, που θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή του Κυπριακού. Και αυτό το πλαίσιο είναι συναφές με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ. Πρόκειται για την αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, στην οποία τονίζονται ρητώς από την ΕΕ τα εξής: Η ΕΕ αναγνωρίζει στην Κύπρο ως μοναδικό κράτος την Κυπριακή Δημοκρατία και προσθέτει ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, εάν θέλει να ενταχθεί στην ΕΕ. Εδώ είναι το μέγιστο στρατηγικό λάθος.Ότι, δηλαδή, αντί η βάση των συνομιλιών να ήταν η επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ενιαία κυριαρχία ενός ενιαίου κράτους, η βάση των συνομιλιών ήταν -και προφανώς παραμένει να είναι- η νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής μέσω ενός ομοσπονδιακού συστήματος δύο ζωνών-κρατών, στα οποία η μία και ενιαία κυριαρχία θα κατατεμαχιστεί στην πρακτική της ανακατανομής των εξουσιών.
Δηλαδή της μίας και ενιαίας κυριαρχίας, η οποία ακόμη και αν κατονομαστεί ως τέτοια σε κείμενο λύσης, θα είναι μόνο στα χαρτιά και όχι στην πράξη. Και προφανώς ένα τέτοιο πολιτειακό σύστημα, λόγω της πολυδαίδαλης δομής του, δεν θα είναι λειτουργικό. Φανταστείτε, τι θα συνέβαινε σήμερα με την υφιστάμενη οικονομική κρίση, εάν λέγαμε το 2004 ή ακόμη και αν πούμε σήμερα -όπως μας προτρέπουν- «ναι» σε ένα πολιτειακό σύστημα όπως αυτό της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας; Τραγικό! Η καλύτερη περίπτωση θα ήταν το βελούδινο διαζύγιο.
Διζωνική και Πολυπεριφερειακή
Αληθές, βεβαίως, είναι ότι ούτε η πολυπεριφερειακή ομοσπονδία, που ακούστηκε στον προεκλογικό από τον Γιώργο Λιλλήκα, δεν μπορεί να είναι εναλλακτική επιλογή για βιώσιμη λύση. Γιατί; Διότι γεννάται το εξής ερώτημα: Θα φύγουμε από μια μη βιώσιμη ομοσπονδία των δυο ζωνών, για να πάμε σε μια ομοσπονδία των έξι ζωνών; Είτε με την ομοσπονδία των δυο είτε με την ομοσπονδία των έξι ζωνών το ζήτημα της βιωσιμότητας δεν επιλύεται και η απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005 εξουδετερώνεται. Όπως, επίσης, και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 και 550.
Γιατί; Διότι τόσο τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αποτελούν τμήμα του Διεθνούς Δικαίου, όσο και η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, που είναι τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, προνοούν προστασία και αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός δηλαδή ενιαίου κράτους και όχι ενός ομόσπονδου πολιτειακού συστήματος, ανεξαρτήτως εάν αυτό -δηλαδή το ομόσπονδο πολιτειακό σύστημα- αποτελείται από δυο, τρεις, τέσσερις ή έξι ζώνες. Στην περίπτωση της Κύπρου, το τοξικό έμβρυο της διχοτόμησης ή της πολυτόμησης δεν είναι οι ζώνες, αλλά το πολιτειακό σύστημα της ομοσπονδίας, το οποίο με βάση την πολιτειολογία είναι σύνθετο πολιτειακό σύστημα και όχι ενιαίο.
Δηλαδή, ενώ το ενιαίο πολιτειακό σύστημα, όπως είναι η Κυπριακή και η Ελληνική Δημοκρατία, αποτελούνται από μία και μόνο πολιτεία, το σύνθετο αποτελείται από δυο τουλάχιστον πολιτείες. Με άλλα λόγια, μπορεί να αποτελείται από τρεις ή τέσσερις ζώνες - πολιτείες. Είναι ταυτοχρόνως γνωστό ότι τα ομοσπονδιακό συστήματα εφαρμόζονται για λόγους αποκέντρωσης και καλύτερης διοίκησης σε μεγάλα κράτη, όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ ή η Γερμανία. Το μοντέλο τέτοιας διοίκησης λειτουργεί αντίστροφα στη μικρή Κύπρο και είναι καταστροφικό από κάθε άποψη, διοικητική, λειτουργική και οικονομική.
Στην περίπτωση, λοιπόν, που θα είναι ομοσπονδία δυο ζωνών, θα οδηγηθούμε σε δυο συνιστώντα ισότιμα κράτη ή οντότητες ή περιφέρειες, οι οποίες θα είναι ισότιμες μεταξύ τους. Εάν θα είναι πολιτειακό σύστημα τριών ή έξι ζωνών, πολιτειών ή οντοτήτων, οδηγούμαστε στη λογική των πόλεων κρατών! Ερώτημα: Όταν τα δυο συνιστώντα κρατίδια θα κινδυνέψουν να πάρουν διαζύγιο -όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους- τι θα συμβεί με τα τρία ή τα έξι; Πολυτεμαχισμός;
Και αν σε μια πολυπεριφερειακή ομοσπονδία οι δυο από τις έξι ζώνες, που θα ανήκουν στους Τούρκους, εφάπτονται η μία με την άλλη, τελικώς δεν θα οδηγηθούμε πάλι από την πολυζωνική ή πολυπεριφερειακή, στη διζωνική διχοτομική ομοσπονδία; Όσο δε, για να μοντέλα της Γερμανίας και των ΗΠΑ, ουδεμία σχέση έχουν με την Κύπρο, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, λόγω της πλειοψηφίας του ελληνικού στοιχείου και της αρχής ένας άνθρωπος μία ψήφος, οι Ελληνοκύπριοι θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν το σύνολο των κρατιδίων, είτε αυτά είναι δυο, είτε έξι.
Για τους Τούρκους, μια δημοκρατική ομοσπονδία θα είναι χειρότερη από ένα ενιαίο κράτος. Και θα είναι ως να χάσουν χωρίς ντουφεκιά τον πόλεμο. Αν ήταν να κερδίσουν έναν πόλεμο και να καταλήξουν στη δημιουργία ενός πολιτειακού συστήματος με δυο ή με έξι ελληνοκυπριακά συνιστώντα κράτη, δεν θα τον έκαναν. Και εφόσον θα καταλήγαμε σε ένα τέτοιο μοντέλο, δεν υπήρχε λόγος να συζητούμε για ομοσπονδία, διότι η ομοσπονδία δεν είχε επινοηθεί από το 1956 για να επανενώσει, αλλά για να διχοτομήσει την Κύπρο.
Εναλλακτικές επιλογές
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η ομοσπονδία και πολύ λιγότερο οι ζώνες. Οι ζώνες συνιστούν πρόβλημα όταν αφορούν μια ομοσπονδία και όταν περνούν από τον γεωγραφικό διαχωρισμό στην κατανομή των εξουσιών και στον τεμαχισμό της ενιαίας κυριαρχίας. Εναλλακτικός χωρίς πόλεμο συμβιβασμός θα ήταν το ενιαίο κράτος με τη δημιουργία έξι διοικητικών ζωνών, όχι πολιτειών, εκ των οποίων οι δυο θα έχουν επάρχους Τούρκους και οι άλλες τέσσερις Έλληνες, με πλήρη εφαρμογή και χωρίς περιορισμούς του κοινοτικού κεκτημένου και των λοιπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορεί να εκλέγεται με καθολικές εκλογές, χωρίς καμιά ρατσιστική διάκριση.
Δηλαδή, θα μπορεί να γίνει Πρόεδρος εκείνος που θα πάρει το 50% συν μία ψήφο. Και αν είναι Έλληνας, ο αντιπρόεδρος θα είναι Τούρκος και αντίστροφα. Η Βουλή και η Κυβέρνηση θα είναι μία, και οι επαρχίες θα έχουν τοπικές μόνο διοικήσεις, των οποίων οι εξουσίες δεν έχουν πολιτειακή μορφή όπως στις ομοσπονδίες. Αυτή μπορεί να είναι μια εναλλακτική πρόταση, η οποία να είναι σύμφωνη και στη βάση των ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ, και της αντιδήλωσης της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, που προστατεύουν και υπερασπίζονται το ενιαίο κράτος και την ενιαία κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, αλλά και κάθε άλλος Ευρωπαίος πολίτης μπορούν να ζουν ειρηνικά.
Δεύτερη σαφής βάση συνομιλιών θα είναι το κοινοτικό κεκτημένο και η πλήρης εφαρμογή του, καθώς και όλες οι δημοκρατικές αρχές και αξίες. Και η μεθοδολογία θα είναι εκείνη από κάτω προς τα πάνω (bottom up) και όχι από πάνω προς τα κάτω (top down). Οι αρχές της δημοκρατίας και της ΕΕ θα καθορίσουν τη λύση, και όχι οι κανόνες των τανκ και των όπλων της Τουρκίας, που προνοούν λύση ομοσπονδίας όπως καθορίστηκε το 1956, επί τη βάσει ακρωτηριασμού των δημοκρατικών αρχών και αξιών, καθώς και του κοινοτικού κεκτημένου.
Ερώτημα: Πώς μπορεί η Τουρκία να πει «όχι» σε μια βάση λύσης επί της πλήρους εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου, όταν η ίδια θέλει να καταστεί κράτος μέλος της ΕΕ; Το τουρκικό «όχι» θα σημαίνει ότι δεν θέλει λύση, αλλά διχοτόμηση. Συνεπώς, αυτή θα πει «όχι» και αυτή θα φέρει την ευθύνη της μη λύσης. Και εμείς θα μπορούμε να λέμε «ναι» στη λύση και «όχι» στη διάλυση, που θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στην Ισπανία, με τους Βάσκους και τους Καταλανούς, καθώς και αλλού. Έτσι, θα μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί. Η Τουρκία θα μπορεί να πει «όχι» χωρίς κόστος, όταν εμείς συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε λύση με αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, ως αποτέλεσμα της διάλυσης του ενιαίου κράτους και της μετατροπής του σε ομόσπονδο.
Κλιμάκωση τουρκικής απειλής και συμμαχίες
Πέραν του πολιτειακού και δημοκρατικού ιδεαλιστικού σκέλους της λύσης υπάρχει και το ρεαλιστικό, δηλαδή το γεωπολιτικό - γεωστρατηγικό. Αληθές επί τούτου είναι το εξής: Το ιδεαλιστικό - δημοκρατικό συνίσταται απαραίτητο ρεαλιστικό στοιχείο της βιωσιμότητας της λύσης, αφού κανένα μη δημοκρατικό καθεστώς, και ορθώς διοικητικά δομημένο, δεν λειτουργεί εύρυθμα, πάσχει από οικονομικά προβλήματα και αργά ή γρήγορα καταρρέει. Άλλωστε, θα αδικούσαμε εαυτούς εάν δημιουργούσαμε στην Κύπρο μέσω της ομοσπονδίας ένα ρατσιστικό απαρτχάιντ.
Βεβαίως, χωρίς ισοζύγια δυνάμεων δεν υπάρχει λύση και εφόσον οι δικοί μας συντελεστές ισχύος (στρατός, οικονομία και συμμαχίες είναι διαλυμένοι - με την Ελλάδα να βρίσκεται στα ίδια με τα δικά μας χάλια) πώς θα καταλήξουμε στην παρούσα φάση σε βιώσιμη λύση. Είτε θα συνθηκολογήσουμε είτε θα οδηγηθούμε σε νέα αδιέξοδα. Και επειδή χρειάζεται αναστήλωση των συντελεστών ισχύος και δη της οικονομίας και των ενόπλων δυνάμεων, η παρούσα φάση προσφέρεται για νέα στρατηγική και για νέο μοντέλο ανάπτυξης, με στόχο τη μετατροπή του φυσικού αερίου σε εργαλείο συμμαχιών και ισχύος, στη βάση της στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Ελλάδα, καθώς και στη λογική και πρακτική της νέας ενεργειακής οδού, που θα αποτρέπει την τουρκική απειλή και θα βελτιώνει την ίδια την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Διότι, η επιθετικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι μεταβλητή η οποία τροφοδοτείται και κλιμακώνεται από τη δική μας αδυναμία. Και στο πλαίσιο των συμμαχιών και της λύσης εμπίπτει και η αίτηση ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Εάν ήμασταν στο ΝΑΤΟ, ο κ. Ρασμούσεν δεν θα τηρούσε τη στάση που τηρεί σήμερα, η οποία είναι πιο προχωρημένη και προκλητική από εκείνην των Ρεν και Φούλε.
Βεβαίως, θα μπορεί δικαίως να ισχυριστεί κανείς, ωραία, και που είμαστε στην ΕΕ, την ίδια φιλοτουρκική στάση δεν τηρούν οι Επίτροποι; Τηρούν αυτήν τη στάση διότι εμείς τους δώσαμε το δικαίωμα με τη λανθασμένη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και με την ελλειμματική, αν όχι ανύπαρκτη, στρατηγική μας. Ας το δούμε και διαφορετικά; Φανταστήκατε να μην ήμασταν στην ΕΕ; Ή να μην ήταν η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ; Πόσο χειρότερα θα πράγματα θα ήταν γι΄ αυτήν στο Αιγαίο; Άλλωστε, η ΕΕ αναφέρεται όχι μόνο στην αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου, αλλά και σε άλλα κείμενά της σε αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν ευθύνεται η ΕΕ, εάν δεν κάναμε τη δική της θέση βάση συνομιλιών και στρατηγικό στόχο.
ΝΑΤΟ και Ρωσία
Όσο δε, για το ΝΑΤΟ, ο δικός μας ισχυρισμός είναι σαφής: Με το ΝΑΤΟ δεν υπάρχει λόγος παρουσίας τουρκικού στρατού ή εγγυήσεων και ξένων επεμβάσεων, ενώ πλέον όλοι στην περιοχή θα ανήκουμε στο ίδιο σύστημα ασφάλειας και συμμαχίας. Θα είναι προς το συμφέρον της ασφάλειας και των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Το θέμα αυτό, δηλαδή της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, είναι πρόταξης. Και εάν είναι πρόταξης, τι θα κάνει η Τουρκία; Θα βάλει βέτο και θα πει ότι δεν θέλει λύση μέσω ΝΑΤΟ, επειδή θέλει να μας κρατεί εσαεί ομήρους και υπό τη δική της κηδεμονία; Εάν η Τουρκία πει όχι, τότε θα αποδειχθεί ποιος θέλει λύση και μάλιστα βιώσιμη.
Διότι ο έτερος πυλώνας της βιωσιμότητας της λύσης είναι αυτός της ασφάλειας, εάν θεωρήσουμε ότι ο πρώτος είναι εκείνος της δημοκρατικότητας. Επί τούτου ας λεχθεί και κάτι άλλο, για πολλοστή φορά: Ας θέσει χίλια βέτο η Τουρκία. Εάν εμείς διασυνδέουμε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ με την απόκτηση ειδικής σχέσης με τη δική μας ένταξη στο ΝΑΤΟ, τότε θα έχουμε και εμείς την ευκαιρία να μπλοκάρουμε ακόμη περισσότερο την τουρκική ενταξιακή πορεία, αλλά ταυτοχρόνως να κλείσουμε και το στόμα του Ρασμούσεν, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η μη λύση στο Κυπριακό προκαλεί εμπόδια στις σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Τώρα ως προς τη Ρωσία, η οποία συνεργάζεται με το ΝΑΤΟ, τι τη συμφέρει να έχει στην περιοχή; Τη συμφέρει να έχει μια φιλικά προσκείμενη χώρα όπως η Κύπρος εντός του ΝΑΤΟ, ή να μονοπωλούν τον γεωστρατηγικό έλεγχο, μέσω Κύπρου και ΝΑΤΟ, οι Άγγλοι και οι Τούρκοι; Η μη αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ εξυπηρετεί τα τουρκικά και βρετανικά συμφέροντα. Απόδειξη τούτου είναι ότι απειλούν με βέτο.
Επιθετική διπλωματία
Χρειαζόμαστε στρατηγική επιθετικής διπλωματίας και βήματα μπροστά με στόχους, που θα αποκαλύπτουν, στην πράξη, το αυτονόητο. Δηλαδή την τουρκική διχοτομική πολιτική. Το πρόβλημα για την επανέναρξη των συνομιλιών δεν είναι η μόνο η ενασχόλησή μας με την οικονομική κρίση. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη καθαρής βάσης για τη λύση, έλλειψη δικής μας στρατηγικής στόχων, καθώς και κάτι άλλο: Οι συντελεστές ισχύος μας είναι εκμηδενισμένοι. Συνεπώς, χρειαζόμαστε πολιτικές επιλογές που θα αναγκάζουν την Τουρκία είτε να λέει «ναι» σε δημοκρατικές προτάσεις λύσης, είτε, όταν λέει «όχι» αυτή, εμείς να λέμε «ναι» σε δημοκρατική λύση.
Μια λύση η οποία μπορεί να προκύψει μέσω της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, προκειμένου να δημιουργηθεί κοινωνία συμφερόντων. Και όταν η Τουρκία λέει «όχι», να πληρώνει το τίμημα. Αλλιώς, εάν υιοθετήσουμε την ώς τώρα πεπατημένη των «δεδομένων», των «υποχωρητικών», η μια υποχώρηση θα φέρει την πίεση και η πίεση νέα υποχώρηση, και θα έρθει το ίδιο ή χειρότερο σοκ από εκείνο του Γιούρογκρουπ. Και αυτήν τη φορά δεν θα διαλυθεί μόνο η οικονομία, αλλά και το ίδιο το κράτος.