Του Αθανασιου Ελλις
Στην κοινή επιθυμία Αθήνας και Πεκίνου, να καταστεί η Ελλάδα «πύλη
εισόδου» στις ευρωπαϊκές αγορές για κινεζικά και άλλα προϊόντα από την
Ασία, επικεντρώνεται η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην
Κίνα. Παράλληλα, οι δύο πλευρές εργάζονται ώστε να αποτελέσει η ελληνική
προεδρία της Ε.Ε. το 2014 την αφετηρία για περαιτέρω εμβάθυνση όχι μόνο
των διακρατικών εμπορικών σχέσεων, αλλά και της ευρύτερης συνεργασίας
μεταξύ Eυρωπαϊκής Ενωσης και Κίνας.
Η διακηρυγμένη έμφαση του κ. Σαμαρά στην προσέλκυση επενδύσεων και την
αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, βρίσκει ευήκοον ους στην κινεζική ηγεσία.
«Γνωρίζουμε ότι αυτή τη στιγμή το σημαντικότερο ζήτημα στο μυαλό της
ελληνικής κυβέρνησης, της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας, αλλά και
της ευρύτερης κοινωνίας, είναι η αναγκαιότητα επενδύσεων και η
ανάπτυξη.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιχειρηματική συνεργασία βρίσκεται στο
επίκεντρο αυτής της επίσκεψης, ως αποτέλεσμα της οποίας ελπίζουμε ότι η
οικονομική και εμπορική συνεργασία μας θα περάσει στο επόμενο επίπεδο»
τονίζει στην «Κ» ο Κινέζος πρέσβης στην Αθήνα, Ντου Τσιουέν, και
προσθέτει: «Η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Κίνα είναι πολύ
σημαντική καθώς θα εκπέμψει σαφή μηνύματα και θα δείξει ότι για την Κίνα
η Ελλάδα δεν είναι απλά άλλη μια χώρα της Ευρώπης, αλλά ένας από τους
πιο στενούς φίλους της Κίνας».
Μιλά για «αλληλοκατανόηση και
εμπιστοσύνη», και σημειώνει ότι «όποτε υπήρξε ανάγκη για βοήθεια,
ανταποκριθήκατε άμεσα και με συγκινητικό, θα έλεγα, τρόπο. Είτε
επρόκειτο για την προετοιμασία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του
Πεκίνου, είτε για την εκκένωση των Κινέζων πολιτών από τη Λιβύη πριν
από δύο χρόνια».
Ως ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδει το Πεκίνο στην επίσκεψη
ερμηνεύεται το γεγονός ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι ο δεύτερος
δυτικός ηγέτης, μετά τον Γάλλο πρόεδρο Ολάντ, που θα συναντηθεί με τη
νέα ηγεσία της χώρας η οποία ανέλαβε καθήκοντα μόλις πριν από δυο μήνες.
Στόχος είναι η εγκαθίδρυση μιας πολυεπίπεδης συνεργασίας με τη δεύτερη
μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αλλά και η εξασφάλιση απτών
αποτελεσμάτων. Στο πλαίσιο αυτό θα υπογραφούν συγκεκριμένες συμφωνίες,
μεταξύ άλλων, στους τομείς της ναυτιλίας αλλά και της πώλησης ελληνικών
μαρμάρων στην Κίνα, ενώ, όπως τονίζουν κινεζικές πηγές, καταγράφεται
ραγδαία αύξηση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων με πλέον χαρακτηριστικές
περιπτώσεις το ελαιόλαδο και τα κρασιά, ενώ παρατηρείται έντονο
ενδιαφέρον και για γούνες Καστοριάς ή ακόμη και για τη φέτα. Τα
περιθώρια είναι τεράστια καθώς η Κίνα είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη
αγορά εισαγωγής προϊόντων μετά τις ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα μεγάλες ευκαιρίες προσφέρει το αυξανόμενο κύμα Κινέζων
τουριστών προς την Ευρώπη, τμήμα του οποίου μπορεί να διοχετευθεί και
στην Ελλάδα και προς αυτήν την κατεύθυνση ο Κινέζος πρέσβης ενθαρρύνει
τους Ελληνες επιχειρηματίες του κλάδου να δραστηριοποιηθούν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπάρχει επίσης για τον τομέα των υποδομών. Στο
πλαίσιο αυτό διερευνώνται οι προοπτικές κινεζικής συμμετοχής στο
αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», που θα έρθει μετά την επιτυχή διείσδυση της
Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, το οποίο αναδεικνύεται σε κύριο
διαμετακομιστικό κέντρο της Μεσογείου. Οι Κινέζοι υπογραμμίζουν ότι
βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες και με άλλους πολυεθνικούς κολοσσούς,
μεταξύ άλλων με την Dell και τη Samsung, οι οποίοι, όπως και η Hewlett
Packard, ενδιαφέρονται να χρησιμοποιούν τον Πειραιά για τη μεταφορά των
προϊόντων τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Αλλοι τομείς που ενδιαφέρουν τους
Κινέζους είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας και η γεωργία.
«Τη στιγμή που η Ελλάδα βιώνει τη βαθύτερη κρίση της μεταπολεμικής
περιόδου, και η κυβέρνηση και ο λαός της καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες
για ανάπτυξη και ανάκαμψη, αυτή η επίσκεψη θα διαμηνύσει πως η κινεζική
κυβέρνηση και ο λαός της Κίνας κατανοούν τι περνάτε και επιθυμούν να
βοηθήσουν» δηλώνει ο κ. Ντου που επισημαίνει άλλη μια διάσταση: «Τα μέσα
ενημέρωσης της Κίνας και όλου του κόσμου θα παρακολουθήσουν με προσοχή
αυτήν την επίσκεψη και αυτό θα προβάλει διεθνώς το μήνυμα στήριξης και
την επιθυμία της Κίνας να εμβαθύνει τις διμερείς σχέσεις και να βοηθήσει
στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».