Όπως σημειώνει, αποτελεί αρκετά ασφαλή πρόβλεψη το ότι ο Πούτιν θα αντιγράψει αμερικανικές πολιτικές τις οποίες επικρίνει- κάτι που έχει κάνει και στο παρελθόν: «Το 2007, ο Πούτιν προέβη σε έντονη καταγγελία της αμερικανικής “εξάρτησης” στην άσκηση στρατιωτικής ισχύος, διαμαρτυρόμενος- υποθετικώς ως άνθρωπος της ειρήνης- ότι “δεν υπάρχει κανείς για να μιλήσεις από τότε που πέθανε ο Μαχάτμα Γκάντι”. Έναν χρόνο μετά, η Ρωσία χρησιμοποίησε ανοικτά στρατιωτική ισχύ πέρα από τα σύνορά της για πρώτη φορά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εισβάλλοντας στη Γεωργία. Τον Φεβρουάριο του 2008 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας από τη Σερβία, μία ενέργεια που ο Πούτιν επανειλημμένα κατέκρινε ως παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας ενός άλλου κυρίαρχου κράτους. Πριν τελειώσει το έτος, είχε αναγνωρίσει παρόμοιες διακηρύξεις αυτονόμησης των επαρχιών της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας στη Γεωργία».
Εν συνεχεία, ο Κράστεφ παραθέτει το παράδειγμα της αντίδρασης του Πούτιν στο «πραξικόπημα» του Μαϊντάν στην Ουκρανία, που οδήγησε στην πτώση του καθεστώτος Γιανουκόβιτς (στη συνέχεια, τονίζει, ο Πούτιν στήριξε αντίστοιχες “εκδόσεις” του Μαϊντάν στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, για να επιτύχει όχι μόνο αλλαγή καθεστώτος, αλλά και, στην περίπτωση της Κριμαίας, προσάρτηση). Ακόμη, γίνεται αναφορά στην επέμβαση στη Συρία, με τις ρωσικές αεροπορικές επιχειρήσεις, προς στήριξη του Άσαντ, τη στιγμή που είχε αρνητική στάση απέναντι στα αεροπορικά πλήγματα του συνασπισμού υπό τις ΗΠΑ. «Η Ρωσία έχει μιμηθεί ακόμα και την αμερικανική συνήθεια προβολής βίντεο αεροπορικών πληγμάτων μέσα από το κόκπιτ, για εντυπωσιασμό του κοινού στο εσωτερικό».
Τα παραδείγματα αυτά, αναφέρει ο Κράστεφ, αποκαλύπτουν ένα μοτίβο- και δεδομένου ότι η αλλαγή καθεστώτος αποτελεί εδώ και πολύ καιρό μια «βρώμικη φράση» στη λεξιλόγιο του Κρεμλίνου, αξίζει κανείς να εξετάσει πιο προσεκτικά την ένταση της Ρωσίας με την Τουρκία.
Οι δύο χώρες βρίσκονταν πάντοτε στις απέναντι πλευρές της συριακής κρίσης, ωστόσο μέχρι την κατάρριψη του Su-24 από τουρκικά μαχητικά τον Νοέμβριο, αυτή η αντιπαράθεση ήταν ελεγχόμενη. «Ακόμα και ο Ερντογάν μπορεί τώρα να συμφωνούσε ότι η κατάρριψη στις 24 Νοεμβρίου ενός ρωσικού βομβαρδιστικού που πέρασε στον τουρκικό εναέριο χώρο για δευτερόλεπτα δεν ήταν καλή ιδέα. Αυτό που προκαλεί σύγχυση σχεδόν δύο μήνες μετά, ωστόσο, δεν είναι τόσο η λάθος εκτίμηση της Τουρκίας, όσο η απροθυμία της Ρωσίας να αποκλιμακώσει την κρίση».
Όπως σημειώνει ο Κράστεφ, ο Πούτιν έχει αγνοήσει την πίεση από συμμάχους όπως η Λευκορωσία και το Καζακστάν, υποδεικνύοντας ότι δεν προτίθεται να εξομαλύνει τςι σχέσεις με την Τουρκία όσο ο Ερντογάν βρίσκεται στην εξουσία. «Όντως, η αντίδραση της Ρωσίας στην κατάρριψη θυμίζει την αμερικανική αντίδραση στις επεμβάσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πρώτον, επιβολή οικονομικών κυρώσεων. Μετά επίθεση κατά του εσώτερου κύκλου του Ερντογάν, περιλαμβανομένου του γιου του, Μπιλάλ, εκτοξεύοντας κατηγορίες περί λαθρεμπορίου πετρελαίου με το Ισλαμικό Κράτος. Και, στην απόλυτη χειρονομία εχθρότητας, η Ρωσία προσκάλεσε τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, επικεφαλής του φιλοκουρδικού HDP, στη Μόσχα».
Ο Ερντογάν έχει κατηγορήσει τον Ντεμιρτάς για προδοσία, καθώς είναι σε εξέλιξη η σκληρή σύγκρουση με το ΡΚΚ- και ο Πούτιν με αυτόν τον τρόπο πολύ ξεκάθαρα έλαβε θέση σε αυτό που κάποιοι θεωρούν «εμφύλιο πόλεμο», όπως ο ίδιος θεωρεί ότι οι δυτικές χώρες έκαναν κατά τους πολέμους στην Τσετσενία.
«Η αντίδραση αυτή είναι εν μέρει επίδειξη εκδίκησης: Ο Πούτιν πρέπει να φανεί στο εσωτερικό ότι κάνει την Τουρκία να πληρώσει για τον θάνατο του Ρώσου πιλότου. Αλλά υπάρχουν περισσότερα από πίσω. Μία φιλόδοξη, με επιρροή Τουρκία, η οποία προωθεί ένα είδος ισλαμισμού αποδεκτό από τη Δύση, είναι μεγάλο εμπόδιο στους στόχους της Μόσχας στη Μέση Ανατολή. Το ρωσικό συμφέρον στην περιοχή δεν είναι απλά η στήριξη του Άσαντ, αλλά ο εξαναγκασμός της Δύσης στο να επιλέξει ανάμεσα στους κοσμικούς δικτάτορες με τους οποίους η Ρωσία είναι πρόθυμη να συνεργαστεί και στους Ισλαμιστές που μιλούν τη γλώσσα της λαϊκής θέλησης. Αυτό που φοβάται η Μόσχα είναι ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να βοηθήσει τη Δύση να συνεργαστεί με “μετριοπαθείς” Ισλαμιστές, περιλαμβανομένης της Συρίας. Κατά την εκτίμηση της Ρωσίας, ήταν η πίστη στο αποκαλούμενο τουρκικό μοντέλο που εξήγησε τη στήριξη της Δύσης στην “Αραβική Άνοιξη”».
Καταλήγοντας, ο Κράστεφ εκτιμά ότι, όπως και με την αμερικανική πολιτική κυρώσεων στη Ρωσία, ο Πούτιν μάλλον δεν στοχεύει στην ανατροπή του Ερντογάν σύντομα. «Για το προσεχές μέλλον, ο Τούρκος ηγέτης είναι όσο ασφαλώς “οχυρωμένος” είναι και ο Πούτιν. Όπως οι ΗΠΑ, ωστόσο, ο Πούτιν φαίνεται να έχει ετοιμαστεί για μια μακροπρόθεσμη πολιτική αποδυνάμωσης της τουρκικής οικονομίας και πολιτικής υπονόμευσης του Ερντογάν. Αυτό που είναι ασαφές είναι το αν ο στόχος είναι να δουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ότι πρέπει να αλλάξουν τις μεθόδους τους, ή να προκαλέσει ρήγματα ανάμεσά τους όσον αφορά στο αν πρέπει να υπερασπιστούν τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Τουρκία, ή να ακολουθήσουν τη Ρωσία, απομακρυνόμενοι από μία όλο και πιο απολυταρχική ισλαμιστική κυβέρνηση».