Μέσα στη σημερινή γερμανική
επικράτεια ενυπάρχει από δεκαετίες και μια «μικρή Τουρκία». Ο λόγος δεν
είναι για μια ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα με εθνικά χαρακτηριστικά που
διαβιοί, όπως πολλές άλλες, στη Γερμανία. Πρόκειται για μια αμιγώς
συγκροτημένη κοινωνία Τούρκων, που συνήθως κατοικούν στους ίδιους τομείς
των πόλεων, προβάλλοντας έτσι μιαν αντίστοιχη εικόνα «κουλτούρας».
Στη δεκαετία του '80, λ.χ., η ερώτηση «Ποια είναι η τέταρτη σε πληθυσμό τουρκική πόλη;» ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Η σωστή απάντηση ήταν «Βερολίνο», και οι Γερμανοί γελούσαν με την καρδιά τους, τότε. Το Κρόιτσμπεργκ, κέντρο της σημερινής γερμανικής πρωτεύουσας, εμφάνιζε εικόνα ανατολίτικου παζαριού, ιδίως με τα κρεμασμένα «σφαχτά» σε τσιγκέλια των κρεοπωλείων και τους ήχους αμανέδων που έβγαιναν μέσα από τουρκικούς καφενέδες με «λουλάδες».Από τότε άλλαξαν πολλά στο Βερολίνο, μαζί και η τουρκική παροικία εκεί. Εκείνο όμως που δεν άλλαξε καν αναφέρεται στο κρίσιμο θέμα της «ενσωμάτωσης», κάτι το οποίο όχι μόνο δεν επιθυμούν οι Τούρκοι της Γερμανίας, αλλά το απορρίπτουν «μετά βδελυγμίας».
Η άρνηση ενσωμάτωσης των Τούρκων στη γερμανική κοινωνία συνιστά μάλιστα στοιχείο και της επίσημης τουρκικής πολιτικής, μέσω της οποίας παροτρύνονται οι ομοεθνείς της να διατηρούν την εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα, πρώτιστα δε την τουρκική γλώσσα, και κυρίως να μην αφομοιώνονται. Ετσι, μετά το «γκρέμισμα» του τείχους, αυξάνονται και τα τουρκικά τζαμιά.
Η ομιλία του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον πλήθους 16.000 Τούρκων τον Φεβρουάριο του 2008 στην Κολονία, όπου τόνισε σαφώς ότι «δεν πρέπει να αφομοιώνονται οι Τούρκοι», προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τις γερμανοτουρκικές σχέσεις. «Ο Ερντογάν ενθάρρυνε τον τουρκικό εθνικισμό σε γερμανικό έδαφος, αυτό είναι αντι-ευρωπαϊκό και επιβεβαιώνει τις επιφυλάξεις μας όσον αφορά την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση», τόνιζε τότε ο Ερβιν Χούμπερ, ηγέτης της βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU).
Της ομιλίας εκείνης είχε προηγηθεί ένα τραγικό πολύνεκρο ατύχημα(;) στο Λουντβιχσχάφεν, όπου έχασαν τη ζωή τους από πυρκαγιά εννέα Τούρκοι. Το γεγονός είχε θεωρηθεί από τουρκικής πλευράς πιθανός εμπρησμός από νεοναζί.
Με αφορμή ένα παρόμοιο ατύχημα τελευταία, στη Στουτγάρδη, όπου έχασαν τη ζωή τους και τα εφτά παιδιά(!...) μιας Τουρκάλας μητέρας, επανήλθε η ένταση στις γερμανοτουρκικές σχέσεις, καθώς πληθαίνουν από τουρκικής πλευράς οι (ανεπίσημες) κατηγορίες για ταχύ «κλείσιμο» των ερευνών της γερμανικής αστυνομίας. Εν όψει δε έναρξης της δίκης μελών της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU (Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία) που κατηγορούνται για σειρά φόνων με θύματα Τούρκους, η κατάσταση οξύνθηκε έτι, καθώς ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου απαίτησε άμεσα από τον Γερμανό ομόλογό του, Γκίντο Βεστερβέλε, την παρουσία στη δίκη δημοσιογράφων και από την Τουρκία.
Από τα προηγούμενα αυτά περιστατικά διαφαίνεται μια τάση της τουρκικής πλευράς για επίδειξη αλαζονικής σκληρότητας απέναντι στη Γερμανία, την οποία ώς τώρα η Αγκυρα απέφευγε. Η γερμανική πλευρά ενοχλείται ανάλογα από την γκετοποίηση των Τούρκων, κάτι που είναι και «στα μέτρα» των ισλαμιστών «στρατολόγων».
Η κατάσταση διαγράφεται κατ' αυτάς επιεικώς ως «ταραγμένη», καθώς αναφορές από τα τουρκοσυριακά σύνορα κάνουν λόγο για συχνούς ξυλοδαρμούς ανάμεσα σε Γερμανούς και Τούρκους στρατιωτικούς. Ενα άλλου είδους «επεισόδιο», που έχει ασφαλώς και ελληνικό ενδιαφέρον, είναι εν εξελίξει, καθώς η Τουρκία έχει θέσει πιεστικά πλέον το ζήτημα της επιστροφής αρχαιοτήτων που βρίσκονται σε μουσεία της Γερμανίας ως και άλλων χωρών.
Από τα ζητούμενα αυτά αντικείμενα τίποτε δεν είναι (ιστορικά) τουρκικό, πρόκειται κυρίως για ελληνικά, χεττιτικά και ρωμαϊκά που αποκαλύφθηκαν σε έδαφος της οθωμανικής επικράτειας από Γερμανούς, οι οποίοι και τα αγόρασαν. Μολαταύτα, οι Τούρκοι επίσημοι έχουν υψώσει «ασύμμετρα» τους τόνους, ενώ η Γερμανία δείχνει αυτοσυγκράτηση. Το θέμα είναι όμως για πόσο ακόμα.