14 Απριλίου 2013

Πόσο αγαπάμε αυτόν τον τόπο;

ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΤΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Το γεγονός ότι η χώρα πορεύεται με ένα καθολικά ανίκανο και αναξιόπιστο κρατικό σύστημα είναι ένα μεταπολιτευτικό αξίωμα το οποίο καθημερινά αποδεικνύεται. Το κράτος εξαθλιώνει τώρα τους πραιτοριανούς, που διόρισε και επιβάλλει φόρους που δεν πρόκειται να εισπράξει σε μια άναρχη αγορά την οποία αδυνατεί να ελέγξει. Οι εκτός των κρατικών τειχών πολίτες, οι οποίοι επιχειρούν στο ομιχλώδες τοπίο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, συνειδητοποιούν καθημερινά την επιχειρούμενη φορολογική εξόντωση κάθε νόμιμης δράσης και είναι έτοιμοι να προσχωρήσουν καθολικά στην παραοικονομία της «μαύρης αγοράς» ως αναγκαστική πράξη πρόσκαιρης επιβίωσης. Η αγροτιά οδηγήθηκε αποκοιμισμένη από τις επιδοτήσεις στην εξαφάνιση.

Το κράτος μας δεν αρκέστηκε στην αυτοκαταστροφή του, αλλά φρόντισε να δημιουργήσει μια εξίσου διεφθαρμένη και συναλλασσόμενη εν πολλοίς ιδιωτική οικονομία με την κλειστή νομενκλατούρα των πολιτικών της υποστηρικτών. Η περιβόητη ανάπτυξη δε θα έρθει ούτε με τις δόσεις των δανείων που απέμειναν, οι οποίες μόλις και μετά βίας θα πληρώσουν τόκους, μισθούς και συντάξεις, ούτε με τα άχρηστα και υπερτιμολογημένα επιδοτούμενα προγράμματα και τους αναπτυξιακούς νόμους.
Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για τη μεγάλη οικονομική αναστάτωση, που δεν πλήττει μόνον τις αδύναμες κι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, αλλά και πολλές πανίσχυρες, ανάμεσά τους ακόμα και κεντροευρωπαϊκές χώρες. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών της; Γιατί δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στο πολυτελές κι άνετο βιοτικό μοντέλο που διαμορφώσαμε επί χρόνια τις τελευταίες δεκαετίες; Τι συμβαίνει και το πρότυπο που γνωρίζαμε καταρρέει;

Αν ζητήσεις να το εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο τα ελληνικά κόμματα, τότε αυτό θα άπτεται μόνο των ιδεολογικών ή πολιτικών αιτίων και λιγότερο της κοινωνικο-οικονομικής διάστασης του καθενός. Ο βασικότερος λόγος όμως είναι η κατασπατάληση των αγαθών, που αποτελεί, άλλωστε, και τη βάση της οικονομικής επιστήμης, αλλά και το ότι συνηθίσαμε να ζούμε σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από αυτό που δικαιούμαστε, καθώς καταναλώνουμε περισσότερα από ό,τι παράγουμε. Πάντως, ο από μηχανής θεός της ελληνικής κρίσης δεν ξέρω αν θα είναι δεξιός ή αριστερός, θα πρέπει όμως να φέρει επί σκηνής την ευρηματική και εφευρετική κοινωνία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που γνωρίζει την τέχνη της εργασίας.

Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο πιο επικίνδυνο σταυροδρόμι. Και το δυστύχημα είναι ότι σε όλα τα επίπεδα, από το πολιτικό μέχρι της δημόσιας διοίκησης, των ΜΜΕ, των επιχειρήσεων και των συνδικαλιστών, όσοι τελικά αποφασίζουν όλοι είναι κατώτεροι των περιστάσεων.Το ερώτημα επικεντρώνεται σήμερα στο πόσο αγαπάμε αυτόν τον τόπο, όταν συμβιώνουμε μέσα στην επικράτειά του, με τις δομές και τους θεσμούς του, δηλαδή στο βαθμό που τον αντιλαμβανόμαστε ως το κοινό μας σπίτι.

Το ερώτημα «πόσο αγαπάμε τον τόπο» δεν παραπέμπει ούτε στην πατριδολατρία ούτε σε «ακραιφνή εθνικά φρονήματα», όπως τα λέγαμε παλιά. Είναι ένα ερώτημα που ζητάει άμεση απάντηση. Γιατί, αν τον αγαπάμε, τότε θα πρέπει επειγόντως να ξανασκεφτούμε και να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση και τη συμπεριφορά μας απέναντί του. Γιατί η σκέψη ότι πάντα οι Γερμανοί φταίνε και ο ελληνικός «κουτσαβακισμός» δεν εκφράζει μόνο έναν ακραίο κυνισμό, αλλά και ένα απροκάλυπτο μίσος για τον ίδιο τον τόπο μας.